Στη Χαλδία τον έλεγαν και μουτζιρούμ’ (θηλ. μουτζουρούμ’σσα, ουδ. μουτζουρούμ’κον).
Η λέξη ετυμολογείται από το τουρκικό mucurum (παράλυτος, κατάκοιτος, ανάπηρος), και συνεκδοχικά στην ποντιακή διάλεκτο σημαίνει «Ανίκανος για κάθε πράξη, αδύνατος».
Ο Άνθιμος Παπαδόπουλος, μάλιστα, στο Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου παραθέτει κι ένα σχετικό μοιρολόι:
Υιέ μ’, π’ εχπάστες1 και θα πας και πού θ’ αφίντζ την χήρα σ’;
και πού θ’ αφίντζ τη μάννα σου γραίαν με τ’ ημ’σόν ψήν-ι;
και πού θ’ αφίντζ τα ορφανά σ’, μικρά και μουτζιρούμ’κα;