Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα «του ταπεινού Ρωμανού ο ψαλμός ούτος». Διαβάστε το Μέρος Α’, το Μέρος Β’, το Μέρος Γ’, και το Μέρος Δ’.
Το παρόν αφιερώνεται στους πυρόπληκτους.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
κ’. »Ποιος θα ’χει άσχημα να πει και ν’ αποδοκιμάσει, αν είναι να πεθάνουμε με τούτο εδώ τον τρόπο;
»Αν είναι να πεθάνουμε για Έναν Θεό Αθάνατο που στους θνητούς η Χάρη Του χαρίζει αθανασία;
»Στον κίνδυνο ριχτήκαμε τόσες φορές ως τώρα· στου Ναβουχοδονόσορα πιστοί εμείς τις διάτες, και να πιαστούμε αιχμάλωτοι, ως και να σκοτωθούμε, δεχτήκαμε για χάρη του. Λέτε δεν θα το κάνουμε για Χάρη του Θεού μας;
»Πείτε, λοιπόν, Χαλδαίοι – πες μας κι εσύ που στέκεσαι κει πάνω ως βασιλιάς τους:
»υπάρχει λόγος τώρα πια, εμπόδια να μας φέρετε για τούτη τη θυσία; Αφού αυτό που θέλετε, δεν πρόκειται να γίνει!».
Ακούγοντας ο βασιλιάς ετούτα τους τα λόγια, θλίφτηκε, φαρμακώθηκε,
άφρισ’ απ’ το θυμό του και βγάζει έναν βρυχηθμό λέγοντας πάνω-κάτω:
«Δέστε τους χειροπόδαρα και να κατακαούνε!
»Να γίνουν παρανάλωμα, βορά για το καμίνι, στάχτη να γίνουν –αμάν πια!– κι άλλο να μη φωνάζουν:
»“Θεέ Μεγαλοδύναμε, Θεέ που είσαι οικτίρμων, κάνε Θεέ μου γρήγορα, σπεύσε ως Ελεήμων
»”και δώσε μας βοήθεια· γιατί ό,τι θέλεις γίνεται, Εσύ μπορείς τα πάντα”».
κα’. Κι αυτοί που είχαν οριστεί το πράγμα αυτό να κάνουν, ήρθαν και πήραν τα παιδιά,
τα ’δεσαν χειροπόδαρα, τα σύραν στο καμίνι και μέσα εκεί τα ρίξανε.
Δεν ήταν τ’ όποιο κούτσουρο, μια τρίκλωνη ήταν ρίζα· κι η κάμινος κατάλαβε, κι υποδοχή κατάλληλη βάλθηκε να της κάνει.
Γι’ αρχή, δεν την πυρπόλησε· Εκείνον που την φύτεψε Τον έτρεμε, φοβότανε και κοίταζε προσεκτικά μην πάθει κάτι η ρίζα.
Κι ύστερα, μεταβλήθηκαν οι φλόγες και γινήκαν ως να ’ταν αύρα δροσερή, ευχάριστο αεράκι.
Έτσι Θεόπνευστα έπνεε, δρόσιζε αντί να κάψει, τη ρίζα την τριστέλεχη με τ’ άγια τα κλωνάρια.
Τι θέαμα μυστήριο ήτανε να το βλέπεις! Η φλόγα σαν να ξέχασε
τι είναι και τι κάνει, ήταν λες κι έγινε πηγή·
αντίς να κάψει, πότιζε με γάργαρο νεράκι αυτούς που είχε μέσα της
ως να ’ταν ακριβό φυτό, κλήμα απ’ αυτά που δίνουνε σταφύλια τρις το χρόνο· το πρόσεχε, το φύλαγε και το περιποιούνταν, να δώσει τον γλυκό καρπό σ’ όσους βροντοφωνάζουν:
«Θεέ Μεγαλοδύναμε, Θεέ που είσαι οικτίρμων, κάνε Θεέ μου γρήγορα, σπεύσε ως Ελεήμων
»και δώσε μας βοήθεια· γιατί ό,τι θέλεις γίνεται, Εσύ μπορείς τα πάντα».
κβ’. Έτσι απλώς, στα ξαφνικά έχασε το καμίνι τη φοβερή του δύναμη.
Ότι Άγγελος κατέβηκε απ’ τα ουράνια ξάφνου
και στάθηκε αγέρωχος καταμεσής στις φλόγες και έτσι εξημέρωσε τ’ άγριο το καμίνι,
και νόμιζαν τα τρία παιδιά πως ξαφνικά βρεθήκαν σ’ επίγειο παράδεισο, σε κήπο μυρωμένο.
Σε πυρωμένα κάρβουνα πατούσαν, και θαρρούσαν πως κάποιος μάλλον έστρωσε το δρόμο τους με ρόδα.
Πέφταν οι σπίθες πάνω τους και χαίρονταν οι παίδες, γιατί –σου λέει– μας ραίνουνε με άνθη εδώ πέρα.
Κι αν ήταν της πυράς βωμός, έγινε του Θεού Ναός· ο τόπος της καταστροφής γίνηκε χώρος προσευχής.
Πώς μετασχηματίστηκε το μαύρο κολαστήριο σε νυφικό κρεβάτι που μ’ άνθη το στολίζουνε και μ’ άνθη όλοι το ραίνουν;
Ρουφούσε η κάμινος ζωή, φυσούσε μαύρη κάπνα – και του θανάτου η μυρωδιά σκορπίζονταν στους γύρω κι έφτανε ως πέρα μακριά, την πήγαινε ο αέρας.
Μα τη ζωή των τριών παιδιών που μέσα της βρεθήκαν, ούτε το διανοήθηκε να βλάψει έστω και λίγο, γιατί τρόμος την έπιασε, παρέλυσε από φόβο, καθώς να ψέλνουν άκουγε:
«Θεέ Μεγαλοδύναμε, Θεέ που είσαι οικτίρμων, κάνε Θεέ μου γρήγορα, σπεύσε ως Ελεήμων
και δώσε μας βοήθεια· γιατί ό,τι θέλεις γίνεται, Εσύ μπορείς τα πάντα».
κγ’. Μόνο γι’ αυτούς κατέβηκε ο Άγγελος και πήγε στου Αζαρία τη συντροφιά
και στέκονταν μαζί τους και όλο τους ενθάρρυνε να ψέλνουν, να προσεύχονται, και έτσι τους μιλούσε: «Παιδάκια μου εσείς καλά, παιδιά μου αγιασμένα, ακούστε τι έχω να σας πω:
»όλα όσα διδαχτήκατε κάντε τα τώρα πράξη, καθώς κι εγώ πάντα εκτελώ τις διαταγές που έχω.
»Όσο θα χαλιναγωγώ τις φλόγες στο καμίνι, εσείς να φτιάξετε σωστά της γλώσσας τη ρομφαία, πυρώστε την καλά-καλά, σωστά σφυρηλατήστε, κι ύστερα να την σβήσετε μες στο νερό με βιάση, έτσι όπως κάνει ο οπλουργός τ’ ατσάλι για να δέσει.
»Κι όσο αμβλύνω της φωτιάς την κάψα εδώ μέσα, καλά να ακονίσετε ετούτη τη ρομφαία να ψέλνει ωραία και σεμνά.
»Καθόλου μη φοβάστε! Ενόχληση από τη φωτιά δεν θα ’χετε καμία.
»Μόν’ τους εχθρούς σας –όχι εσάς– αυτή θα καταβάλει.
»Νά! Τώρα της έδωσα εντολή να αρχίσει να νηστεύει· αφού κι εσείς νηστεύετε, ξέρετε για τι λέω.
»Παιδιά σαν τούτα τ’ Άγια, αρτύσιμα είν’, της είπα! Νηστίσιμοι είναι οι άσωτοι, φάε απ’ αυτούς ακόρεστη, φάε όσο θες, να σκάσεις! Φάε όσους δεν στέργουνε να ψάλλουνε μαζί μας:
»“Θεέ Μεγαλοδύναμε, Θεέ που είσαι οικτίρμων, κάνε Θεέ μου γρήγορα, σπεύσε ως Ελεήμων
»”και δώσε μας βοήθεια· γιατί ό,τι θέλεις γίνεται, Εσύ μπορείς τα πάντα”.
κδ’. »Μ’ όλη σας την καρδιά, λοιπόν, ψάλτε τη μελωδία,
»ότι όχι μόνο την καρδιά, σώμα, μυαλό και πνεύμα στον Πλάστη τα οφείλουμε, πλέξτε Του ωραίους ύμνους!
»Πάρτε και παραδείγματα από όλη Του την κτίση, τον Κτίστη για να υμνήσετε,
»γιατί όλα όσα υπάρχουνε είναι Κυρίου έργα, και όλα τους Τον ευλογούν, Τον Κύριο δοξάζουν.
»Πηγάζει τώρα η φωτιά σαν δροσερό νεράκι, και αντί πυρά βγάζει δροσιά η κάμινος –γιά δείτε!–
»για χάρη όσων πιστεύουνε σ’ Αυτόν κι ομολογούνε, και από πλάνη δολερή ξεφεύγουν και γλιτώνουν.
»Γιατί όλα όσα έφτιαξε είν’ για να υπηρετούνε,
»τους άξιους τους δούλους Του, όσους εργάζονται καλά τα έργα του Κυρίου, του Θεού μας και Δημιουργού, του Πλάστη των απάντων.
»Ο Ηλίας, για παράδειγμα, δεν ήταν που διαφέντευε στα πάνω και στα κάτω;
»Πώς να γινότανε αλλιώς, αφού αυτός μονάχος, ανάμεσα σε άθεους, τα χέρια σήκωνε ψηλά και στον Θεό προσεύχονταν και Τον παρακαλούσε:
»“Θεέ Μεγαλοδύναμε, Θεέ που είσαι οικτίρμων, κάνε Θεέ μου γρήγορα, σπεύσε ως Ελεήμων
»”και δώσε μας βοήθεια· γιατί ό,τι θέλεις γίνεται, Εσύ μπορείς τα πάντα”.