Η οικογένεια Σαβουλιάν καταγόταν από τη Σεβάστεια, την πρωτεύουσα της επαρχίας Σίβας στην Τουρκία, επονομαζόμενης ιστορικά και ως «Μικρή Αρμενία».
Ο Μανουήλ Σαβουλιάν γεννήθηκε εκεί το 1902, μέλος μιας οικογένειας με 12 παιδιά, η οποία όμως ξεκληρίστηκε στη Γενοκτονία των Αρμενίων το 1915.
Απέμειναν μόνο τέσσερα από τα παιδιά, ο Μανουήλ και τα τρία αδέρφια του Κέβορκ, Τζαβάγκ, και ένας ακόμη του οποίου το όνομα δεν είναι γνωστό.
Τα τέσσερα αδέρφια γλίτωσαν χάρη στις ενέργειες ενός Τούρκου, του Χατζή Αγά, ο οποίος τα προστάτευσε. Αν και δεν υπάρχουν πληροφορίες για το πώς ακριβώς συνέβη αυτό, είναι γνωστό ότι, τα επόμενα χρόνια, ο Μανουήλ κρατούσε μια φωτογραφία του Χατζή Αγά, με μια χειρόγραφη αφιέρωση στο πίσω μέρος: «Χατζή Αγάς, ένας Τούρκος που προστάτευε τους αδελφούς Σαβουλιάν».
Μετά το τέλος του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, τα τέσσερα αδέρφια βρέθηκαν σε ορφανοτροφείο και το 1922 ήρθαν στην Ελλάδα. Οι λεπτομέρειες σχετικά με τις συνθήκες και τα διάφορα στάδια του ταξιδιού τους από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στην Ελλάδα δεν έγιναν ποτέ γνωστές, ωστόσο, μέσα σε λίγα χρόνια από την άφιξή τους, δύο από τα αδέρφια του Μανουήλ πέθαναν και δεν υπάρχει κανένα στοιχείο για την τύχη του τέταρτου.
Ο Μανουήλ Σαβουλιάν εγκαταστάθηκε στη συνοικία Δουργούτι της Αθήνας (ο σημερινός Νέος Κόσμος), όπου είχαν βρει καταφύγιο χιλιάδες άλλοι Αρμένιοι πρόσφυγες.
Η περιοχή είχε πάρει το όνομά της από έναν παλιό κτηματία που είχε χωράφια εκεί, αλλά πολλοί συνήθιζαν να την αποκαλούν «Αρμένικα», μιας και οι περισσότεροι κάτοικοι κατάγονταν από την Αρμενία.
Στο επάγγελμα ήταν υφαντής, αλλά ασχολούταν ερασιτεχνικά με τη ζωγραφική και την αγιογραφία. Αγαπούσε πολύ το διάβασμα και είχε μια μεγάλη βιβλιοθήκη. Το 1931 παντρεύτηκε την Τζαγκάν Μουσεγιάν, η οποία είχε γεννηθεί στην πόλη Κιρκαγάτς (βόρεια της Σμύρνης). Πίσω στη γενέτειρά της, η Τζαγκάν είχε ήδη παντρευτεί μια φορά, με τον Αβεντίς Μελκονιάν, και είχε δύο παιδιά από αυτόν το γάμο, τον Ντιράν και την Αρμινέ.
Με την οικογένειά της ζούσαν στη Σμύρνη, όταν το 1922 οι τουρκικές δυνάμεις κατέλαβαν την πόλη και σκότωσαν τον σύζυγό της. Τότε, αυτή και τα παιδιά της κατέφυγαν στην Ελλάδα, όπου ξαναπαντρεύτηκε, αυτή τη φορά με τον Μανουήλ.
Το ζευγάρι απέκτησε δύο γιους, τον Βαχάκ και τον Βαρουγιάν, και η Τζαγκάν εξελίχθηκε σε ένα από τα πιο ενεργά μέλη του Αρμενικού Ερυθρού Σταυρού στο Δουργούτι.
Και ο Μανουήλ όμως συμμετείχε με ενθουσιασμό στα κοινά. Υπήρξε μέλος της Αρμενικής Επαναστατικής Ομοσπονδίας, του Αρμενικού Ερυθρού Σταυρού, καθώς και της Πατριωτικής Ένωσης Σεβάστειας. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, μάλιστα, βοήθησε στη διοργάνωση μιας έκθεσης αρμενικού βιβλίου, η οποία πραγματοποιήθηκε στο Αρμενικό Καθολικό Σχολείο, στο Φιξ.
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, όταν η Ελλάδα καταλήφθηκε από τις ναζιστικές δυνάμεις, περιοχές με μεγάλους προσφυγικούς πληθυσμούς μετατράπηκαν σε κύριους κόμβους αντίστασης.
Μία από αυτές τις περιοχές ήταν και το Δουργούτι, όπου ζούσε ο Σαβουλιάν με την οικογένειά του, μαζί με αρκετές χιλιάδες Αρμενίους. Πολλά από τα μέλη και τους ηγέτες των τοπικών, υπόγειων αντιστασιακών ομάδων ήταν επίσης Αρμένιοι.
Στις 9 Αυγούστου 1944, οι δυνάμεις της Βέρμαχτ περικύκλωσαν τη γειτονιά. Αυτό ήταν ένα είδος επιχείρησης τιμωρίας, το γνωστό ως μπλόκο, κατά το οποίο μια ολόκληρη γειτονιά ή χωριό περικυκλωνόταν από στρατεύματα και στη συνέχεια γινόταν μαζική σύλληψη των υπόπτων. Η επιχείρηση στο Δουργούτι οδήγησε στη σύλληψη περίπου 3.000 ατόμων, εκ των οποίων τα 400 εντοπίστηκαν αργότερα σε κατάλογο του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. Από αυτούς τους 400 κρατούμενους, οι 200 ήταν Αρμένιοι.
Πολλοί από τους συλληφθέντες εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες, ενώ άλλοι στάλθηκαν σε τοπικές φυλακές από όπου απελάθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία ή σε τάγματα καταναγκαστικής εργασίας.
Δεν έγινε ποτέ γνωστό αν ο Μανουήλ Σαβουλιάν ήταν μέλος αντιναζιστικής οργάνωσης. Πιθανότατα ήταν μεταξύ των πολλών που συνελήφθησαν από τους Ναζί χωρίς στοιχεία ή έρευνα.
Φυλακίστηκε για λίγες μέρες στην Ελλάδα και κατέληξε στη Γερμανία. Ήταν κρατούμενος στην πόλη Φρέντενσταντ, στην πολιτεία της Βάδης-Βυρτεμβέργης, όταν υπέστη λοίμωξη στους πνεύμονες και εισήχθη στο νοσοκομείο της κοντινής πόλης Ρότβαϊλ. Πέθανε την ίδια μέρα, στις 15 Μαΐου 1945, και θάφτηκε στον ρωσικό τομέα του τοπικού νεκροταφείου.
Μετά το θάνατο του Μανουήλ, οι φίλοι του βρήκαν ένα χαρτάκι στην τσέπη του. Ήταν το τελευταίο του μήνυμα προς τους γιους του:
Αγαπητοί Βαρουγιάν και Βαχάκ Σαβουλιάν,
Σε όλη σας τη ζωή να καταβάλλετε κάθε προσπάθεια και πάνω απ’ όλα, να φροντίσετε να ζήσετε ως υποδειγματικοί άνδρες και στη συνέχεια ως υποδειγματικοί Αρμένιοι. Αν χρειαστεί, να θυσιαστείτε για χάρη των εθνικών ιδανικών. Το να πεθαίνεις για έναν ευγενή σκοπό, σου εξασφαλίζει μια πλήρη ζωή.
Ο κουρασμένος από τα βάσανα πατέρας σας,
Μ. Θ. Σαβουλιάν.