Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «του ταπεινού Ρωμανού ο ψαλμός ούτος».
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
Προοίμιο Ι
Το είδωλο που φτιάχτηκε από τα χέρια ανθρώπων εσείς δεν προσκυνήσατε,
αλλά θωρακιστήκατε κι είχατε προστασία με μια στολή απερίγραπτη, πυρίμαχη και Θεία.
Και έτσι τρισμακάριοι, μέσα στο λάκκο της φωτιάς γνωρίσατε τη δόξα.
Στη δίνη μιας τέτοιας φωτιάς τίποτα δεν αντέχει· κι όμως εσείς σταθήκατε, και στον Θεό στραφήκατε θερμοπαρακαλώντας:
«Θεέ Μεγαλοδύναμε, Θεέ που είσαι οικτίρμων, κάνε Θεέ μου γρήγορα, σπεύσε ως Ελεήμων
»και δώσε μας βοήθεια· γιατί ό,τι θέλεις γίνεται, Εσύ μπορείς τα πάντα».
Προοίμιο ΙΙ
Κι οι τρεις μ’ ομοψυχία, άξια υπηρετήσατε εσείς Τριάδα Αγία.
Και το θυμό του Βασιλιά μα και το πρόσταγμά του –το ολωσδιόλου απάνθρωπο–
εσείς τα εξευτελίσατε παιδιά μας αγιασμένα· παράδειγμα προς μίμηση αφήσατε σπουδαίο.
Πρότυπο απ’ τα πιο παλιά, να ’ν’ όλοι ετοιμασμένοι· να ξέρουν όλοι από πριν την Πίστη την αληθινή, Πιστεύω τι σημαίνει· διαχρονική η προσευχή για πάντα παραμένει:
«Θεέ Μεγαλοδύναμε, Θεέ που είσαι οικτίρμων, κάνε Θεέ μου γρήγορα, σπεύσε ως Ελεήμων
»και δώσε μας βοήθεια· γιατί ό,τι θέλεις γίνεται, Εσύ μπορείς τα πάντα».
Οίκοι
α’. Θεέ Μεγαλοδύναμε, Θεέ που είσαι οικτίρμων, κάνε Θεέ μου γρήγορα, σπεύσε ως Ελεήμων
και δώσε μας βοήθεια· γιατί ό,τι θέλεις γίνεται, Εσύ μπορείς τα πάντα.
Άπλωσε τώρα Κύριε το θεϊκό Σου χέρι, αυτό που νιώσανε παλιά κει στα δικά τους μέρη
κι οι Αιγύπτιοι που επιτίθενταν κι οι Εβραίοι που αμύνονταν μπλεγμένοι σε πολέμους.
Μη μας εγκαταλείπεις και έρθουν να μας καταπιούν
ο θάνατος ο σκοτεινός που για ζωές διψάει, κι ο Σατανάς ο φθονερός – πολύ είν’ που μας μισάει.
Έλα κοντά μας Κύριε, λυπήσου τις ψυχές μας,
όπως λυπήθηκες παλιά τα τρία εκείνα τα παιδιά
τότε στη Βαβυλώνα που Σε δοξολογούσανε –σταματημό δεν είχαν–
και που για Σένα ρίχτηκαν μες σε φωτιάς καμίνι, και από μέσα κραύγαζαν σε Σένα και Σου λέγαν:
«Θεέ Μεγαλοδύναμε, Θεέ που είσαι οικτίρμων, κάνε Θεέ μου γρήγορα, σπεύσε ως Ελεήμων
»και δώσε μας βοήθεια· γιατί ό,τι θέλεις γίνεται, Εσύ μπορείς τα πάντα».
β’. Όταν στη Βαβυλώνα γίνηκε αυτό με το είδωλο
και με το ζόρι πήγαιναν όλοι να προσκυνήσουν το πράγμα κείνο τ’ άψυχο, ως να ’ταν ζωηφόρο,
τότε βρεθήκανε τρεις νιοι –όπως το γράφει η Γραφή διδακτικά κι ωραία–
που με τη Θεία φώτιση φωτίστηκε ο νους τους, και δεν λοξοδρομήσανε από τον ίσιο δρόμο.
Γιατί το δρόμο των πολλών που ’χαν παραφρονήσει, τον είδανε πως οδηγεί στην πλάνη κατευθείαν,
αφού είχαν καθαρό μυαλό, νου σε ισορροπία· κι έτσι, δεν ακολούθησαν να παν κι αυτοί μαζί τους.
Αλλά απ’ το δρόμο τον σωστό, το δρόμο της αλήθειας που αυτοί πάντα βαδίζανε,
βλέπαν την απατεωνιά που έστησαν οι Πέρσες και την περιγελούσανε.
Αλλά αν λέω γελούσανε, είναι τρόπος του λέγειν. Στ’ αλήθεια οι Άγιοι έκλαιγαν, έκλαιγαν και θρηνούσαν.
Ο δίκαιος δεν χαίρεται με τον χαμό των άλλων, αλλά προσεύχεται γι’ αυτούς και βαριαναστενάζει:
«Θεέ Μεγαλοδύναμε, Θεέ που είσαι οικτίρμων, κάνε Θεέ μου γρήγορα, σπεύσε ως Ελεήμων
»και δώσε μας βοήθεια· γιατί ό,τι θέλεις γίνεται, Εσύ μπορείς τα πάντα».
γ’. Κι έτσι, λοιπόν, υμνούσανε και για όλους ικετεύαν, εκ μέρους όλων εύχονταν·
κι ανέβαινε η προσευχή στον όλων τον Δεσπότη, ως μύρο με τρία αρώματα και με τριπλή ευωδία:
«Στα πάντα είσ’ Ευεργέτης μας και Άμωμος καθ’ όλα,
»θερμά Σε ικετεύουμε μη Σε παρακινήσει να αφήσεις πόνος να τους βρει για να συνετιστούνε η μυρωδιά του οχετού της ειδωλολατρίας που Σου έρχεται εκεί ψηλά.
»Είν’ οι θυσίες στους δαίμονες, τα παραπτώματά τους
»που γέμισαν όλη τη γη κι από ψηλά τα βλέπεις· και αναδύεται βρομιά και μπόχα πανταχόθεν.
»Κι οι ίδιοι το γνωρίζουμε: μοιάζουμε με θυμίαμα στη μέση ενός βόθρου.
»Νά, μύρισε αν θες μονάχα αυτό απ’
»τους δούλους τους δικούς Σου, μα και του γνήσιου του φίλου Σου, Σωτήρα, να μυρίσεις
»το εύοσμο θυμίαμα· τον Δανιήλ εννοούμε, που τόσο Συ τον αγαπάς! Εδώ είναι κοντά μας, και Σου κραυγάζει και αυτός με μια φωνή μαζί μας:
“Θεέ Μεγαλοδύναμε, Θεέ που είσαι οικτίρμων, κάνε Θεέ μου γρήγορα, σπεύσε ως Ελεήμων
»”και δώσε μας βοήθεια· γιατί ό,τι θέλεις γίνεται, Εσύ μπορείς τα πάντα”».
δ’. Τέτοια είναι που φώναζε η παρέα του Ανανία,
καθώς όλοι τους βλέπανε αυτήν την ανομία που διέπραξε ο άνομος.
Αλλά ας δούμε μια στιγμή: ποια ήταν η ανομία; Και ποιος ο που την διέπραξε;
Ας καταφύγουμε λοιπόν στη Βίβλο για να δούμε· κι από ό,τι εκεί διαβάσουμε, είθε να διδαχθούμε.
Ο Ναβουχοδονόσορας είδωλο, λέει, από χρυσό
που το ’χε καμωμένο, από καιρό σχεδίαζε μπρος στο λαό να στήσει· ήρθ’ ο καιρός και το ’κανε.
Το είδωλο, βέβαια, στήθηκε, μα εκείνος που το έστησε έπεσε από το θρόνο·
τέτοιο κακό αφού σήκωσε, έπεσε τσακισμένος.
Αλλά να πέσει μόνος του φαίνεται δεν τ’ αρκούσε… παρέσυρε
και το λαό, πέφτει κι αυτός μαζί του· πονέσανε για το λαό, για τον απλό κοσμάκη και ψέλναν οι Τρεις Άγιοι, με μια φωνή κραυγάζαν:
«Θεέ Μεγαλοδύναμε, Θεέ που είσαι οικτίρμων, κάνε Θεέ μου γρήγορα, σπεύσε ως Ελεήμων
»και δώσε μας βοήθεια· γιατί ό,τι θέλεις γίνεται, Εσύ μπορείς τα πάντα».