Μπορεί οι καταστρεπτικές πυρκαγιές να είναι το θέμα που κυριαρχεί στην επικαιρότητα και αποκαλύπτει τις τεράστιες αδυναμίες του ελληνικού κράτους, ωστόσο, το σημαντικό ζήτημα της ελληνικής πολιτικής είναι η απόφαση του κ. Μητσοτάκη για προσέγγιση με την Τουρκία. Κυρίως, η δήλωσή του ότι η κυριαρχία είναι σχετική έννοια και η διάθεσή του για υποχωρήσεις.
Παραδοσιακά η κοινή γνώμη στέκεται αρνητικά σε τέτοιου είδους υποχωρήσεις (κυριαρχίας) αλλά η ικανότητα της κυβέρνησης να την χειραγωγεί μέσω ενός καλά οργανωμένου δικτύου προπαγανδιστών, καθιστά το πρόβλημα επικίνδυνο.
Το ερώτημα είναι εάν ακόμη και ο κ. Μητσοτάκης θα μπορούσε να δεχθεί τα τουρκικά αιτήματα τα οποία αφορούν, πιο συγκεκριμένα, στην κατοχή νησιών.
Η θέση του κ. Μητσοτάκη –δεν αναφέρομαι σε κυβερνητικές θέσεις διότι η άποψη του πρωθυπουργού κυριαρχεί απόλυτα και δεν επιδέχεται καμιάς κριτικής–, είναι ότι θα επιδιώξει να πάει στη Χάγη, μόνο, το θέμα της οριοθέτησης ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδας με την Τουρκία. «Θαλασσίων ζωνών», το ονομάζει. Αυτό θα κάνει. Αλλά, όπως με σαφήνεια προσδιόρισε ο βουλευτής της ΝΔ και αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Δικαίου Άγγελος Συρίγος, για να προσδιορισθεί η ΑΟΖ/ Υφαλοκρηπίδα η Τουρκία θα θέσει θέμα νησιών. Θα υποστηρίξει πως δεν μπορεί να υπάρξει οριοθέτηση χωρίς προηγουμένως να καθορισθεί ποια νησιά ανήκουν σε ποιον. Δηλαδή με απλά λόγια η Τουρκία θα θέσει θέμα κυριαρχίας ελληνικών νησιών. Κάτι που κάνει από τη μεταπολίτευση και εδώ. Είναι δυνατόν να δεχθεί μια τέτοια υποχώρηση Έλληνας πρωθυπουργός;
Λογικά, όχι. Και δεδομένου ότι η Τουρκία, επ’ ουδενί, θα εγκαταλείψει την αμφισβήτηση ελληνικών νησιών, η διαδικασία της Χάγης δεν θα έχει θετική εξέλιξη. Άρα προς τι η όλη προσπάθεια; Εδώ βρίσκεται το ερώτημα.
Πιθανώς, πιεζόμενος ο κ. Μητσοτάκης ή στην αγωνία του να αποφύγει νέες εντάσεις με τη γειτονική χώρα ξεκινά μια διαδικασία η οποία εμπεριέχει μεγάλο ρίσκο.
Δυστυχώς, η θέση της Ουάσιγκτον, όπως έχει καταγραφεί από τη δεκαετία του ’70 δεν είναι ευνοϊκή για τα ελληνικά συμφέροντα. Κλίνει περισσότερο σε μια στάση ευμενούς, προς την Τουρκία, ουδετερότητας. Και επειδή οι ΗΠΑ εκείνο για το οποίο ενδιαφέρονται είναι η ηρεμία στο ΝΑΤΟ και στην Ανατολική Μεσόγειο και επειδή η Τουρκία συμπεριφέρεται ως ίση προς ίση στην υπερδύναμη εκείνη που θα πιεσθεί είναι η Αθήνα. Όλο το αθηναϊκό σύστημα είναι σε ετοιμότητα για τη διαχείριση αυτής της προσέγγισης.
Ιστορικά, η Νέα Δημοκρατία είχε θέσεις που απέκλιναν της σημερινής ηγεσίας της. Οι θέσεις αυτές διαμορφώθηκαν από τον ιδρυτή του κόμματος Κωνσταντίνο Καραμανλή και καταγράφονται περιληπτικά σε ένα άρθρο του ιστορικού ερευνητή Δημήτρη Κόντη στις Ανιχνεύσεις.
Η πρώτη από αυτές τις κόκκινες γραμμές του Καραμανλή ήταν η άρνηση πολιτικού διαλόγου –επίμονη θέση της Τουρκίας διότι γνωρίζει πως το Διεθνές Δίκαιο δεν θα την δικαιώσει– και βεβαίως, η άρνηση συζήτησης θεμάτων κυριαρχίας.
Άρνηση πολιτικού διαλόγου με την Τουρκία δήλωσε και ο Ανδρέας Παπανδρέου κατά την δική του διακυβέρνηση. Βεβαίως, καμιά ελληνική κυβέρνηση δεν δέχθηκε μέχρι σήμερα να συζητήσει θέματα κυριαρχίας και κανείς πρωθυπουργός –πλην Κυριάκου Μητσοτάκη– δεν είχε τη θέση ότι η κυριαρχία είναι σχετική έννοια. Ο κ. Μητσοτάκης, μάλιστα, εξήγγειλε και πολιτικό διάλογο, κάτι, που επίσης αποκλίνει από τις πάγιες ελληνικές θέσεις.
Ο κ. Μητσοτάκης, ανεξαρτήτως αν θα έχει θετική ή όχι κατάληξη η προσφυγή στη Χάγη –προσωπική μου άποψη είναι ότι δεν θα έχει–, αναθεωρεί πάγιες θέσεις της Νέας Δημοκρατίας όπως καθορίσθηκαν από τον ιδρυτή της.
Θα αποδεχθούν αυτήν την ριζική αλλαγή τα μέλη και τα στελέχη της δεξιάς παράταξης στην Ελλάδα; Ή, θα πάρουν τη μεσοβέζικη θέση ότι ο κ. Μητσοτάκης δεν εκφράζει την παραδοσιακή δεξιά αλλά η παραδοσιακή δεξιά συμμετέχει στη νομή της εξουσίας που κατέχει ο κ Μητσοτάκης;
Βασικό ερώτημα που προκύπτει, επίσης, από τον χειρισμό της υπόθεσης είναι ο ερασιτεχνικός τρόπος διαχείρισης της υπόθεσης. Είναι τόσο άκομψη διπλωματικά η διαχείριση των προ-λεγομένων που απορεί κανείς για τη σκοπιμότητά τους. Εάν αντιπαρέλθουμε τη δήλωση Μητσοτάκη περί σχετικότητας της έννοιας της κυριαρχίας, προβάλλει το ερώτημα ποια σκοπιμότητα εξυπηρετεί η συνεχώς προβαλλόμενη άποψη ότι το Διεθνές Δικαστήριο δεν πρόκειται να επιδικάσει στο Καστελόριζο πλήρη δικαιώματα. Υπονομεύεται, δηλαδή στο δημόσιο λόγο μια κρίσιμη θέση της χώρας;
Καλοί γνώστες του Διεθνούς Δικαίου με διεθνή εμπειρία, όπως ο κ. Θεόδωρος Κατσούφρος, έχουν αρθρογραφήσει τελευταία, με στοιχεία, ότι η Ελλάδα δικαιούται να οριοθετήσει την ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδα της με την Κύπρο. Τα επιχειρήματα του κ. Κατσούφρου είναι απολύτως μαχητά αλλά ακόμη και αν το αποτέλεσμα δεν θα είναι το επιδιωκόμενο η Ελλάδα δεν πηγαίνει σε μια διαπραγμάτευση αυτουπονομευόμενη.
Αυτουπονόμευση, επίσης, ήταν η επίσημη δήλωση ότι δεν είναι ελληνική θέση ο χάρτης της Σεβίλλης, ο οποίος διαμορφώθηκε από το πανεπιστήμιο της ομώνυμης ισπανικής πόλης με βάση το Διεθνές Δίκαιο, το Δίκαιο της Θάλασσας και το εθιμικό δίκαιο και όριζε την ελληνική ΑΟΖ να εφάπτεται της κυπριακής.
Μπορεί οι φοβίες, τα ψυχολογικά σύνδρομα και οι φιλοδοξίες της πολιτικής ηγεσίας, φιλοδοξίες που εξαρτώνται από την υπερδύναμη, να είναι οι παράγοντες διαμόρφωσης εξωτερικής πολιτικής και συζήτησης ακόμη και ζητημάτων κυριαρχίας της χώρας;
Και κάτι τελευταίο: Όποιος με τη συμπεριφορά του δείχνει ότι είναι ευεπίφορος σε πιέσεις, τις υφίσταται. Η Ελλάδα αποτέλεσε δυτικό προπύργιο στον Ψυχρό Πόλεμο. Μετά την κατάρρευση του Τείχους η Αθήνα πιέστηκε από τις ΗΠΑ για μια λύση επιβλαβή για την Ελλάδα στο Σκοπιανό, πιέζεται για παραχωρήσεις προς την Τουρκία και σε ζητήματα που ενδιαφέρουν τον ελληνισμό, όπως η μειονότητα στην Αλβανία, η Ουάσιγκτον ποιεί την νήσσαν. Γιατί; Αναρωτήθηκε ο κ. Μητσοτάκης;