Η τελευταία μάχη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων (1821-1829) έγινε σαν σήμερα, το 1829, στην Πέτρα Βοιωτίας. Οι Έλληνες υπό τις διαταγές του γεννημένου στην Κωνσταντινούπολη Δημήτριου Υψηλάντη κατάφεραν να νικήσουν τους Τουρκαλβανούς του Ασλάν Μπέη. Οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να προσφύγουν σε συμφωνίες για να τους αφήσουν οι Έλληνες να περάσουν προς βορρά και να μην επανέλθουν ποτέ πια στην Ανατολική Στερεά και την Πελοπόννησο.
Η συμβολή σε αυτή τη μάχη του Πεντακοσιάρχου Γεωργίου Σκουρτανιώτη και των ανδρών του, ήταν καθοριστική. Ο προμαχώνας του δέχτηκε την κύρια επίθεση του εχθρού όπως και αδιάκοπους κανονιοβολισμούς από τέσσερα κανόνια των Οθωμανών και άντεξε, με τη βοήθεια αργότερα και άλλων οπλαρχηγών που έσπευσαν στο σημείο για να συνδράμουν τον Γεώργιο Σκουρτανιώτη.
Τη μάχη περιέγραψε ο Δημήτριος Υψηλάντης σε αναφορά του προς τον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια.
«Εξοχώτατε!
Η υπ’ αριθ’ 8271 Αναφορά μου διασαφηνίζει προς την εξοχότητά σας την κατάστασιν και τα κινήματα του υπό την διεύθυνσίν μου Στρατού ως προς τους Τούρκους μέχρι της 9ης ημέρας του τρέχοντος Μηνός.
»Την 10ην του ιδίου, εστρατοπεύδευσαν ο Οτζάκ αγάς Οσμάνης, μ’ όλον τον τακτικόν, συμποσούμενον εις πραγματικούς 5500 πεζούς και 600 ιππείς και ο Ασλάν Μπεής Μουχουρτάρης έχων 1500 ατάκτους Αλβανούς εις του Σταυρού των Θηβών. Την 11η πρωί, επλησίασαν το στρατόπεδο της Πέτρας ρίψαντες τα σκηνάς των μακράν βολής κανονίου, και εφανέρωσαν αμέσως το φθάσιμόν τους προς τους εις Λεβαδείαν Τούρκους με το εκ Συνθήματος ρίψιμον 3 κανονίων.
»Εις την περίπτωσην αυτήν, εδιπλασίασα την απαιτουμένη προσοχήν των φυλακών και των προμαχώνων. Και, μ’ όλον ότι οι Έλληνες εκ του ενός μεν μέρους εδειλίαζον κάπως βλέποντες ένα πολλαπλάσιον αριθμόν εχθρών, προετοιμασμένων μ’ όλα τα μέσα εις την αποφασιστικήν διάβασήν των διά της Πέτρας και την επομένην κατάσχεσιν αυτής της σημαντικής θέσεως και εκ του άλλου μέρους εστενοχωρούντο από την έλλειψιν των τροφών των, ως μη προμηθευμένοι ακόμη με τα άλευρα της Φανερωμένης και υποχρεωμένοι να βράζουν μόνοι εις είδος χυλού τον αραβόσιτον και καλαμπόκι, όσον ευκολύνοντο να λαμβάνωσιν από τα πλήσια μέρη του κάμπου. Επροσπάθησα όμως, και δεν άφησα εις μίαν κρίσιμον στιγμήν αδύνατον την περί ης ό λόγος, εκτεταμένην θέσιν της Πέτρας.
»Περί το λυκαυγές της 12ης, αφήσαντες οι Τούρκοι μικράν φρουράν εις το οχυρωμένον Στρατόπεδόν των, εκινήθησαν σύσσωμοι κατά της Πέτρας φέροντες και 4 κανόνια διά τον σκορπισμόν των προμαχώνων. Το ιππικό των εσχηματίσθη εις δύο γραμμάς υπό τους πρόποδάς της. Οι πεζοί τακτικοί διηρημένοι εις δύο ισομεγέθεις κολώνας, διευθύνθησαν κατά των προμαχώνων του χιλιάρχου και του Πεντακοσιάρχου Γεωργίου Σκουρτανιώτου, διά να περιστείλουν την δύναμή των. Αυτοί τους εδέχθησαν έξω των προμαχώνων. Η μάχη ήρχησε. Ο κανονιοβολισμός ηκολούθη αδιάκοπος. Τριακόσιοι πεζοί και ιππείς τακτικοί, κατέλαβον το προσεχές χωρίον των Βρασταμητών προς υπεράσπισην των οπισθίων της κινηθείσης κατά του Σκουρτανιώτου κολώνας.
»Οι Αλβανοί όλοι διεύθυνον το βήμα των κατά του Διασέλου. Το βοηθητικόν Σώμα της φρουράς υποχρεώθη να καταλάβη εν άλλο ύψωμα προς το πλάγιον των Βρασταμητών. Οι Αλβανοί επλησίασαν ορμητικοί ως 10 βήματα έξω του προμαχώνος (εννοεί του προμαχώνα του Γ. Σκουρτανιώτη). Εις την στιγμήν έτρεξαν βοηθοί οι χιλίαρχοι Διοβουνιώτης και Κριεζώτης με το περισσότερον μέρος των Στρατιωτών τους, και επέπεσον εναντίον τούτων όπου έκαναν την έφοδόν των, οδηγούμενοι από τον Ασλάν Μπέη. Από τούτο και την γενναίαν ανθίστασην του προμαχώνος, εματαιώθη η έφοδος, εκυνηγήθησαν οι Αλβανοί και μετά δύωρον ακόμη μάχην, υποχρεώθησαν όλοι οι Τούρκοι ν’ αφήσωσι τας θέσεις των, φεύγοντας μεταξύ του αδιακόπου και πυκνού πυροβολισμού των Ελλήνων. Εις την ιδίαν στιγμήν επέπεσεν ο αρχηγός της φρουράς Σ. Μήλιος (εννοεί τον ΣπυροΜήλιο) κατά της δυνάμεως των Βρασταμητών και την απέδιωξεν ζημιουμένην.
»Η ένδοξος αύτη Νίκη, εστεφάνωσεν εν τοσούτω την ανδρείαν των Σωμάτων. Η δε Σωτηρία των πεζών Τούρκων χρεωστείται εις την σημαντικότητα του ιππικού των και την συνέχειαν του λεπτοβολισμού των κανονίων. Η φθορά τους εις θανατωμένους και πληγωμένους, και μάλιστα του μέρους των Αλβανών, εστάθη μεγάλη κατά τας μετέπειτα ομολογίας των ιδίων. Μεταξύ των θανατωμένων, ευρέθη ένας εκατόνταρχος τακτικός και δύο σημαιοφόροι Αλβανοί. Από τους Έλληνες έπεσαν 3 και 12 επληγώθησαν. Τα τρόπαια της Νίκης είναι 2 σημαίαι και ικανός αριθμός αιχμαλώτων, οι οποίοι εδόθησαν έπειτα εις συναλλαγήν Ελλήνων χωρικών αιχμαλώτων…”
Βιβλιογραφία
•Κόκκινος Διονύσιος (1974). Η Ελληνική Επανάστασης, τόμος έκτος (έκτη έκδοση). Αθήνα: Μέλισσα.