Σε μια δήλωσή του στο τηλεοπτικό δελτίο του ΣΚΑΪ μετά την επιστροφή του από το Βίλνιους ο κ. Μητσοτάκης, αφού θεώρησε σχετική την έννοια της κυριαρχίας, είπε ότι «οποιαδήποτε συμφωνία αυτού [με την Τουρκία] μπορεί, ενδεχομένως, να συνεπάγεται και κάποιες υποχωρήσεις από κάποιες θέσεις οι οποίες μπορεί να αποτελούν την αφετηρία μιας διαπραγμάτευσης».
Το τι ήθελε να πει ο πρωθυπουργός έγινε αντικείμενο αναλύσεων τις προηγούμενες ημέρες. Ο ίδιος απέφυγε να δώσει εξηγήσεις, αλλά το ρόλο τον ανέλαβαν οι ερμηνευτές των λόγων του – ένα επαγγελματικό είδος που στην Ελλάδα ευδοκιμεί εδώ και χρόνια.
Η συνέντευξη του πρωθυπουργού είχε πολλά επίμαχα σημεία. Αλλά, πρωτίστως και από τακτικής απόψεως, δεν δηλώνεις δημοσίως ότι προτίθεσαι να υποχωρήσεις από τις αρχικές σου θέσεις ενόψει μιας διαπραγμάτευσης. Φαντάζομαι πως ούτε σε διπλωματικό νηπιαγωγείο δεν γίνονται τέτοια λάθη.
Αν και η ιστορία παραπέμπει στην παλιά τακτική της σκέψης του Μάο και των πολλών ανά τον κόσμο ερμηνευτών της, η κατάληξη των περισσότερων ειδικών στη σκέψη Μητσοτάκη ήταν πως το θέμα αφορά τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και την οριοθέτηση της ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδας. Μόνο που για να γίνει οριοθέτηση πρέπει να καθοριστούν τα χωρικά ύδατα, τα οποία αποτελούν κυρίαρχο –και όχι απλώς κυριαρχικό– δικαίωμα ως επέκταση του εδάφους. Ανήκουν δηλαδή στις περιοχές όπου η χώρα ασκεί κυριαρχία.
Η αφετηρία των προβλημάτων με την Τουρκία έχει ιστορικό βάθος. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος από την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων προσπαθούσε να εντάξει στον εθνικό κορμό τα νησιά του Βορείου Αιγαίου και συναντούσε αντιδράσεις από τις Δυνάμεις. Αφού τον πίεσαν να αποσύρει τον Ελληνικό Στρατό από τη Β. Ήπειρο το καλοκαίρι του 1914, του ενεχυρίασαν μια «διαιτητική» απόφαση με την οποία του παραχωρούσαν τα νησιά, αλλά δεν την αποδέχθηκε η Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Στο ενδιαφέρον βιβλίο του Τα νησιά του Βορείου Αιγαίου ο ιστορικός ερευνητής Δημήτρης Κόντης γράφει ότι ο Βενιζέλος ήταν διατεθειμένος να οδηγήσει την Ελλάδα σε νέο πόλεμο με τους Οθωμανούς αλλά τον απέτρεψαν οι Άγγλοι, κυρίαρχοι τότε της εποχής. Επεδίωκαν ηρεμία στο Αιγαίο και κρατούσαν ισορροπίες μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας για να μην οδηγηθεί η Τουρκία σε συνεργασία με την Γερμανία. Η Αγγλική στάση άλλαξε όταν η Τουρκία συμπαρατάχθηκε με τη Γερμανία παραμονές του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου. Και αυτό απέτρεψε τα χειρότερα.
Υπάρχει ένα ακόμη ιστορικό στοιχείο το οποίο επισημαίνει ο Δ. Κόντης σε ένα ενδιαφέρον άρθρο του στο ιστολόγιο «Ανιχνεύσεις».
Σε μια συνομιλία που είχε το 1976 ο υπουργός εξωτερικών της Ελλάδας Δημήτριος Μπίτσιος με τον ομόλογό του Χένρι Κίσιγκερ, ο Αμερικανός αξιωματούχος πήρε την θέση που έχουν σήμερα οι Τούρκοι στο θέμα των νησιών και της υφαλοκρηπίδας. Είπε στον Μπίτσιο πως κανείς δεν αμφισβητεί τα δικαιώματα της Ελλάδας ως τη μέση γραμμή από τις ηπειρωτικές ακτές. Δεν αναγνώριζε δηλαδή δικαιώματα στα νησιά.
Το Δίκαιο της Θάλασσας, όμως, του 1982 αναγνωρίζει ρητά ότι τα νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα. Γι’ αυτό η Τουρκία επιμένει ότι οι σχετικές διαβουλεύσεις δεν πρέπει να γίνουν στη βάση της νομικής διαφοράς αλλά στη βάση ενός πολιτικού διαλόγου – για να υπερβεί τη ρητή αναφορά. Ικανοποιώντας αυτήν την απαίτηση της Άγκυρας ο κ. Μητσοτάκης αποδέχθηκε τον πολιτικό διάλογο. Η σχετική αναφορά του είναι ρητή.
Άρα, οδεύουμε σε έναν πολιτικό διάλογο που δεν θα είναι διάλογος επί της ουσίας.
Επί της ουσίας γίνονται διάλογοι με τη μορφή διερευνητικών επαφών από το 2002 και αισίως έχουμε φτάσει στον 65ο γύρο. Στο διάστημα αυτό συνομίλησαν με την τουρκική πλευρά και τα τρία μεγάλα σήμερα κόμματα. Οι διερευνητικές άρχισαν επί Σημίτη, συνεχίστηκαν επί Νέας Δημοκρατίας και επί ΣΥΡΙΖΑ και σήμερα πάλι επί ΝΔ. Σε ό,τι έχει συμφωνηθεί στο πλαίσιο των διερευνητικών συμμετείχαν και τα τρία κόμματα εξουσίας. Γι’ αυτό είναι δύσκολο σήμερα να αρνηθούν τα συμφωνηθέντα. Θα συνεργαστούν με τον κ. Μητσοτάκη, όπως υπονόησε ο πρωθυπουργός;
Τι συμφωνήθηκε;
Τα ελληνικά χωρικά ύδατα αναλόγως της περιοχής να παραμείνουν αλλού 6 ν.μ., αλλού να επεκταθούν στα 8 ν.μ., αλλού στα 10 ν.μ. και νοτίως της Κρήτης στα 12 ν.μ. Αναλόγως να ρυθμιστεί και ο εναέριος χώρος, η διαφορά σήμερα του οποίου από τα χωρικά ύδατα (χωρικά ύδατα 6 ν.μ., εναέριος χώρος 10 ν.μ.) χαρακτηρίζεται ως «ελληνικό παράδοξο».
Αφού, λοιπόν, ρυθμιστούν τα χωρικά ύδατα και καθοριστούν οι γραμμές βάσης –όπως αποκαλούνται οι γραμμές από τις οποίες θα αρχίσουν να μετρούν την ΑΟΖ–, τα υπόλοιπα (όπως το τι δικαιούται το Καστελόριζο) θα παραπεμφθούν στη Χάγη. Σε ένα συνυποσχετικό θα διατυπωθούν οι θέσεις των δύο χωρών.
Η αναπαραγωγή της κυβερνητικής αντίληψης υποστηρίζει πως η Ελλάδα θα διατυπώσει στο συνυποσχετικό το μέγιστο των όσων δικαιούται, αλλά υπογραμμίζεται πως το Δικαστήριο δεν θα την δικαιώσει.
Έτσι, ενώ ετοιμάζονται για προσφυγή στη Χάγη, ο πρωθυπουργός προαναγγέλλει υποχωρήσεις και οι συνομιλητές της κυβέρνησης προδικάζουν ότι θα χάσουμε. Πολύ ωραία διαπραγματευτική τακτική.
Η επιφύλαξη των αναλυτών εστιάζεται επίσης στο ότι η Τουρκία θα θέσει και άλλα θέματα που άπτονται της ελληνικής κυριαρχίας· και εδώ οι κυβερνητικοί σχολιαστές επισημάνουν τις επιφυλάξεις που έχει εγείρει η Ελλάδα να μην αναγνωρίζει στο Διεθνές Δικαστήριο αρμοδιότητα να εξετάσει ζητήματα ελληνικής κυριαρχίας σε μονομερείς προσφυγές.
Αυτή η ελληνική επιφύλαξη μπορεί να αρθεί αν συνυπογράψει με την Τουρκία συνυποσχετικό που περιλαμβάνει τέτοια ζητήματα. Και ο καθορισμός χωρικών υδάτων είναι ζήτημα κυριαρχίας.
Το 1914 έσωσε την Ελλάδα από τις πιέσεις της Βρετανίας η συμπαράταξη της Τουρκίας με τη Γερμανία και το αποτέλεσμα του Α’ Παγκοσμίου. Σήμερα, ο Ερντογάν αντιλαμβανόμενος ότι τα φιλορωσικά του ανοίγματα δεν έχουν να του προσφέρουν τίποτε –και έχοντας ανάγκη και οικονομικής υποστήριξης, δεδομένης και της βαθιάς οικονομικής κρίσης που αντιμετωπίζει–, στρέφεται προς τη Δύση· και αυτή η στροφή δεν είναι ευνοϊκή για την Ελλάδα, όπως θέλουν να μας την παρουσιάσουν.
Οι ΗΠΑ ετοιμάζονται για μια συνολική αντιπαράθεση με το δίδυμο Κίνα-Ρωσία και αυτό φάνηκε και στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ. Η αντιπαράθεση αυτή δεν θα είναι η κλασική. Υπεράσπιση, δηλαδή, της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών-μελών της Συμμαχίας σε περίπτωση που δεχθούν επίθεση.
Στους στόχους του το ΝΑΤΟ περιέλαβε, σύμφωνα με το ανακοινωθέν που εξεδόθη, και τρεις άλλους παράγοντες: ανοιχτή θάλασσα (ωκεανούς), κυβερνοχώρο και Διάστημα.
Σε μια τέτοια αντιπαράθεση η Ουάσινγκτον χρειάζεται την προβληματική σύμμαχο Τουρκία. Και για να την ικανοποιήσει θα πιέσει την ευπειθή και δεδομένη Ελλάδα στις υποχωρήσεις που απαιτούνται για να ικανοποιηθεί η Άγκυρα.
Το μόνο που θα σώσει την Αθήνα είναι ο Ερντογάν να κλωτσήσει την καρδάρα. Ούτως ή άλλως αυτά που ζητά σήμερα είναι μέρος των πάγιων διεκδικήσεών του. Και να τα πάρει όλα, θα θέσει σε λίγο και άλλα ζητήματα.
Η Ελλάδα δεν έχει οδό σωτηρίας παρά μόνο την αποφασιστικότητά της να υπερασπιστεί την ύπαρξή της. Ακόμη και στρατιωτικά αν χρειαστεί. Αλλά τέτοιο κλίμα δεν υπάρχει στη άρχουσα τάξη της χώρας.