«Αν τη δεκαετία του ’60 γυριζόντουσαν π.χ. 100 ταινίες, δεν σήμαινε ότι και οι 100 ήταν καλές. Να ήταν οι 10, άντε οι 15. Κι εγώ έχω κάνει κακά έργα» είχε δηλώσει τη δεκαετία του ’90 σε συνέντευξή του ο Γιώργος Λαζαρίδης – ένας άνθρωπος που δημιουργούσε για πάνω από μισό αιώνα, είτε ως συγγραφέας είτε ως σκηνοθέτης είτε ως παραγωγός. Ένας άνθρωπος που αγάπησε τη δημιουργία, αρχικά από τον κινηματογράφο που –όπως καυχιόταν– γεννήθηκε μέσα σε αυτόν, που έβγαλε χρήματα αλλά και τα έχασε πάντα μέσα και εξαιτίας της δουλειάς του.
Που αγωνίστηκε για τα δικαιώματα του χώρου του χωρίς τη χυδαιότητα του επαγγελματία συνδικαλιστή.
Και που στη δύση του όχι μόνο δεν έμεινε παροπλισμένος, αλλά έγραψε μια σειρά βιβλία-ντοκουμέντα για το χώρο του εγχώριου θεάματος.
Για όλα φταίει η Κυβέλη
Κωνσταντινουπολίτης στην καταγωγή, που η οικογένεια του ήρθε στην Ελλάδα αφού έχασαν ό,τι είχαν. Ο πατέρας του ασχολούνταν με τον κινηματογράφο ως αιθουσάρχης και εισαγωγέας ταινιών – εξού και η ατάκα του Λαζαρίδη ότι γεννήθηκε μέσα στον κινηματογράφο.
Για την ιστορία, ο Έλληνας δημιουργός γεννήθηκε το 1927 στην Αθήνα και έφυγε σαν σήμερα, το 2012, σε ηλικία 85 ετών.
Πάμε πίσω στη δεκαετία του 1930. Ο πατέρας Λαζαρίδης μαζί με δύο άλλους έχουν εξασφαλίσει τα δικαιώματα των (κυρίως) γερμανικών ταινιών της εποχής. To κινηματογραφικό κοινό αγαπούσε τότε το ευρωπαϊκό έργο, μόνο που οι διανομείς αμερικανικών ταινιών είχαν καταλάβει τις καλές αίθουσες, κατά κύριο λόγο του κέντρου των Αθηνών.
Είναι η εποχή που ο Κώστας Θεοδωρίδης, o επιχειρηματίας και δεύτερος σύζυγος της Κυβέλης, έχει μείνει κυριολεκτικά και μεταφορικά μετέωρος. Εκείνη τον έχει εγκαταλείψει για τον Γεώργιο Παπανδρέου, και το θέατρο που της είχε φτιάξει μένει χωρίς παράσταση. Τότε ο πατέρας Λαζαρίδης τον πείθει να κάνουν το θέατρο, κινηματογράφο. Ο Θεοδωρίδης δέχεται με τον όρο να προβάλλονται και ιταλικές ταινίες, και ειδικά ταινίες που βασίζονταν στα θεατρικά που σκόπευε εκείνη να ανεβάσει. Κι έτσι ξεκινάει το οδοιπορικό της οικογένειας Λαζαρίδη στον κινηματογράφο.
Όταν κηρύχθηκε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, ο ήρωάς μας ήταν 13 ετών και τα χρόνια της Κατοχής που ακολούθησαν υπήρξαν ιδιαίτερα δύσκολα για την οικογένειά του. Παρά ταύτα, το θέατρο και ο κινηματογράφος είχαν προλάβει να τον κεντρίσουν. Έτσι, μετά την Απελευθέρωση άρχισε να ασχολείται έντονα με τη δημοσιογραφία.
Το 1948 δημοσιεύει σε εφημερίδες της Αθήνας τα πρώτα του χρονογραφήματα, δοκίμια, καθώς και θεατρικές κριτικές. Τη δραστηριότητά του αυτήν πολύ σύντομα την επεκτείνει και στον κινηματογραφικό χώρο, συνεργαζόμενος με εφημερίδες της Θεσσαλονίκης καθώς και της Νέας Υόρκης. Για πολλά χρόνια υπήρξε μόνιμος συντάκτης του περιοδικού Κινηματογραφικός Αστέρας, που ήταν και το μοναδικό περιοδικό του χώρου που κυκλοφορούσε στην Αθήνα.
Παράλληλα, την ίδια χρονιά ξεκινά τη συνεργασία του ως βοηθός σκηνοθέτη με τους Νίκο Τσιφόρο και Αλέκο Σακελλάριο. Λίγο αργότερα αρχίζει να γράφει σενάρια, ενώ δεν αργεί να δημιουργήσει και δική του εταιρεία.
Η Οργή που τα αλλάζει όλα
Το 1953 κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με την ταινία Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται. Αρχικά διασκεύασε για το σινεμά το έργο του Σπύρου Μελά, και τη σκηνοθεσία είχε αναλάβει ο Νίκος Τσιφόρος. Όμως ο τελευταίος αποχώρησε, και την ταινία ολοκλήρωσε ο Γιώργος Λαζαρίδης. Στο φιλμ αυτό ωστόσο σημειώθηκαν κι άλλες πρωτιές, καθώς έκαναν το ντεμπούτο τους η Γκέλυς Μαυροπούλου, ο Γιώργος Καμπανέλης, ακόμα και ο Κώστας Βουτσάς σε ένα σύντομο πρώτο πέρασμα.
Όπως είχε διηγηθεί ο ίδιος ο Λαζαρίδης, «Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1950 ήμουν έξω από την παραγωγή, την γυρόφερνα χωρίς να μπαίνω. Ζούσα τον κινηματογράφο, τον χαιρόμουν, τον αγαπούσα, προσπαθούσα να δημιουργήσω έναν δικό μου τρόπο στην κινηματογραφική διαφήμιση, όχι στη διαφήμιση “διά του κινηματογράφου”, αλλά στη διαφήμιση αυτού του ίδιου του κινηματογράφου.
»Ως υπεύθυνος του γραφείου Τύπου και των δημόσιων σχέσεων στη Σκούρας Φιλμ, ως υπεύθυνος σε κινηματογράφους εκείνης της εποχής και διατηρώντας για ένα μικρό διάστημα και δικό μου γραφείο εισαγωγής ταινιών.
»Κάτι όμως με κρατούσε μακριά από την περιπέτεια της ελληνικής ταινίας, αν και εκείνη την εποχή συνεργαζόμουν με τους περισσότερους παραγωγούς κάνοντας τη διαφημιστική καμπάνια των ταινιών τους, εφαρμόζοντας μάλιστα για πρώτη φορά στην Ελλάδα και τα τρέιλερ, δηλαδή τις διαφημιστικές σκηνές φτιαγμένες με τη συνταγή των ξένων ταινιών. Είχα κάνει τότε, δηλαδή από το 1957 ως το 1960, τα τρέιλερ σχεδόν όλων των ελληνικών ταινιών, ακόμα και πολλών ξένων» είχε αναφέρει ο πρωτοπόρος δημιουργός.
Το 1959 δημιουργείται η κινηματογραφική εταιρεία «Αφοί Ρουσσόπουλοι – Γ. Λαζαρίδης – Δ. Σαρρής – Κ. Ψαρράς». Μια ξεχωριστή εταιρεία, που επέβαλε τα δικά της ονόματα τόσο σε ηθοποιούς όσο και σε δημιουργούς.
Όπως διηγείται, την περίοδο που είχε αρχίσει να ανθεί ο ελληνικός κινηματογράφος, οι αιθουσάρχες –κυρίως των συνοικιών και της επαρχίας–, έβαζαν τους όρους τους για τις ταινίες που θα έπαιζαν. Έπρεπε να είναι κυρίως κωμωδίες, να μην ξεπερνούν το δίωρο, να παίζουν γνωστοί ηθοποιοί και να είναι κατάλληλες για ανήλικους, για να πηγαίνει σύσσωμη η ελληνική οικογένεια σινεμά.
Ο Λαζαρίδης ως παραγωγός τόλμησε το 1962 με την Οργή να ανατρέψει τους παραπάνω κανόνες. Μπορεί σήμερα να χτυπάμε προσοχές σε ονόματα όπως ο Νίκος Κούρκουλος, η Άννα Φόνσου, ο Γιώργος Πάντζας ή η Βιβέτα Τσιούνη, όμως τότε ήταν απλώς γνωστοί. Το φιλμ βγαίνει ακατάλληλο και με πάνω από δύο ώρες διάρκεια. Ο Λαζαρίδης όμως πιστεύει πολύ στην ταινία, και βάζει σε ενέργεια τα τερτίπια του μάρκετινγκ που έκανε τόσα χρόνια στα γραφεία Τύπου.
Με προσωπικό ρίσκο πείθει μεγαλοαιθουσάρχες που δεν έπαιζαν ελληνικές ταινίες, να προβάλουν την Οργή για μια εβδομάδα, ενώ υπογράφει ο ίδιος για συγκεκριμένο αριθμό εισιτηρίων. Σε περίπτωση που δεν κόβονταν, θα πλήρωνε ο ίδιος ως παραγωγός τη διαφορά. Ευτυχώς για εκείνον και τους συντελεστές, το φιλμ έγινε τεράστια επιτυχία.
Ο τρελός του λούνα-παρκ: Το outsider που έγινε γκραν σουξέ
Έτος 1969. Μπορεί ο Θανάσης Βέγγος να ήταν νούμερο 1 στις εισπράξεις, όμως ως επιχειρηματίας είχε αποτύχει οικτρά. Από την άλλη δεν τα πήγαινε και πολύ καλά με το θέατρο, καθώς πίστευε ότι τα στενά όρια της σκηνής τον περιόριζαν. Το καλοκαίρι του 1969 εμφανίστηκε ο θεατρικός επιχειρηματίας Βαγγέλης Λιβαδάς με την Σμαρούλα Γιούλη και ζήτησαν από τον Γιώργο Λαζαρίδη ένα θεατρικό έργο που θα ανεβαζόταν τον επόμενο χειμώνα στο «Αμιράλ», ύστερα από μια σειρά αποτυχημένων παραγωγών και επικείμενης χρεοκοπίας του.
Ο Γιώργος Λαζαρίδης αφηγείται: «Τότε ήταν που σκέφτηκα τον Θανάση, χωρίς να είμαι καθόλου βέβαιος αν θα δεχόταν τη θεατρική του “αποστασία” από την κινηματογραφική παράταξη. Τον πρότεινα στον Λιβαδά και η αντίδρασή του ήταν αστραπιαία: “ναι, τον θέλω τον Βέγγο”. […] Το ίδιο βράδυ στο σπίτι μου έγιναν τα συμβόλαια, ανταλλάχτηκαν όρκοι “πίστης, αφοσίωσης και αγάπης”, και με την ξεκαθαρισμένη δήλωση στον Βαγγέλη Λιβαδά: “Βαγγέλη, υπογράφω μόνο και μόνο επειδή είναι στη μέση ο Γιώργος!”. […]
»Όλα καλά, αλλά το έργο δεν υπήρχε. Ξεκινούσαμε για τον πόλεμο, χωρίς σφαίρες και χωρίς όπλα. Ξυπόλητοι στ’ αγκάθια. Και βρισκόμαστε στον Ιούλιο. Και θα έπρεπε λίγο αργότερα να αρχίσουν οι προετοιμασίες, και κάποια στιγμή και οι πρόβες. Και το πιο σπουδαίο απ’ όλα: δεν θα έπρεπε σε καμιά περίπτωση να αντιμετωπίσουμε την αποτυχία, για έναν Βέγγο οικονομικά εξοντωμένο και στα σύνορα της παραφροσύνης. Και με πόσες δυσκολίες! Σε μια σκηνή τόση δα, όπως του “Αμιράλ”, που στην περίπτωση ενός συνηθισμένου έργου, με το σκηνικό ενός γραφείου ή ενός σαλονιού (όπως τα περισσότερα εκείνης της εποχής) ο Θανάσης θα τιναζόταν στον αέρα από σκηνική ασφυξία. […]
»Εκείνο το βράδυ, των κρίσιμων αποφάσεων, κατέβαινα τη Λεωφόρο Συγγρού για μια ανάσα στο καλοκαιριάτικο καμίνι, όταν για μια στιγμή περνώντας από το παλιό Λούνα Παρκ, το Ροντέο (για όσους το θυμούνται), μια ιδέα μού πέρασε από το μυαλό. Ένα Λούνα Παρκ… γιατί όχι; Ένας άλλος χώρος, που με μια έξυπνη σκηνογραφική φαντασία θα μπορούσε να εξουδετερώσει τη σκηνική ασφυξία τού “Αμιράλ”, δίνοντας συγχρόνως και στον Θανάση τη δυνατότητα να κινηθεί πιο άνετα, πιο “βεγγέικα”».
Κι έτσι γεννήθηκε ο Τρελός του λούνα-παρκ, που στην ουσία το έσωσε ο… Δημήτρης Χορν. Ο σπουδαίος Έλληνας ηθοποιός, εκείνη την εποχή απείχε από το θέατρο και τις συνεντεύξεις. Πηγαίνει να δει την παράσταση, την 4η-5η μέρα που παιζόταν μπροστά σε μονοψήφιο αριθμό θεατών. Ενθουσιάζεται, πάνε με μια παρέα για φαγητό στο Χίλτον, και ανάμεσα στην παρέα ήταν ο δημοσιογράφος Δημήτρης Λυμπερόπουλος. Προσπαθεί να πείσει τον Χορν να του δώσει συνέντευξη.
Ο Χορν πείθεται, και μεταξύ άλλων γράφει σε ένα χαρτί 10 γραμμές-ύμνους για την παράσταση.
Όταν δημοσιεύτηκε η συνέντευξη, έσπασαν τα ταμεία. Για ένα έργο που ανέβηκε από τότε επτά φορές, ξεπέρασε τις 3.000 παραστάσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό και έγινε η μεγαλύτερη θεατρική επιτυχία του Βέγγου.
Ο δικός τους άνθρωπος
Πέρα από πολυγραφότατος, ο Γιώργος Λαζαρίδης υπήρξε και άνθρωπος που ενδιαφερόταν για το χώρο του. Εκτός από πρόεδρος της Εταιρείας Θεατρικών Συγγραφέων, υπερασπίστηκε το θέμα των πνευματικών δικαιωμάτων, όταν με την άνθηση των ιδιωτικών καναλιών παίζανε κατά κόρον ελληνικές ταινίες. «Βγάζουνε εκείνοι εκατομμύρια κι εμείς δεν παίρνουμε τίποτα» είχε δηλώσει.
Αποτέλεσμα δικού του αγώνα ήταν η διαφύλαξη του χώρου του θεάτρου «Μετροπόλιταν», στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, το οποίο γλίτωσε από την ανοικοδόμηση με Προεδρικό Διάταγμα ότι πρόκειται για χώρο με διατηρητέα θεατρική χρήση.
Τις τελευταίες δεκαετίες έγραψε μια σειρά από βιβλία για το ελληνικό θέαμα. Από την ιστορία και τα παρασκήνια της ελληνικής επιθεώρησης –είδος που υπηρέτησε με μεγάλη επιτυχία– μέχρι τη βιογραφία των αδελφών Καλουτά. Βιβλία-ντοκουμέντα για τις επόμενες γενιές, από έναν άνθρωπο που αφιέρωσε όλη του την ζωή στη δημιουργία.
«Αν με ρωτούσαν –κάτι που συνηθίζεται– τι θα ‘κανα αν ξαναγεννιόμουν, το πρώτο που θα ρωτούσα θα ήταν: “Τι παίζουν σήμερα οι κινηματογράφοι”;» ανέφερε ο αγαπημένος καλλιτέχνης στο βιβλίο του Φλας μπακ – Μια ζωή σινεμά, και προσθέτει: «Έχω υποστεί πολλές ζημιές στη ζωή μου, σε επίπεδο οικονομικής καταστροφής. Όλες από τον κινηματογράφο και το θέατρο. Όμως και τα δύο μου έχουν δώσει πολλά κέρδη και θα ήμουν άδικος αν έλεγα το αντίθετο, ενώ βοήθησα πολλούς να ξεπεράσουν τη μετριότητα και να γίνουν “κάποιοι”, για να μην πω και “πολύ κάποιοι”…
»Άλλο όμως αυτό. Εδώ μιλάμε για ζημιές, και μία από τις μεγαλύτερες (εγώ έτσι την λογαριάζω) ήταν όταν όλα αυτά τα “παιδικά παιχνίδια”, δηλαδή οι παλιές φωτογραφίες, οι αφίσες, τα ντοκουμέντα, τα προσπέκτους ταινιών, τα ξένα κινηματογραφικά περιοδικά εκείνης της εποχής και ένα ολόκληρο πακέτο από προγράμματα κινηματογράφων, φυλαγμένα όλα με φροντίδα και προσοχή σε μια κασέλα, χάθηκαν σε μια μετακόμιση. Ίσως κάποιος να τα θεώρησε κουρελόχαρτα και να τα πέταξε στο κάρο των σκουπιδιών. Τα κλαίω ακόμα… Πώς να το κάνουμε; Άλλοι μαζεύουν γραμματόσημα. Εγώ μάζευα κινηματογραφόσημα», είχε γράψει.
Σπύρος Δευτεραίος