Μέσα στη θολούρα της Μεταπολίτευσης, και σε έναν κόσμο που έψαχνε για ήρωες, θύματα και θύτες, ο Θεόδωρος Βενάρδος, «ο ληστής με τις γλαδιόλες», βαφτίστηκε έως και αντιστασιακός! Οι λόγοι ήταν κυρίως δύο: Η μία από τις ονομαστές ληστείες που είχε κάνει, έγινε 16 Νοεμβρίου 1973, παραμονή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Η άλλη ήταν οι δηλώσεις του στο δικαστήριο που έγινε το 1975, όπου δήλωσε ότι μέρος της λείας των ληστειών, πήγαινε στον αντιδικτατορικό αγώνα.
Ξέχωρα από μύθους και δηλώσεις, η ζωή του Θεόδωρου Βενάρδου ήταν μυθιστορηματική και αρκούντως σκληρή – χωρίς αυτό να τον απαλλάσσει από το αξιόποινο των πράξεων του.
«Με τρεις μπαμπάδες και δύο μαμάδες»
Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 13 Μαΐου 1949, και όταν ήταν ακόμη τεσσάρων ετών, οι γονείς του χώρισαν και ο πατέρας του έφυγε για τη Βραζιλία. Έναν χρόνο αργότερα τον ακολούθησε η μητέρα του, Φώτω, μαζί με εκείνον και τη μικρότερη αδερφή του, Αννίτα. Η ζωή τους όμως εκεί δεν υπήρξε καλύτερη.
Ο πατέρας του λέγεται ότι ήταν αρκετά βίαιος και χτυπούσε συχνά τον μικρό Θόδωρο. Τέσσερα χρόνια μετά, η μητέρα και τα δύο παιδιά επέστρεψαν οριστικά στην Ελλάδα, μην έχοντας ποτέ ξανά επαφή με τον βιολογικό τους πατέρα. Η νεαρή μητέρα παντρεύτηκε ξανά, όμως και με τον πατριό του οι σχέσεις δεν ήταν καθόλου καλές. Για κάποιον λόγο, η μητέρα του αποφάσισε να δώσει τον μικρό Θόδωρο στη φύλαξη των πεθερικών της, όπου και εκεί η κατάσταση ήταν κακή.
Το περίεργο ήταν ότι ο μικρός Θεόδωρος ήταν ένα ευγενικό παιδί και καλός μαθητής.
Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ένας από τους νευροψυχιάτρους που τον παρακολούθησαν αργότερα, «το οικογενειακό περιβάλλον εις το οποίον έζησεν δεν ήτο το ενδεδειγμένον. Εγνώρισε τρεις πατέρες και δύο μητέρες».
Η μεγάλη ζωή
Μεγαλώνοντας σπούδασε μηχανικός του Εμπορικού Ναυτικού και βρέθηκε για δύο χρόνια να ταξιδεύει στη θάλασσα. Όμως δεν άντεξε τη ζωή στη θάλασσα και έφυγε. Το 1972 κατατάχθηκε στο στρατό, όμως η σύντομη θητεία του σημαδεύτηκε από ένα γεγονός. Κατηγορήθηκε για την ανατίναξη μιας πυριτιδαποθήκης, συνελήφθη και βασανίστηκε για την πράξη του. Σύντομα απολύθηκε οριστικά από το στρατό για λόγους ψυχικής νόσου, που του διέγνωσαν πρώτοι οι στρατιωτικοί γιατροί της δικτατορίας.
Τον Ιούνιο του 1973 παντρεύτηκε τη 17χρονη Δήμητρα Σπηλιώτη, όμως ο γάμος τους κράτησε μόλις τρεις μήνες. Ο 24χρονος τότε Βενάρδος με το γοητευτικό παρουσιαστικό φαίνεται πως είχε διαφορετικές βλέψεις από το να δημιουργήσει μια σταθερή σχέση και οικογένεια, και δήλωνε πως ήταν «γεννημένος για μεγάλη ζωή». Αυτή του η αγάπη, αλλά και η φιγούρα που έκανε με τη ζωή του, στάθηκε η αιτία να τον ανακαλύψει η αστυνομία, όπως θα δούμε πιο κάτω.
Παράλληλα, και κρυφά από τη νεαρή σύζυγό του, διατηρούσε ερωτική σχέση με μια τρανσέξουαλ, την Μπελίντα. Για την ιστορία, καμία από τις δυο δεν είχε γνώση της δραστηριότητας του Βενάρδου.
Μια μέρα πριν από το Πολυτεχνείο
16 Νοεμβρίου 1973. Ο στόχος του ήταν η Εθνική Τράπεζα στην οδό Πρατίνου, στο Παγκράτι. Καθώς έμενε στην περιοχή, είχε μάθει πολύ καλά τα ωράρια του υποκαταστήματος, τους εργαζόμενους και όλα τα σχετικά.
Μία μέρα πριν είχε κλέψει ένα αυτοκίνητο και είχε αντικαταστήσει τις ελληνικές πινακίδες του με ξένες, ώστε να μην εντοπιστεί εύκολα από την αστυνομία. Φόρεσε μια μακριά μαύρη καμπαρντίνα, μαύρο καπέλο, ένα λευκό μαντίλι και γυαλιά ηλίου, πήρε μια κοντόκανη καραμπίνα και οδήγησε με το κλεμμένο πολυτελές αυτοκίνητο ως την τράπεζα.
Χωρίς να σβήσει τη μηχανή, άφησε το αμάξι έξω από την είσοδο και μπήκε στο υποκατάστημα, που εκείνη την ώρα είχε αρκετό κόσμο. Τράβηξε το μαντίλι από το λαιμό κρύβοντας το πρόσωπό του, και κατευθύνθηκε προς το γραφείο του διευθυντή βγάζοντας έξω το όπλο του. Πέταξε πάνω στο γραφείο μια μαύρη πλαστική σακούλα και απειλώντας τους γύρω με την καραμπίνα, ζήτησε από τον διευθυντή να του δώσει ό,τι υπήρχε μέσα στο χρηματοκιβώτιο.
Μόλις τα χρήματα μπήκαν στη σακούλα, ο Βενάρδος βγήκε γρήγορα από την τράπεζα και αφού μπήκε στο αυτοκίνητο, απομακρύνθηκε με μεγάλη ταχύτητα. Κατευθύνθηκε προς τα Σπάτα και έθαψε τα χρήματα και την καραμπίνα σε αγροτική περιοχή. Κάπου κοντά εγκατέλειψε και το κλεμμένο αυτοκίνητο.
Αυτή ήταν η πρώτη μεγάλη ένοπλη ληστεία τράπεζας στην Ελλάδα, με λεία το υπέρογκο για εκείνη την εποχή ποσό των 2.375.000 δραχμών.
Η σύλληψη, η απόδραση και οι γλαδιόλες
Η αστυνομία κατάφερε να τον εντοπίσει και να τον συλλάβει στις 20 Ιανουαρίου του 1974 έξω από ένα οπλοπωλείο μαζί με την τρανσέξουαλ σύντροφό του. Η παραπάνω ληστεία, καθώς και άλλες μικρότερες που είχε διαπράξει, τον καταδίκασαν σε ποινή φυλάκισης 20 χρόνων και βρέθηκε έγκλειστος στις φυλακές Κορυδαλλού.
Μόλις τρεις μήνες αργότερα, στις 24 Απριλίου 1974, ο 25χρονος Βενάρδος απέδρασε, εκμεταλλευόμενος την μπάλα με την οποία έπαιζαν ποδόσφαιρο οι συγκρατούμενοί του. Όταν η μπάλα τους έπεσε έξω από την περίφραξη, ένας από τους φρουρούς έφυγε από τη θέση του και κατέβηκε να τους την φέρει πίσω. Ο Βενάρδος τότε βρήκε την ευκαιρία και πήδηξε τη μάντρα ύψους περίπου πέντε μέτρων, και εξαφανίστηκε τρέχοντας πριν τον εντοπίσουν τα περιπολικά.
Η απόδραση του διάσημου ληστή έγινε πρώτο θέμα στις εφημερίδες και η αστυνομία άρχισε εντατική έρευνα για τον εντοπισμό του. Όσο καιρό κατάφερε να μείνει ελεύθερος ο Βενάρδος συνέχισε τις κλοπές, αλλά και τον σπάταλο βίο.
Στις 17 Μαΐου 1974 μπήκε στην Εθνική Τράπεζα στα Σεπόλια. Ήταν κομψά ντυμένος, και κρατούσε μια μεγάλη ανθοδέσμη με γλαδιόλες. Ανάμεσα στα λουλούδια είχε κρυμμένη την καραμπίνα του.
Μπαίνοντας στο κατάστημα εμφάνισε το όπλο και ζήτησε από τον ταμία να του δώσει όσα χρήματα είχε πετώντας του μια πλαστική σακούλα. Η συγκεκριμένη ληστεία παραμένει ιστορική, καθώς πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε η συγκεκριμένη μέθοδος της ανθοδέσμης-καμουφλάζ.
Και όμως δεν ήταν σενάριο
Το βράδυ της 20ής Μαΐου 1974 τηλεφώνησε στον δημοσιογράφο της εφημερίδας Τα Νέα Νίκο Καμπάνη, και του είπε ότι σε λίγη ώρα θα βρισκόταν στο σπίτι του για να του δώσει μια επιστολή. Πράγματι, σε μισή ώρα ένας ασπρομάλλης γεράκος με μπαστούνι βρέθηκε στην πολυκατοικία όπου διέμενε ο δημοσιογράφος και άφησε την επιστολή στο χρηματοκιβώτιό του φεύγοντας μετά μακριά με αυτοκίνητο.
Επρόκειτο για μια επιστολή εκβιασμού, μέσω της οποίας παραδεχόταν αρχικά ότι αυτός βρισκόταν πίσω από τη ληστεία με τις γλαδιόλες και στη συνέχεια απαιτούσε από τη δικτατορική κυβέρνηση να σταματήσει τη δίωξη του ίδιου και της αδερφής του.
Ζητούσε επίσης να αποφυλακιστούν όλοι οι κρατούμενοι της χώρας, και ο ίδιος να αφεθεί να φύγει για χώρα της Λατινικής Αμερικής.
Μετά από αυτό, το υπουργείο Δημόσιας Τάξης επικήρυξε τον Βενάρδο με αμοιβή 300.000 δραχμές για τη σύλληψη και 200.000 δραχμές για την αποτελεσματική πληροφορία κατάδοσής του.
Βλέποντας τις κινητοποιήσεις της Χωροφυλακής και τον άμεσο κίνδυνο της σύλληψής του, ο Βενάρδος αποφάσισε να φύγει στο εξωτερικό για να γλιτώσει. Στις 27 Μαΐου 1974 επιβιβάστηκε στο νορβηγικό πλοίο «ΤΑΚΑΡΑ» ως λαθρεπιβάτης με προορισμό την Αμερική. Όταν μάλιστα τον εντόπισε το πλήρωμα, τους έδειξε την ταυτότητα του ποδοσφαιριστή Νίκου Σιδέρη, που είχε κλέψει πριν κάποιες μέρες.
Όταν το πλοίο έφτασε στην Αμερική, ο καπετάνιος παρέδωσε στις αρχές τον Έλληνα λαθρεπιβάτη. Αποδείχθηκε πως η ταυτότητα δεν ήταν δική του και τον απέλασαν πίσω στην Ελλάδα. Στο αεροδρόμιο τον περίμεναν οι αστυνομικοί, που τον οδήγησαν άμεσα πίσω στις φυλακές Κορυδαλλού.
Τον Ιούλιο του 1975, στη δίκη του, ο Βενάρδος υποστήριξε πως μέρος των χρημάτων που έκλεβε δινόταν για τον αντιδικτατορικό αγώνα. Τελικά, το δικαστήριο του αναγνώρισε το ελαφρυντικό του μειωμένου καταλογισμού σύμφωνα με την γνωμάτευση του νευροψυχιάτρου για ύπαρξη ψυχικής ανωμαλίας λόγω των οικογενειακών και προσωπικών του αποτυχιών. Καταδικάστηκε σε 21 χρόνια φυλάκιση.
Ο μύθος
Εννοείται πως οι περιπέτειες και η ζωή του είχαν γίνει αγαπημένο ανάγνωσμα των εφημερίδων της εποχής. Και σε συνδυασμό με το όμορφο παρουσιαστικό, είχε γίνει κάτι σαν λαϊκός ήρωας. Και παρά την ηθική της εποχής, δεν στηλιτεύτηκε η σχέση του με μια τρανσέξουαλ γυναίκα. Το 1981 η ζωή του έγινε ταινία, το ξεχασμένο σήμερα Τα όπλα μου ρίχνουν λουλούδια. Και φυσικά είχε πολλές θαυμάστριες.
Μία από αυτές, ήταν η Άννα. Η γυναίκα τον επισκέφτηκε στο νοσοκομείο της Νίκαιας όπου νοσηλευόταν, από περιέργεια να δει τον περίφημο «ληστή με τις γλαδιόλες». Ήταν χωρισμένη και μητέρα δύο μικρών παιδιών. Οι δυο τους αρραβωνιάστηκαν και σχεδίαζαν ακόμα και γάμο.
Ο Βενάρδος μιλούσε συνέχεια για την Άννα κι εκείνη βρισκόταν δίπλα του σε κάθε επισκεπτήριο για τα τρία επόμενα χρόνια, μέχρι το θάνατό του.
Οι τραγικές στιγμές και το αιματοβαμμένο φινάλε
Ο Βενάρδος δεν άντεχε στη φυλακή. Έκανε συνέχεια αιτήσεις για αποφυλάκιση, ή έστω να του παραγραφούν κάποιες κατηγορίες Για να πείσει για τα συγκεκριμένα αιτήματά του προέβη αρκετές φορές σε περίεργες και αυτοκαταστροφικές πράξεις. Είχε καταπιεί επίτηδες ένα κουταλάκι του γλυκού, ένα θερμόμετρο, βίδες και άλλα μικροεξαρτήματα βάζοντας σε σοβαρό κίνδυνο την υγεία του. Μάλιστα έφτασε σε σημείο να κάνει απεργία πείνας για 26 ημέρες.
Όπως είχε πει ο συγκρατούμενός του και επίσης διάσημος ληστής, Βαγγέλης Ρωχάμης, ο Βενάρδος τα τελευταία χρόνια είχε γίνει πλέον σκιά του εαυτού του, «σαν ζώο που περιμένει την σφαγή του». Και όχι μόνο, καθώς ἀρχισε και την χρήση ουσιών. Παράλληλα, είχε αποπειραθεί να αυτοκτονήσει σχεδόν 70 φορές.
Τρίτη, 10 Ιουλίου 1984. Ο φύλακας βρήκε τον 35χρονο Βενάρδο κρεμασμένο με ένα σεντόνι στο κελί του. Ο ιατροδικαστής επιβεβαίωσε την αυτοκτονία του.
Σπύρος Δευτεραίος