Μητέρα της Μαρίας, της Μητέρας του Ιησού, είναι η Αγία Άννα σύμφωνα με την ορθόδοξη παράδοση – το εξελληνισμένο όνομα προέρχεται από το εβραϊκό Χάνα που σημαίνει εύνοια, χάρη. Η κοίμησή της γιορτάζεται στις 25 Ιουλίου και η σύλληψη στις 9 Δεκεμβρίου.
Στο βιβλίο του Δημήτρη Ι. Αρχιγένη* για τη ζωή στη Σμύρνη, το οποίο περιλαμβάνεται στη βιβλιοθήκη της Εστίας Νέας Σμύρνης, υπάρχει ειδική αναφορά στη γιορτή «Τση ‘Αγιας Άννας», με βάση τη μαρτυρία της Ευαγγελίας Κυριακίδου που γεννήθηκε στην ενορία και κατέληξε πρόσφυγας στη Νίκαια του Πειραιά:
«Η σκόλη τση Άγιας Άννας είναι στσί 25 του Ιουλίου που εορτάζεται η Κοίμησή τση. Εκκλησιά τση Άγιας αυτηνής είχε στη Σμύρνη και στο Κορδεγιό. Τση Σμύρνης ήτανε ξακουστή με την ονομασία η “Άγια-ν-Άννα Κουρελού”, που θα το εξηγήσωμε πιο κάτω. Αυτή εβρισούν’ντανε όξ’ απ’ τη Σμύρνη, πιο πέρα απτό μαχαλά τ’ Άη Κωνσταντίνου, κι’ απτά δεξιά του ποταμού Μέλη».
Η εκκλησία τση Άγιας Άννας
«Σ’ ένανε ανήφορο κοντά στον ποταμό τον Μέλη ένας Σμυρνιός είχε αγοράσει ένα πρεβόλι (περβόλι). Εκεί μέσα, λοιπόν, σε ένα σκάλισμα του βουνού είχε βρεθεί μια εικόνα τση Άγιας Άννας και κο’ντά στο σκάλισμα ήτανε ένα πηγαδάκι (άγιασμα).
»Ο νοικοκύρης ηενέργησε να χτιστεί κοντά στην εύρεση τση εκόνας, ένα παρεκκλήσι, σα μπαρήγκα (1825). Με τα χρόνια πια η τρογύρω περιφέρεια ηγέμωζε σπίτια.
»Στο παρεκκλήσι δίπλα ηχτίστηκε Μικτό Σκογιό με πάντε τάξες, όπου δάσκαλος και ψάλτης τση εκκλησιάς ήτανε ο Αρναούτογλου Χρήστος απτά Σπάρτα τση Πισιδίας (Μικράς Ασίας). Αυτός, λοιπόν, ηενέργησε να γένει έρανος και στο 1904 ηχτίστηκε μια κομψή εκκλησιά. Ηβοηθήσανε και άλλες ενορίες και η Μητρόπολη. Και το Ορφανοτροφείο ηχάρισε ορισμένες εικόνες και την κα’μπάνα. Κ’ έτσι η μακρινή αυτή ενορία να μπορεί να εκκλησιάζεται καλά.
»Αυτά μας τα ηϊστόρησε ο Αρναούτογλου ο Διονύσης (γιος του Χρήστου του δάσκαλου και ψάλτη τση εκκλησιάς), στο 1964 που τότες ήτανε 55 χρονώ κ’ ηκαθού’ντανε στην παλιά Κοκκινιά. Ο πατέρας του απέθανε στο 1912, τότες που ο Διονύσης ήτανε τριω χρονώ και το τελευταίο απτά έντεκα παιδιά τση φαμεγιάς».
Τα τάματα
«Η εικόνα που ηβρέθηκε στο σκάλισμα του βουνού ηλέανε πως ήτανε πολύ θαυματουργή. Ορισμένοι αρρώστοι ητρέχανε να τηνε προσκυνήσουνε και να περικαλέσουνε την Άγια να τσοι κάνει καλά. Κι αφού επροσκυνήσανε, ηκατεβαίνανε τα δυό σκαλοπατάκια στο άγιασμα κ’ επλενούντοστε με το νερό του. Κ’ ύστερνά ηκόβανε κάτις αποπάνω τως, λίγια κάρτσα είτες, ένα κομμάτι απτά ρούχα τους και το ακου’μπούσανε απάνω στα βάτα που είχε ο αυλόγυρος.
»Να το αφήκουνε το κάτις αυτό το αποπάνω τως για ν’ αφήκουνε εκεί και την αρρώστεια τως.
»Μα στην εικόνα αυτή ηπααίνανε το πιότερο οι μανάδες που’χανε άρρωστα μωρά, που ηγρηνιάζανε πολύ, γιατίς ηλέανε πως η Άγια-ν-Άννα είναι γιατηγρήνα των παιδών. Ηπααίνανε, λοιπόν, κι αφού ηπροσκυνούσανε ηακουμπούσανε απάνω στα βάτα ένα ρουχαλάκι του μωρού και το αφήνανε εκεί για να αφήκουνε εκεί και τη γρήνα του μωρού τως.
»Απ’ τα πολλά, λοιπόν που ηαφήνανε απάνω στα βάτα με τον ήγιο (ήλιο), τη βροχή και τον αγέρα ηγενού’ντοστε κουρέγια (κουρέλια). Κ’ ήβλεπες τον αυλόγυρο γεμάτα βάτα με κουρέγια που ηανεμίζανε στον αγέρα. Γιαταυτό και την εκκλησιά αυτή τηνέονοματίσανε “Άγια-ν-Άννα Κουρελού”».
Η εικόνα
«Τότες που ήτανε ακόμας το παρεκλήσι η μεγάλη εικόνα τσ’ Άγιας Άννας ήτανε ασημοκαπλα’ντισμένη. Και μια μέρα μπαίνει ένας Τούρκος για να τήνε πάρει με το ζόρι. Ο ιδιοχτήτης, όμως, του παρεκλησιού που το’χε χτίσει ηπροσπάθησε να τόνε α’μποδίσει. Και τότες ο Τούρκος με τη μαχαίρα του του κόβει και τα δυό του χέρια. Και την άλλη μέρα φέρνει κι’ άλλοι φίλοι του Τούρκου και τόνε αποκάνουνε (τον ιδιοχτήτη), τόνε ξαπλώνουνε ο’ μπρός στην εκκλησιά και τονέ σκεπάζουνε με τσι ψάθες του.
»Την εικόνα τση Αγίας τήνε ξαναφτιάξανε, μα δεν ηαφήκανε κανένανε να τάξει να την ασημώσει για να μη ξανάρχει κανένας Τούρκος και τήνε πάρει.
»Ο φόβος ήτανε δικαιοολογημένος, γιατίς η εκκλησιά και τα τρογύρω του ήτανε μοναξεμένα».