Τη δική του έξοδο από τον Πόντο περιέγραψε το 1973¹ ο πρόσφυγας Χαράλαμπος Τοτσίδης, ο οποίος είχε εγκατασταθεί στον Κούκο της Κατερίνης. Μίλησε για τα δυο χρόνια που πέρασε κυνηγημένος στο βουνά, αλλά και για την Ανταλλαγή που τον έφερε στην Ελλάδα:
«Στις 20 Ιουνίου του 1923 βγήκαμε από τα χωριά μας. Τούρκικος στρατός είχε έρθει και είχανε δώσει διαταγή όλοι να παραδοθούμε. Ξέραμε τι μας περίμενε. Εξορία θα μας στέλνανε, ποιος θα γλίτωνε! Από όπου περνούσαμε καίγανε και καταστρέφανε.
»Όλοι μαζί κάναμε “σύσκεψη” και πήραμε κοινή απόφαση να βγούμε στο βουνό να γλιτώσουμε.
»Μια νύχτα φύγαμε, όλα τα χωριά μαζί, δεκατρία χωριά, και πήγαμε στα δάση του Ταφσάν dάγ. Βαδίζαμε κι ανταμώναμε στο δρόμο με τους θάλλους. Μερικοί διαφωνήσανε στην απόφαση και δεν φύγανε. Αυτοί είχανε κακή τύχη.
»Εμείς φύγαμε και την άλλη μέρα μπήκανε οι Τούρκοι, πιάσανε όλους που βρήκανε και βάλανε φωτιά στα σπίτια.
»Μεγάλο κακό ήτανε. Βλέπαμε από μακριά τις φλόγες και τους καπνούς. Τους ανθρώπους τους μαζέψανε όλους και τους στείλανε εξορία στα βάθη της Τουρκίας. Τους πήγανε Μαλάτεια και Ντιάρμπεκίρ.
»Υποφέραμε εμείς στα βουνά, αλλά αυτοί υποφέρανε τα περισσότερα. Μέρες ολόκληρες βαδίζανε χωρίς ανάπαψη, χωρίς φαΐ, με τον Τούρκο στρατιώτη από πάνω τους, να τους χτυπάει, λίγο άμα στέκονταν.
»Από όσους φύγανε εξορία ούτε το ένα τέταρτο δε γύρισε. Μείνανε στο τουρκικό χώμα αδιάβαστοι. Απ’ αυτούς που γλιτώσανε, μάθαμε τα βάσανα του τραβήξανε.
»Εμείς, όταν φύγαμε από το χωριό, τίποτε δεν πήραμε, παρά μονάχα χρήματα, όσα είχαμε, χρυσαφικά και τροφίματα ό,τι μπορούσαμε. Στο δάσος κάναμε ξύλινες πρόχειρες παράγκες και πλαγιάζαμε.
»Οι Τούρκοι όμως το ξέρανε πώς κρυβόμαστε στα βουνά και κάνανε επιθέσεις και μας κυνηγούσανε να μας εξοντώσουνε. Αγοράσαμε κρυφά όπλα. Πάλι από Τούρκο τα αγοράσαμε. Δώσαμε χρήμα και τα πήραμε.
»Τους πρώτους μήνες ήταν πιο εύκολα. Καλοκαίρι ήτανε, είχαμε ακόμα και τρόφιμα και τα βολεύαμε. Άμα μπήκε ο χειμώνας και αρχίσανε τα χιόνια, τελειώσανε και τα τρόφιμα, άρχισε το κακό. “Μέρες μαρτυρίου” ήτανε. Κατεβαίναμε οι άνδρες τη νύχτα στα τουρκικά χωριά και κάναμε έφοδο και τους αναγκάζαμε να μας δώσουνε τρόφιμα.
»Μια φορά κατεβήκαμε στο Ντερέκιοϊ –όταν έφυγαν οι χριστιανοί κατεβήκανε Τούρκοι και καθήσανε– και βρήκαμε έναν τούρκικο γάμο. Εμείς οπλισμένοι ήμαστε, εκείνοι άοπλοι. Σταματήσαμε το γάμο, τραβήξαμε καμιά δεκαριά γυναίκες τουρκάλες και τις πήραμε μαζί μας. Δεν τις πειράξαμε καθόλου. Λύτρα ζητήσαμε για τις δώσουμε πίσω. Μας έδωσαν 500 “παγκανότια” και πήρανε τις γυναίκες τους. Δίναμε μάχες με τους Τούρκους. Πάντα κατορθώναμε και τους απομακρύναμε. Ύστερα όμως αναγκαστικά έπρεπε να φύγουμε από τη θέση που ήμαστε, γιατί θα έρχονταν μ’ άλλες δυνάμεις και θα μας πιάνανε. Τις νύχτες, μέσα στο κρύο, μέσα στα χιόνια, με μικρά παιδιά στην αγκαλιά, κάναμε πορείες μέσα στα δάση. Άλλος αρρώσταινε, άλλος πέθαινε.
»Δύο χρόνια περάσανε έτσι. Πριν να κλείσει ο δεύτερος χρόνος μας φέρανε την είδηση πως έγινε Ανταλλαγή. Ο Βενιζέλος, είπανε, υπόγραψε οι Έλληνες να πάνε στην Ελλάδα. Ήρθε επιτροπή, είπανε, στο Σαμψούν και κανονίζει την αναχώρηση. Κάναμε σύσκεψη πάλι τι πρέπει ν’ αποφασίσουμε. Όσοι ήτανε πολύ γνωστοί, από τις μάχες, φοβηθήκανε να κατεβούνε. Φοβηθήκανε πώς θα τους πιάσουνε. Οι περισσότεροι κατεβήκαμε. Πήγαμε πρώτα στο Βεζιρκöπρü. Εκεί πήραμε ένα χαρτί, σαν άδεια, που έγραφε το όνομά μας, το χωριό μας και άλλα στοιχεία και κατεβήκαμε Σαμψούντα.
»Άμα πήγαμε εκεί, τα χάσαμε. Όλος ο κόσμος ήταν μαζωμένος στην παραλία, στο λιμάνι. Περιμένανε όλοι καράβι, να βρούνε σειρά, να μπούνε.
»Λέγανε θα ‘ρθουνε πλοία και θα μπούνε όλοι δωρεάν. Στέγη δεν είχαμε, φαΐ δεν είχαμε, δουλειά δεν είχαμε. Από δω και από κει βολευτήκαμε, σ’ εκκλησίες, σ’ αποθήκες. Ο Ερυθρός Σταυρός, ο αμερικάνικος μοίραζε συσσίτιο. Δουλεύαμε, όταν βρίσκαμε, για μεροκάματο. Μαζεύαμε λίγα χρήματα και, όταν ήρθε ένα ιταλικό πλοίο «Μαριάννα», δώσαμε χρήματα, πήραμε εισιτήριο και φύγαμε οικογενειακώς. Κι άλλοι πατριώτες ήτανε μαζί. Το πλοίο μάς πήγε στην Πόλη. Εκεί μείναμε τρεις μήνες.
»Αύγουστο του 1923 μπήκαμε στο ελληνικό πλοίο “Ωκεανός” και ήρθαμε στην Ελλάδα. Μας έφερε στη Θεσσαλονίκη, μας κρατήσανε ένα μήνα “καραντίνα” και ύστερα μας στείλανε στα Γρεβενά. Πήγαμε στο χωριό Σύδεντρο. Ακόμη κατοικούσανε λίγοι Τούρκοι, ύστερα φύγανε και μείναμε εμείς.
»Το πήραμε απόφαση να κάνουμε καινούργια πατρίδα. Δε βοηθούσε όμως η γης. Ήμαστε πολλοί μαζεμένοι και προκοπή δεν γίνονταν. Τότες τ’ αποφασίσαμε κι ήρθαμε εδώ. Στα 1929 ήρθαμε και μείναμε οριστικά. Πέντε οικογένειες ήρθαμε από το χωριό μου. Τώρα από τους μεγάλους μόνο εγώ απόμεινα».