Ο Κυριάκος Θεοδ. Θεοδωρίδης γεννήθηκε στο χωριό Χοτζάς, τσιφλίκι του χότζα Χατζή Σουκρή, στους πρόποδες του όρους Ταφσάν νταγ, 13 χλμ. νοτιοανατολικά του Βεζύρκöπρü και 75 χλμ. νοτιοδυτικά της Σαμψούντας.
Εκκλησιαστικά υπαγόταν στη Μητρόπολη Αμάσειας και το 1915 είχε περίπου 350 τουρκόφωνους κατοίκους, που κατάγονταν κυρίως από την Πάφρα και τη Σαμψούντα. Στο χωριό υπήρχε πετρόκτιστη εκκλησία με τρούλο, αφιερωμένη στον Απόστολο Παύλο, ενώ μετά το 1900 λειτούργησε και επτατάξιο σχολείο, που συντηρούσαν οι οικογένειες των μαθητών.
Οι περισσότεροι κάτοικοι ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, ενώ ελάχιστοι με το εμπόριο. Μετά την Ανταλλαγή, εγκαταστάθηκαν στην Κοζάνη, τη Βέροια, την Κατερίνη, τη Θεσσαλονίκη, τα Γιαννιτσά, αλλά και την Αυστραλία.
Η μαρτυρία του περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και μίας από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
◊◊◊
Γεννήθηκα στο χωριό Χοτζάς στα 1883. Ο πατέρας και ο παππούς μου γεννήθηκαν εκεί. Ο προπάππος μου ήταν από τα μέρη της Σαμψούντας. Ήρθε, αγόρασε το μέρος και εγκαταστάθηκε. Ήταν κυνηγημένος από τα μέρη εκείνα. Πήγα έναν χρόνο στο σχολείο. Μετά βοηθούσα στις αγροτικές δουλειές του σπιτιού μου. Στα 1921 βγήκα στο αντάρτικο. Πολεμήσαμε με τον ίδιο τον Κεμάλ.
Εξορία 1921 – Έξοδος. Βρίσκονταν στο χωριό τα γυναικόπαιδα. 29 Ιουνίου, ημέρα Aγίου Παύλου. Είπαν στους δικούς μας πως πρόκειται να καθαρίσει ο στρατός τα βουνά από τους αντάρτες και γι’ αυτό θα πρέπει να κατεβούν στο Βεζιρκöπρü για να μην κινδυνέψουν.
Κατέβηκαν κάτω. Μάζεψαν όλα τα γυναικόπαιδα, Έλληνες των γύρω χωριών. Το πιο πολύ που είχαν τροφή ήταν για τρεις μέρες.
Από το Βεζιρκöπρü τους πήραν όλους και τους πήγαν εξορία. Πήγαν: Αμάσεια, Μαλάτεια, Ντιαρμπεκίρ, Κουρδιστάν, Χαλέπι. Από το Χαλέπι ήρθαν στην Ελλάδα.
Οι ταλαιπωρίες τους ήταν τρομερές. Η μάνα άφηνε το ένα μωρό στο δρόμο, για να σώσει το άλλο. Νερό δεν είχαν. Φαΐ δεν είχαν.
Μια βραδιά βρήκα σε ένα σπίτι εφτά άτομα πεθαμένα, από την ίδια οικογένεια. Είναι ζήτημα αν έχει σωθεί το ένα τρίτο από τα γυναικόπαιδα του χωριού μας. Αυτήν την πορεία ακολούθησαν τα γυναικόπαιδα.
Εμείς οι αντάρτες βρισκόμασταν στο βουνό που μάθαμε για την Ανταλλαγή. Ήρθε επιτροπή και μας βρήκε. Πρώτα δεν πιστεύαμε. Σαν ήρθε η επιτροπή και το μάθαμε και απ’ αυτούς, πιστέψαμε και με την προστασία της κατεβήκαμε στη Σαμψούντα. Μόνον οι οπλίτες. Οι αρχηγοί έφυγαν στη Ρωσία και από κει ήρθαν. Οι οπλίτες από τη Σαμψούντα βγήκαμε στη Θεσσαλονίκη, την άνοιξη του 1923. Ζητήσαμε τις οικογένειές μας. Τις βρήκαμε σκορπισμένες, στη Δράμα, την Κατερίνη, την Κοζάνη, παντού.
Με την Ανταλλαγή, εμείς που ήμασταν στο αντάρτικο φύγαμε κρυφά από την Σαμψούντα. Βγήκαμε στη Θεσσαλονίκη. Από κει πήγα στην Δράμα, στο χωριό Εξοχή. Βρήκα τους δικούς μου εκεί. Τον αδελφό μου τον βρήκα στο ορφανοτροφείο της Αθήνας. Τον πήραμε μαζί μας.
Παντρεύτηκα στο χωριό Εξοχή της Δράμας. Μείναμε εκεί. Το κράτος έδωσε όπλα σε όλους τους κατοίκους για να προσέχομε το μέρος από τους Βούλγαρους. Δεκαεπτά χρόνια έμεινα εκεί, στο χωριό Εξοχή.
Δεκαεπτά χρόνια ενέδρα και περίπολο. Δεκαεπτά χρόνια δεν χόρτασα ύπνο. Ούτε μας πλήρωναν, ούτε μας τάιζαν. Γυμνός, χαμένος, ταλαιπωρημένος έφυγα. Ούτε αποζημίωση δεν μου έδωσαν ακόμη.
Ήμουνα στρατιώτης συνέχεια από το 1922 που ήρθαμε. Αναγκάστηκα να φύγω. Πήρα μαζί και τα ορφανά του αδελφού μου. Επειδή δεν πέθανα, με το όπλο μού αφήρεσαν και τον κλήρο που μου είχαν δώσει. Τα είχα πληρώσει και πάλι μου τα πήραν πίσω.
Σήμερα είμαι εγκαταστημένος στην Κατερίνη, Αθανασίου Διάκου 8. Με τη δουλειά μου έκαμα σπίτι και ζω με την οικογένεια και τα παιδιά μου.