Έναν (βίαιο) μετασχηματισμό που άλλαξε την όψη του ελληνικού κράτους σηματοδότησαν τα γεγονότα σε Μικρασία και Πόντο. Η Γενοκτονία, η Μικρασιατική Καταστροφή και τελικά η Συνθήκη της Λοζάνης που σφράγισε τη μοίρα των ανταλλάξιμων, είχαν σαν αποτέλεσμα τη μετακίνηση εκατομμυρίων προσφύγων.
Στον Βόλο ήδη από το 1921 είχαν βρει καταφύγιο οι «εκ Νικομηδείας», πρόσφυγες που είχαν τη διαβεβαίωση ότι βρίσκονταν προσωρινά στην Ελλάδα και θα επέστρεφαν στα χωριά τους μετά τη συντριβή των κεμαλικών δυνάμεων. Οι ιστορικές εξελίξεις δεν επιβεβαίωσαν αυτή την εκτίμηση· αντιθέτως το «μαύρο ’22» αύξησε και άλλο τον μικρασιατικό πληθυσμό.
Στην πόλη των 30.000-35.000 κατοίκων τη Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 1922 αποβιβάστηκαν περίπου 10.000 άτομα· οι καπναποθήκες γέμισαν, τρία από τα έξι σχολεία επιτάχθηκαν, το ίδιο και σπίτια ιδιωτών και κτήρια συλλόγων.
«Το καράβι ξεφόρτωσε μερικές εκατοντάδες ταλαίπωρους στο λιμάνι. Πολλοί από αυτούς δεν ήξεραν γρι ελληνικά, άλλοι μιλούσαν μια παράξενη λαλιά που κάτι θύμιζε αλλά δεν την καταλάβαιναν. Άντρες, γυναίκες, παιδιά και πολλοί ηλικιωμένοι με μπόγους στα χέρια και την απελπισία τα μάτια, προσπαθούσαν να καταλάβουν πού είναι αυτό που τους είπαν για μητέρα πατρίδα.
»Στοιβιάστηκαν στον άρον σε πρόχειρες σκηνές κοντά στο Δημοτικό Θέατρο. Το περιβάλλον ουδέτερο ως εχθρικό. Δύσκολο να τους καταλάβουν και πιο δύσκολο να συνεννοηθούν» αναφέρεται στο προλογικό σημείωμα του Πρόδρομου Χριστοφορίδη στο λεύκωμα Μνήμες προσφύγων – Οι Μικρασιάτες πρόσφυγες στον Βόλο (εκδ. Βόλος).
Ο πληθυσμός αυτός προστέθηκε στους «εκ Νικομηδείας» που ζούσαν στην παλιά τουρκική στρατώνα στην Πλατεία Ρήγα Φεραίου, σε σκηνές γύρω στο Γυμναστήριο ή σε καπναποθήκες που έγιναν «διαμερίσματα» με κουρελούδες και λινάτσες. Το πρόβλημα ήταν πιο επιτακτικό από ποτέ· πού θα στεγάζονταν και πώς θα εξασφάλιζαν τα προς το ζην;
Το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων που δημιουργήθηκε από την κυβέρνηση Πλαστήρα είχε επικεφαλής τον πρόεδρο του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου του Βόλου Χρήστο Λούλη. Στη συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Παγασών (Βόλου), στις 18 Ιουνίου 1923, διαβεβαίωσε ότι όπως είχε ήδη συμβεί στην Αθήνα και στον Πειραιά, και στη μεγαλούπολη της Μαγνησίας θα δημιουργούνταν προσφυγικός συνοικισμός. Το ποσό που θα εκταμιευόταν από το Ταμείο ήταν 1 εκατ. δραχμές, ενώ κονδύλια καλούνταν να βρουν και ο Δήμος και η Λιμενική Επιτροπή.
Μία από τις τοποθεσίες που προτάθηκαν για τον προσφυγικό συνοικισμό ήταν τα κτήματα του στρατηγού Τσιμπούκη από τη Μακρινίτσα. Ωστόσο, στη διαθήκη του οριζόταν με ακρίβεια ότι εκεί έπρεπε να αναγερθούν σχολεία – πράγματι σήμερα είναι οι εγκαταστάσεις του 1ου Λυκείου και δύο Δημοτικών (10ο και 12ο).
Η δεύτερη θέση ήταν στα ανατολικά του Αρχαιολογικού Μουσείου στον Άναυρο, όμως ο χώρος κρίθηκε ανεπαρκής. Τρίτη και τελευταία ήταν η τοποθεσία Ξηρόκαμπος στα δυτικά του Βόλου, έξω από τα όρια της πόλης, πέρα από το χείμαρρο Κραυσίδωνα. Παρά τις αντιρρήσεις που διατυπώθηκαν από τον ιατρικό σύλλογο, επελέγη αυτή η γυμνή έκταση με το πετρώδες έδαφος.
Επίσης, ελήφθη τελικά η απόφαση τα προσφυγικά σπίτια να γίνουν πέτρινα και όχι ξύλινα, όπως αρχικά είχε προταθεί.
Στις 15 Αυγούστου 1923, ανήμερα της Παναγίας, πραγματοποιήθηκε η τελετή θεμελίωσης του συνοικισμού στον Ξηρόκαμπο. Μετά τον αγιασμό που έγινε σε κλίμα συγκίνησης, ο νομάρχης Λάρισας Τσιτσίλιας πήρε με το μυστρί λάσπη και έχτισε την πρώτη πέτρα, ανακοινώνοντας το νέο όνομα της περιοχής: Νέα Ιωνία.
Με αυτό το όνομα, για να θυμίζει τα πανάρχαια χώματα της Μικρασίας, καταχωρίστηκε στα μητρώα προσφυγικών συνοικισμών ο συνοικισμός του Βόλου.
Στις 16 Αυγούστου 1923 η εφημερίδα Ταχυδρόμος φιλοξενούσε άρθρο για τα εγκαίνια. «Δεν μου διαφεύγει, όπως δεν διαφεύγει κανέναν, ότι εγκαταλείψατε και Πατρίδα και τάφους και ιερά, και ότι εσκορπίσθητε εις τους τέσσαρας ορίζοντας, θύματα και σεις του ανέμου της εθνικής συμφοράς… Η Ιωνική Ελλάς δεν απέθανε. Καθεύδει» είχε πει στο λόγο του ο νομάρχης.
Από την πλευρά του ο δήμαρχος Δημήτρης Κουκιάδης είχε τονίσει: «Η πόλις του Βόλου σας θεωρεί αγαπητούς αδελφούς, εκλεκτούς πολίτας, ευγενείς μάρτυρας και θύματα της Ελευθερίας».
Στις 26 Νοεμβρίου 1924 –όπως αναφέρεται σε ψήφισμα του Δημοτικού Συμβουλίου– η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων είχε παραδώσει 776 μονοκάμαρες κατοικίες σε 10 οικοδομικά τετράγωνα, για να στεγαστούν περίπου 6.000 άνθρωποι.
Ο συνοικισμός στη θέση Ξηρόκαμπος ολοκληρώθηκε το 1938, ενώ ένας ακόμα οικιστικός πυρήνας δημιουργήθηκε εκατέρωθεν της οδού Ιωλκού. Κατασκευάστηκαν:
• τα τετράγωνα (μονοκάμαρες κατοικίες, στεγάστηκαν 776 οικογένειες),
• τα τσιμεντένια (με δύο κάμαρες, στεγάστηκαν 356 οικογένειες),
• τα «τζαμαλιώτικα» (εκ της καπναποθήκης Τζαμαλή, στέγασαν 104 οικογένειες),
• τα «γερμανικά», επειδή χρηματοδοτήθηκαν από γερμανικές αποζημιώσεις (λυόμενες ξύλινες κατοικίες που φιλοξένησαν 323 οικογένειες),
• τα πέτρινα (τα καλύτερα του συνοικισμού, με δύο δωμάτια και χολ, στέγασαν 300 οικογένειες) και
• τα «καρταλέϊκα», επειδή χτίστηκαν επί δημαρχίας Καρτάλη (στέγασαν 152 οικογένειες).