Από το ρήμα θυμίζω (από το «θυμός» και όχι από το «θυμάμαι») προέρχεται η λέξη φουμίζω της ποντιακής διαλέκτου, που χρησιμοποιούνταν σε Κερασούντα, Κοτύωρα, Σάντα, Τραπεζούντα και Χαλδία.
Ο Άνθιμος Παπαδόπουλος στο Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου αναφέρει ότι το ρήμα χρησιμοποιείται για τα παιδιά που δεν τρώνε όταν θυμώνουν, και που γενικά έχουν μια δύσκολη συμπεριφορά (εφούμ’σεν το παιδίν και ’κί τρώει).
Ένα σχετικό ποντιακό γνωμικό, λέει:
Τη φουμιστέα φά’ και τη κοιμιστέα φύλαξον
Δηλαδή, ο θυμωμένος που λέει ότι δεν θέλει να φάει πρέπει να «τιμωρηθεί» στερούμενος την τροφή του, ενώ η μερίδα αυτού που κοιμάται την ώρα του φαγητού, πρέπει να φυλαχτεί.
Επιπλέον, ο Ανθ. Παπαδόπουλος έχει καταγράψει και τον εξής στίχο τραγουδιού:
Μικρέ νυφίτζα ’φούμιξεν από τα πεθερ’κά ’της.
Όπου νυφίτζα, η νυφούλα, φυσικά.