Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «του ταπεινού Ρωμανού ο ψαλμός ούτος». Διαβάστε το Μέρος Α’ και το Μέρος Β’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ι’. Μ’ αυτά τα λόγια κάνανε τον Βασιλιά μπαρούτι
και ο θυμός του φούντωσε, όπως φουντώνει η φωτιά που καίει τα ξεραγκάθια.
Και κάνει μία έκρηξη, και ξάφνου τότες βγάζει μία κραυγή, έναν βρυχηθμό, ίδιον αγρίου θηρίου,
φωνάζοντας στους Άγιους: «Ακούστε εδώ βρε ελεεινοί:
»στ’ αλήθεια το τολμάτε να λέτε αυτά τα πράγματα; Γιατί αν είναι έτσι,
»πείτε αντίο στη ζωή, μην έχετε ελπίδες και μάταια μην πιστεύετε πως τ’ αύριο θα δείτε.
»Δεν έγινε ο άνθρωπος κι ούτε ποτέ θα γίνει
»που να ’βρει τέτοια δύναμη, ώστε να καταστρέψει ό,τι δικαιωματικά σε μένανε ανήκει.
»Ούτε και πάλι είναι κανείς που να γλιτώσει γίνεται
»αν τύχει και στα χέρια μου θα πέσει – αλίμονό του. Ούτε ακόμα και αυτός που σεις παρακαλείτε και π’ όλο του φωνάζετε και που όλο τον καλείτε:
»“Θεέ Μεγαλοδύναμε, Θεέ που είσαι οικτίρμων, κάνε Θεέ μου γρήγορα, σπεύσε ως Ελεήμων
»”και δώσε μας βοήθεια· γιατί ότι θέλεις γίνεται, Εσύ μπορείς τα πάντα”.
ια’. »Μα ας δείξω διάθεση καλή και ας τα θεωρήσω, όσα ως τώρα γίνανε,
»πως τα ’δα μες στον ύπνο· όνειρο ήταν και πέρασε, ποιος δίνει σημασία; Κι από εσάς, όμως, ζητώ εδώ και μπρος παιδιά μου,
»σ’ όλους τώρα να δείξετε πως όσα είπανε για εσάς και σας κατηγορήσαν
»λόγια τ’ αέρα ήτανε, ανούσιες φλυαρίες· μ’ όσα τώρα θα δείξετε, το κλείνετε το θέμα.
»Μόλις ηχήσει η σάλπιγγα κι οι μουσικές αρχίσουν,
»το είδωλο που έστησα σκύψτε και προσκυνήστε.
»Το κύρος του ειδώλου μου πρέπει να το τιμήσετε, τ’ οφείλετε κι οι τρεις σας,
»μαζί με όλους τους άρχοντες και του λαού τους πρώτους.
»Αιτία μη μου δίνετε για να σας εκτελέσω,
»για θα ριχτείτε στη φωτιά για να κατακαείτε· και εκεί μέσα να σας δω πώς θα φωνάζετε, λοιπόν, και με κραυγές θα λέτε:
»“Θεέ Μεγαλοδύναμε, Θεέ που είσαι οικτίρμων, κάνε Θεέ μου γρήγορα, σπεύσε ως Ελεήμων
»”και δώσε μας βοήθεια· γιατί ότι θέλεις γίνεται, Εσύ μπορείς τα πάντα”».
ιβ’. Οι γενναίοι σαν ακούσανε όλα αυτά τα λόγια,
σκέφτονταν πως του Βασιλιά η τόση αφροσύνη για γέλια είν’ πραγματικά…
Μα για να μην νομίζει πως σαν κι αυτόνα συνετός άλλος κανείς δεν είναι,
σήκωσαν τα κεφάλια τους, τον κοίταξαν στα ίσια, και οι σοφοί τ’ απάντησαν και τέτοια λόγια του ’παν:
«Ω, Ναβουχοδονόσορα, της Βαβυλώνας Βασιλιά,
»ανάγκη εμείς δεν βλέπουμε κάτι για να σου πούμε πάνω σ’ αυτά π’ ανάφερες.
»Ανοησίες άμα λες, τι απόκριση να πάρεις;
»Αυτό διδάσκει κι η Γραφή:
»“Tη λογική στ’ ανόητου τα λόγια μην την ψάχνεις, και μες στον παραλογισμό μην μπαίνεις ν’ απαντήσεις”.
»Γι’ αυτό, μας φαίνεται η σιωπή καλύτερη πως είναι, και λέμε να σιγάσουμε καθώς θα προσευχόμαστε και μέσα μας θα λέμε:
»“Θεέ Μεγαλοδύναμε, Θεέ που είσαι οικτίρμων, κάνε Θεέ μου γρήγορα, σπεύσε ως Ελεήμων
»”και δώσε μας βοήθεια· γιατί ότι θέλεις γίνεται, Εσύ μπορείς τα πάντα”.
ιγ’. »Γι’ αυτό σου λέμε, το λοιπόν, ελπίδες να μην έχεις· δεν συζητάμε αυτά που λες.
»Κι αυτή μας η επιλογή μόνο τυχαία δεν είναι· δεν θα καταδεχτούμε αξία να σου δώσουμε, ως να ’ταν συζητήσιμες οι τρέλες που εκστομίζεις.
»Μα τι να πούμε, άλλωστε, με άνθρωπο παράφρονα
»που ασύνετα σηκώνει φωνή μεγάλη λέγοντας: “Το είδωλο μου όλοι εμπρός, πάτε και προσκυνήστε”;
»Μα απ’ όλα το χειρότερο είναι οι απειλές του, καθώς, λέει, θα τιμωρηθεί
»όποιος δεν πειθαρχήσει, και τ’ άψυχο αντικείμενο δεν πάει να προσκυνήσει.
»Οπότε εδώ που φτάσαμε, δεν ωφελούν τα λόγια· τα έργα και η δύναμη είν’ που μετράνε τώρα.
»Καιρός να γίνουν πράματα, όχι άλλα ξεμωράματα με λόγια, σου ’πα – μου ’πες.
Βλέπουμε ετοιμάστηκες… και την φωτιά την άναψες, πύρωσε το καμίνι.
»Κι έτσι, να δεις πια δεν αργείς πως δεν θα πτοηθούμε· έχουμε πίστη σε Αυτόν που ψάλλουμε και λέμε:
»“Θεέ Μεγαλοδύναμε, Θεέ που είσαι οικτίρμων, κάνε Θεέ μου γρήγορα, σπεύσε ως Ελεήμων
»”και δώσε μας βοήθεια· γιατί ότι θέλεις γίνεται, Εσύ μπορείς τα πάντα”.
ιδ’. »Εμείς προς τον Θεό μας –για των Εβραίων τον Θεό μιλάμε και το ξέρεις– μεγάλη αγάπη έχουμε.
»Ο θείος πόθος που έχουμε, απ’ τη φωτιά σου πιο πολλή θερμοκρασία βγάζει κι απ’ το καμίνι πιο πολύ καίει και ζεματάει.
»Μα τι τάχατε νόμισες; Μαζί με την πατρίδα, νόμιζες πως θα χάναμε εμείς και την ελπίδα;
»Τη χάρη δεν σ’ την κάνουμε, για να σε δούμε να γελάς τότε φχαριστημένος, λες κι είμαστε ανόητοι.
»Θεό όταν λέμε έχουμε, έτσι το εννοούμε· μαζί εμείς Τον έχουμε όπου και να βρεθούμε.
»Μπροστά μας είναι πάντοτε, Τον βλέπουμε τον Πλάστη.
»Όπου και αν βρισκόμαστε, εκεί και Τον λατρεύουμε, γιατί μαζί μας είναι.
»Δεν είν’ Αυτός σαν το είδωλο, όπου και να το στήσεις.
»Βρίσκεται Αυτός ψηλότερα απ’ όλην Του την κτίση, κι εκεί ψηλά ασταμάτητα, ασίγητα υμνείται:
»“Θεέ Μεγαλοδύναμε, Θεέ που είσαι οικτίρμων, κάνε Θεέ μου γρήγορα, σπεύσε ως Ελεήμων
»”και δώσε μας βοήθεια· γιατί ότι θέλεις γίνεται, Εσύ μπορείς τα πάντα”».