Ο Γιάννης Μαρκόπουλος έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 84 ετών, μετά από άνιση μάχη με τον καρκίνο. Τον τελευταίο μήνα νοσηλευόταν στο νοσοκομείο «Αλεξάνδρα», καθώς είχε παρουσιάσει επιπλοκές μετά από χειρουργική επέμβαση.
Ο Γιάννης Μαρκόπουλος υπήρξε από τους σημαντικότερους Έλληνες συνθέτες.
Με τη μουσική του πρόταση που την ονόμασε «Επιστροφή στις ρίζες» δημιούργησε δική του σχολή στο ελληνικό τραγούδι, ενώ τα συμφωνικά του έργα –όπου συναντώνται ελληνικά παραδοσιακά όργανα, όπως η λύρα και το σαντούρι με εκείνα της συμφωνικής ορχήστρας– αποτέλεσαν νέα πρόταση για την παγκόσμια μουσική σκηνή.
Τραγούδια του όπως «Τα λόγια και τα χρόνια», «Οχτροί», «Χίλια μύρια κύματα», «Λέγκω (Ελλάδα)», «Γίγαντας», «Κάτω στης μαργαρίτας το αλωνάκι», «Το Καφενείον η Ελλάς», «Ο τόπος μας είναι κλειστός», «Παραπονεμένα Λόγια», «Μιλώ για τα παιδιά μου», αλλά και το παραδοσιακό «Πότε θα κάνει ξαστεριά», έγιναν σύμβολα.
Τα πρώτα χρόνια
Ο Γιάννης Μαρκόπουλος γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης στις 18 Μαρτίου 1939 και μεγάλωσε στην Ιεράπετρα. Ο πατέρας του ήταν δικηγόρος και είχε υπηρετήσει και ως νομάρχης σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, ενώ η μητέρα του έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε. Στη Φιλαρμονική της Ιεράπετρας πήρε τα πρώτα μουσικά μαθήματα, μαθαίνοντας κλαρίνο και βιολί. Οι πρώτες του επιδράσεις προέρχονται από την τοπική μουσική με τους γρήγορους χορούς και τα επαναλαμβανόμενα μικρά μοτίβα τους, από την κλασική μουσική, καθώς και από τη μουσική της ευρύτερης ανατολικής Μεσογείου και ιδιαίτερα της κοντινής Αιγύπτου.
Σε ηλικία 17 ετών ήρθε στην Αθήνα για να συνεχίσει τις μουσικές του σπουδές στο Ωδείο Αθηνών, με δασκάλους τους Γεώργιο Σκλάβο (σύνθεση) και Ιωσήφ Μπουτίνουι (βιολί). Παράλληλα, άρχισε να φοιτά στην Πάντειο Σχολή, αλλά εγκατέλειψε τις σπουδές του ύστερα από τρία χρόνια για να αφιερωθεί ψυχή τε σώματι στη μουσική.
Αρκετά νωρίς, το 1962, ηχογράφησε σε δίσκο το πρώτο ολοκληρωμένο έργο του, το χορόδραμα Θησέας, σε ποίηση του Δημήτρη Χριστοδούλου.
Το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς του στη δεκαετία του ’60 αφορούσε μουσικές για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Το 1963 βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης για τη μουσική της ταινίας του Νίκου Κούνδουρου Μικρές Αφροδίτες (με τον Νίκο Κούνδουρο ήταν μακρινοί συγγενείς και ήταν αυτός που τον παρέλαβε κυριολεκτικά από το πλοίο της γραμμής, όταν πρωταντίκρισε την Αθήνα σε ηλικία 17 ετών).
Με την επιβολή της δικτατορίας ο Μαρκόπουλος μετέβη στο Λονδίνο, όπου εμπλούτισε τις μουσικές του γνώσεις κοντά στην Αγγλίδα συνθέτρια Ελίζαμπεθ Λάτιενς. Παράλληλα, συνέχισε να συνθέτει. Ένα από τα πρώτα του έργα ήταν η κοσμική καντάτα «Ήλιος ο Πρώτος» σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη, που κυκλοφόρησε σε δίσκο μετά την επάνοδό του στην Ελλάδα, το 1969, με ερμηνεύτρια τη Μαρία Δημητριάδη. Στο Λονδίνο ολοκλήρωσε τη μουσική τελετή Ιδού ο Νυμφίος, έργο κράτησε ανέκδοτο, εκτός από ένα μέρος του, το περίφημο «Ζαβαρακατρανέμια», ένα από τα πιο γνωστά κομμάτια του, το οποίο τραγούδησε μαζί με τον Τζον Λένον σε μία συναυλία διαμαρτυρίας. Το κομμάτι αυτό συμπεριλήφθηκε αργότερα στο δίσκο του Ανεξάρτητα.
Η «επιστροφή στις ρίζες»
Το 1970 κυκλοφόρησε ο δίσκος του Χρονικό σε ποίηση Κ. Χ. Μύρη (Κώστα Γεωργουσόπουλου), με ερμηνευτές τον Νίκο Ξυλούρη –τον οποίο συνέστησε στο ελληνικό κοινό– και την Τάνια Τσανακλίδου.
Με τα έργα του Ιθαγένεια (1970) σε στίχους Κ. Χ. Μύρη και Ριζίτικα (1971) με ερμηνευτή τον Νίκο Ξυλούρη, εδραιώνει τις αντιλήψεις του για την ελληνική μουσική, που συνοψίζονται στο σύνθημα «επιστροφή στις ρίζες», που «δε σημαίνει παραδοσιολαγνεία, συντήρηση ή πολύ περισσότερο οπισθοδρόμηση, αλλά δυναμική πορεία προς το μέλλον, με αφετηρία την εμπειρία από το παλιό και δοκιμασμένο παραδοσιακό υλικό», όπως σημειώνει ο εθνομουσικολόγος Γιώργος Αμαργιανάκης.
Το Διάλειμμα (1972) ήταν μια συλλογή τραγουδιών, μερικά από τα οποία ανέδειξαν τη σατιρική πλευρά του Μαρκόπουλου («Του άνδρα του πολλά βαρύ» είναι ένα χαρακτηριστικό τραγούδι που γνώρισε μεγάλη επιτυχία με ερμηνευτή τον Θέμη Ανδρεάδη). Μεγαλύτερη επιτυχία γνώρισε το «Θα πάω στη ζούγκλα με τον Ταρζάν» με ερμηνευτή και πάλι τον Θέμη Ανδρεάδη, που κυκλοφόρησε σε σινγκλ εκείνη την περίοδο. Ήταν ένα εύληπτο τραγούδι, με ξεκάθαρα όμως αντιχουντικά μηνύματα.
Με τα τρία ολοκληρωμένα έργα που παρουσίασε το 1974 (Θητεία σε στίχους Μάνου Ελευθερίου, Μετανάστες σε στίχους Γιώργου Σκούρτη και Θεσσαλικός Κύκλος σε στίχους Κώστα Βίρβου) πληθαίνουν οι αναφορές του στο λαϊκό τραγούδι, για να φτάσει το 1976 με το Οροπέδιο σε ποίηση Μιχάλη Κατσαρού, σε μίξη όλων αυτών των επιδράσεων με ένα ηλεκτρονικό άκουσμα.
Από τους δίσκους αυτούς ξεχωρίζουν τραγούδια όπως τα «Μιλώ για τα παιδιά μου», «Φάμπρικα», «Τα Λόγια Και Τα Χρόνια», «Μαλαματένια Λόγια», με ερμηνευτές τους Χαράλαμπο Γαργανουράκη (ανακάλυψη του συνθέτη μετά τον Νίκο Ξυλούρη), Λάκη Χαλκιά, Τάνια Τσανακλίδου, Βίκυ Μοσχολιού, Παύλο Σιδηρόπουλο και Λιζέτα Νικολάου.
Το 1976 συνέθεσε τη μουσική για την τηλεοπτική σειρά του ΒΒC «Ποιος πληρώνει τον βαρκάρη» («Who pays the Ferryman?»), το μουσικό θέμα της οποίας γνώρισε μεγάλη επιτυχία και παρέμεινε στην κορυφή του βρετανικού πίνακα επιτυχιών για μήνες, ενώ έκανε γνωστό διεθνώς τον συνθέτη.
Το 1977 μελοποίησε τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Διονυσίου Σολωμού, ένα από τα σπουδαιότερα και πιο απαιτητικά έργα του συνθέτη. Ένα χρόνο αργότερα συνεργάστηκε με τον Γιώργο Νταλάρα στο Σεργιάνι στον κόσμο, έναν από τους πιο εμπορικούς δίσκους του συνθέτη, με τη μεγάλη επιτυχία «Παραπονεμένα λόγια».
Η απήχηση του Γιάννη Μαρκόπουλου κόπασε τα επόμενα χρόνια, παρότι συνέχισε να κυκλοφορεί αξιόλογους δίσκους: Ορίζοντες (1981), Σειρήνες (1983), Παράθυρο στη Μεσόγειο (1983), Του σίδερου και του νερού (1984), Ρεπορτάζ (1985), Τολμηρή επικοινωνία (1987), Παιχνίδι με το χρόνο (1988) και Αθέατος σφυγμός (1997).
Το 1994 παρουσίασε τη Λειτουργία του Ορφέα, μελοποιώντας ορφικούς ύμνους, μια δουλειά που επαινέθηκε και στο εξωτερικό, ενώ συνεργάστηκε ξανά ύστερα από χρόνια με τον Νίκο Κούνδουρο, γράφοντας τη μουσική της ταινίας του Μπάιρον – Η μπαλάντα ενός δαιμονισμένου (1992).
Από το 1980 ο Γιάννης Μαρκόπουλος ήταν νυμφευμένος με την τραγουδίστρια Βασιλική Λαβίνα.