Καλοκαίρι 2020, ή αλλιώς το πρώτο καλοκαίρι του Covid -19. Τα νέα ήθη που έφερε η πανδημία χτύπησαν και τη διασκέδαση. Σύμφωνα λοιπόν με τους τότε υγειονομικούς κανόνες, απαγορευόταν ακόμα και σε ανοιχτούς χώρους, το κοινό να είναι όρθιο. Έπρεπε να είναι καθιστοί προκειμένου να μην υπάρχει επαφή ή να είναι όσο το δυνατόν λιγότερος ο κίνδυνος να μεταδοθεί ο ιός. Σίγουρα ήταν κάτι πρωτόγνωρο και αμήχανο. Ειδικά σε εκδηλώσεις όπως τα πανηγύρια. Παρόλα αυτά, το κοινό πειθάρχησε. Ήταν βέβαια άκρως σουρεαλιστικό να ακούει το κοινό π.χ., την «Παπαλάμπραινα» καθισμένο λες και είναι σε συναυλία ή στο θέατρο, αλλά πριν έρθει ο δεύτερος εγκλεισμός τα πανηγύρια πήγαν –συγκριτικά– καλά.
Το περασμένο καλοκαίρι επέστρεψαν θριαμβευτικά, κάνοντας τρελή επιτυχία όταν κάποια μεγάλα ονόματα της πίστας δεν γέμιζαν τους καλοκαιρινούς χώρους συναυλιών και εμφανίσεων γενικότερα.
Όσον αφορά το φετινό καλοκαίρι, υπάρχει μια συγκρατημένη αισιοδοξία, καθώς και ο καιρός αλλά και οι συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις –μην ξεχνάτε τον Οκτώβριο έχουμε και δημοτικές εκλογές– κάνει πολλούς του είδους να μιλάνε για πιθανή πτώση, έστω και μικρή. Όπως και να ‘χει τα πανηγύρια όχι μόνο είναι εδώ αλλά πλέον έχουν μεταλλαχτεί σε απόλυτη διασκέδαση έστω και αν έχουν πάει σε άλλες σφαίρες. Δηλαδή πλέον γίνονται σε τεράστιους χώρους με ρεπερτόριο που έχει και αυτό αλλάξει.
Η ιστορία των πανηγυριών
Σύμφωνα με τους ιστορικούς, τα πανηγύρια ξεκίνησαν επί Τουρκοκρατίας και χωρίζονταν, παλιά, σε τρία σκέλη: το θρησκευτικό, με λειτουργία στην εκκλησία και λιτάνευση της εικόνας, το ψυχαγωγικό, με όργανα, μουσική και χορό και το οικονομικό, καθώς στήνονταν υπαίθρια παζάρια. Οι κάτοικοι των χωριών είχαν την ευκαιρία να αναδιοργανώσουν τις κοινωνικές τους σχέσεις, να συνάψουν συμφωνίες. Ήταν ακόμη μία ευκαιρία για τα δύο φύλα να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, να γίνουν συνοικέσια που τις περισσότερες φορές οδηγούσαν σε γάμους.
Όλες οι γιορτές των αγίων είχαν και το πανηγύρι τους. Πολλές φορές οι μουσικοί φεύγανε από το ένα πανηγύρι και πηγαίνανε στο άλλο. Η συμφωνία ήταν να προσφέρουν φαγητό και ύπνο, σε σπίτια. Επίσης οι μουσικοί εισέπρατταν τη «χαρτούρα». Τα πανηγύρια γέννησαν και ανέδειξαν μεγάλους ερμηνευτές του είδους όπως τον Γιώργο Παπασιδέρη, τη Γεωργία Μηττάκη, τον Τάκη Καρναβά, τη Σοφία Κολλητήρη, τον μετρ των κλέφτικων Γιώργο Μεϊντάνα, το Δημήτρη Ζάχο, τον Κώστα Ρούκουνα, το Μίμη Ανδριανό, την Τασία Βέρα, τη Γεωργία Μπλάνα, τη Φιλιώ Πυργάκη κ.ά., αλλά και σπουδαίους μουσικούς.
Παλιά τα πανηγύρια «άρχιζαν του Αγίου Κωνσταντίνου και τελείωναν στις 8 Σεπτεμβρίου, στο γενέθλιο της Παναγίας.
Φυσικά κυριαρχούσε το δημοτικό τραγούδι και τα παραδοσιακά όργανα. Στην πορεία των χρόνων και ενώ άρχισε η παρακμή της διάδοσης του δημοτικού τραγουδιού, μπήκαν και άλλα όργανα στην ορχήστρα, όπως το συνθεσάιζερ. Και σιγά-σιγά άλλαξε το ρεπερτόριο. Ένα μίγμα λαϊκών με παραδοσιακή φόρμα άρχισε να κυριαρχεί. Έχουν συμβεί βέβαια και πέρα από λογική μουσικές συνυπάρξεις σε πανηγύρια όπως για παράδειγμα το 2019 στο Χειμαδιό Ηλείας. Ναι στο πανηγύρι ακούστηκαν οι trap επιτυχίες, «Δεν με θέλουν» και το «Μαμά».
Μπορεί το αρχικό κλίμα να έχει αλλάξει δραματικά, αλλά τα τελευταία χρόνια η νεολαία δείχνει να επιστρέφει σε αυτό το είδος της αυθεντικής διασκέδασης. Απλά το παιχνίδι παίζεται πλέον μα τα δικά τους ακούσματα, προσαρμοσμένα.
Η εξέλιξη του είδους
Ήταν στα τέλη της δεκαετίας του ’80, όταν ο Διονύσης Σαββόπουλος διοργάνωσε μια μεγάλη συναυλία για το ελληνικό τραγούδ . Ανάμεσα στα ονόματα που συμμετείχαν ήταν και η Τασία Βέρρα. Πολλοί αναρωτήθηκαν ποια ήταν, ενώ οι γνωρίζοντες τούς απαντούσαν ότι είναι μια από τις κορυφαίες φωνές του δημοτικού τραγουδιού. Το τελευταίο οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι δρούσε στο περιθώριο της δισκογραφίας. Ελάχιστες ήταν οι μεγάλες εταιρείες που είχαν επενδύσει σε αυτήν την μουσική. Στην ουσία, η απελευθέρωση του παραδοσιακή τραγουδιού, ήρθε από τη θάλασσα. Και συγκεκριμένα από τα «Νησιώτικα» του Γιάννη Πάριου, που το 1981 είχαν κάνει ρεκόρ πωλήσεων. Τα νησιώτικα τσίμπησαν και στην ουσία έγιναν οικογενειακή υπόθεση, των Κονιτοπουλαίων που έβγαλε και ονόματα που κάνανε σουξέ και πέρασαν και από τις μεγάλες πίστες. Αλλά με το άλλο τραγούδι της υπαίθρου, τι γινόταν;
Μπορεί το όνομα της Έφης Θώδη να φέρνει σε πολλούς μνήμες κακής, κιτς τηλεόρασης, που έφεραν και την ίδια σε πολύ δύσκολη θέση, όμως κακά τα ψέματα ήταν από τους τραγουδιστές που έφεραν τη νέα γενιά κοντά στο παραδοσιακό τραγούδι. Έστω και με έναν τρόπο κάπως γκροτέσκ. Εκεί στα τέλη των 90s που το ελληνικό τραγούδι, έχει εγχώριες μιμήτριες της Madonna και σοφτ λαϊκούς που κοιτάζουν προς την ποπ μεριά, μπερδεύοντας την Πειραιώς με το Λας Βεγκας, σαν εναλλακτικό, σαν cult αρχίζουν να παίζουν μπάλα και λαϊκό-δημοτικά τραγούδια. Και όχι μόνο στα πανηγύρια ή στα ειδικά μαγαζιά, αλλά ακόμα και σε club και σε ειδικές βραδιές. Σιγά-σιγά σαν μυστικό, αρχίζουν δίπλα στο «Γεια» της Βανδή, παίζανε το «Γλύκα-γλύκα».
Τα νέα ήθη
Τα χρόνια λίγο πριν από την κρίση, είχε αρχίσει η πτώση της νυχτερινής διασκέδασης. Όχι όμως στα μαγαζιά που παίζουν το νέο υβρίδιο μεταξύ παραδοσιακού και λαϊκού. Αυτά τον χειμώνα, γιατί το καλοκαίρι που αρχίζουν τα πανηγύρια που πάνε σφαίρα. Οι υπεύθυνοι εντοπίζουν ότι αρχίζει να πηγαίνει και νεαρόκοσμος στα πανηγύρια. Οπότε αλλάζουν σιγά-σιγά και οι καταστάσεις και οι οικονομικές καταστάσεις. Πλέον τα πανηγύρια γίνονται σε τεράστιους –για τα προηγούμενα δεδομένα– χώρους. Δεν θα ήταν υπερβολή να λέγαμε ότι, τηρουμένων των αναλογιών, πλέον τα πανηγύρια μοιάζουν με ροκ συναυλίες. Και ως λαϊκό θέαμα, τα πανηγύρια είναι ανοιχτά σε όλους. Με μια ελάχιστη κατανάλωση, που άλλοτε είναι η είσοδος ή ότι πάρει κάποιος για βρώση και πόση. Το χοντρό χαρτί πάντως έρχεται στις παραγγελιές. Δηλαδή αν κάποιος θέλει ένα τραγούδι ξέχωρα από το ρεπερτόριο ή να χορέψει μόνο αυτός ή η παρέα του, θα πληρώσει. Σε μερικά πανηγύρια παίζει και συγκεκριμένη τιμή.
Στα νέα ήθη έχουμε το γλέντι να πηγαίνει ως αργά. Ή μάλλον ως το ξημέρωμα της άλλης μέρας. Υπάρχουν τραγουδιστές και μουσικοί που μπορεί να χτυπήσουν και 12ώρα πάνω στην πίστα. Φυσικά ανάλογη εξέλιξη έχουν και οι ηχητικές εγκαταστάσεις. Ένας ολόκληρος στρατός εργαζομένων εργάζεται για τα πανηγύρια. Κυρίως στο τομέα της ηχοληψίας. Και εδώ η τεχνολογία εξελίσσεται και πλέον υπάρχουν ηχητικές και οπτικές εγκαταστάσεις που δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα τις συναυλίες που λέγαμε πιο πάνω.
Τα πρώτα χρόνια της κρίσης, δηλαδή την προηγούμενη δεκαετία, υπήρχαν και εμφανίσεις μεγάλων ονομάτων, φυσικά από το λαϊκό και λαϊκοπόπ μέτωπο, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία.
Όσον αφορά τις συμφωνίες, με τα μεγάλα ονόματα –γιατί παίζουν και εμφανίσεις εκτός Ελλάδος– γίνονται κάποιους μήνες πριν. Είτε μέσω manager, είτε μέσω των ίδιων των καλλιτεχνών. Ειδικά οι πιο έμπειροι, δεν θα ήταν υπερβολή να λέγαμε ότι σχεδόν κάθε χρόνο παίζουν συγκεκριμένες ημερομηνίες, κυρίως σε γιορτές αγίων, που εμφανίζονται στο ίδιο μέρος. Τη διοργάνωση την κάνουν κυρίως σύλλογοι, αλλά ακόμα και ενορίες.
Οι σταρ του είδους
Αυτό το είδος όμως έχει πλέον και τους δικούς του σταρ. Με τη βοήθεια βέβαια της τηλεόρασης, που ψάχνει σαν βαμπίρ πρόσωπα, τα μεγάλα ονόματα του λαϊκοπαραδοσιακού τραγουδιού παίζουν πλέον στα ίσα τους αντίστοιχους συναδέλφους τους από το χώρο των μπουζουκιών ή ακόμα και της ποπ. Έχοντας υιοθετήσει ένα casual στυλ, αν δεν ξέρει κάποιος το ρεπερτόριο του κάθε καλλιτέχνη, δύσκολα ξεχωρίζει ποιος είναι της πίστας και ποιος της υπαίθρου. Και αν αναρωτιέστε αν σε αυτό τον ξεχωριστό χώρο υπάρχουν βεντετιλίκια και αντιπαλότητες, η απάντηση είναι «ναι». Ας γνωρίσουμε κάποιους από τους σταρ του είδους:
Γιώτα Γρίβα: Σταρ και με πτυχία
Με την φωνή της, έχει «οργώσει» όλη την Ελλάδα. Την έχουν αποκαλέσει βασίλισσα του δημοτικού τραγουδιού. Η μεγάλη Φιλιώ Πυργάκη την έχει χαρακτηρίσει διάδοχό της.
Η Γιώτα Γρίβα είναι Σαρακατσάνα και το καυχιέται. Έχει σπουδάσει μουσική και κατέχει Bachelor στην ερμηνεία παραδοσιακού τραγουδιού και Master στη διεύθυνση παραδοσιακής ορχήστρας και χορωδίας. Από το 2003 και μετά εργάζεται σε νυχτερινά κέντρα της Αθήνας με τους διασημότερους καλλιτέχνες της δημοτικής μουσικής, ενώ τα καλοκαίρια εμφανίζεται σε εκδηλώσεις σε όλη την περιφέρεια.
Έχει φτάσει να δουλεύει 29 μέρες τον μήνα. ΄Όταν ανεβαίνει πάνω στην πίστα, πολλές φορές γίνεται μέρα, μέχρι να τελειώσει το πρόγραμμά της.
Είναι παντρεμένη με τον Γιώργο Κλάρα και έχει δύο γιους. Πάνω από τη δουλειά της βάζει την οικογένεια και έχει δηλώσει πως: «Θέλω τα παιδιά μου να έχουν αναμνήσεις από το μπαμπά και τη μαμά, όχι μόνο από τους παππούδες τους».
Γωγώ Τσαμπά: Τα «καγκέλια» που την έφεραν στην κορυφή
Το καλοκαίρι του 2012, από το πουθενά και μέσα στον πανικό της κρίσης σκάνε δυο απρόσμενα σουξέ: «Τα καγκέλια» και το «Δεν σου κάνω τον άγιο».
Αν και προϋπήρχαν ως τραγούδια –τον Άγιο τον είχε πει πρώτος ο Δημήτρης Κοντολάζος το 1996–, την επιτυχία τους την πιστώθηκε μια νεαρή τότε κοπέλα, η Γωγώ Τσαμπά. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Ορχομενό Βοιωτίας. Ο πατέρας της Θοδωρής Τσαμπάς (Μποδοσάκης, είναι το πραγματικό τους επώνυμο) ήταν τραγουδιστής δημοτικών τραγουδιών και ιεροψάλτης και έτσι από μικρή ηλικία είχε παρόμοια ακούσματα από την ελληνική δημοτική παράδοση.
Στο γυμνάσιο ήταν καλή μαθήτρια, αλλά μετά στο Λύκειο που άρχισε να δουλεύει, δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί. Τελικά έφτασε μέχρι τη Β’ Λυκείου. Αν και άκουγε παραδοσιακά και γενικότερα ελληνικά τραγούδια, ως έφηβη είχε γράψει κασέτες με ξένη μουσική. Της άρεσαν, μεταξύ άλλων, οι Boney M, η Whitney Houston και η Celine Dion.
Ακολουθούσε τον πατέρα της –δεν ζει πια–, στις εμφανίσεις του. Αρχικά εκείνη έκανε και χρέη ηχολήπτη. Αυτό σημαίνει ότι έχει βιώσει και τη αγριότητα στα πανηγύρια, από πολύ μικρή. Έχει δει σκηνικά ακόμα και με πυροβολισμούς. Μάλιστα κάποιος είχε φέρει και καραμπίνα από το σπίτι του.
Από τα πιο ξεχωριστά πράγματα που της έχουν συμβεί είναι να της κάνουν πρόταση γάμου ακόμα και επί σκηνής. Είτε δίνοντας της χαρτάκι, είτε ακόμα και δαχτυλίδι.
Η ίδια έχει απαντήσει: «Ρωτήστε την μαμά μου».
Στον τομέα «γάμος», έχει βοηθήσει όμως και έναν θαμώνα να κάνει πρόταση στην καλή του μέσω μικροφώνου, όταν η Γωγώ τραγουδούσε. Βέβαια λίγο πριν τον είχε ρωτήσει: «Ρε συ το ξέρει (η νύφη) ή θα φάμε ξύλο;
Από τα πιο διασκεδαστικά πράγματα που της έχουν συμβεί σε εμφανίσεις είναι οι τούμπες που έχει φάει και που μάλιστα γελάει και η ίδια. Τη συγκινεί η αγάπη του κόσμου. Από τις μεγάλες ηλικίες μέχρι και τα μωράκια που της δίνουν οι θαμώνες να τα πάρει αγκαλιά.
Όταν έγινε γνωστή με τα ΜΜΕ λίγο τρόμαξε. Υπήρξε μάλιστα και μια εκπομπή που ήθελε να φύγει στα μισά. Όσον αφορά τη σχέση της με τα μέσα είπε: «Στην αρχή ήταν βουνό, τώρα ψηλό κάστρο».
Έχει αποκαλύψει πως: «Είχα 10 χρόνια σχέση. Ήταν με θαυμαστή μου. Ήρθε στο πανηγύρι, ακολούθησε για έναν μήνα στο τουρνέ και είπα να δω πού θα πάει. Εντάξει, πήγε 10 χρόνια». Για το ενδεχόμενο να κάνει οικογένεια, η ίδια είχε συμπληρώσει: «Δεν προέκυψε να κάνω οικογένεια, αλλά εάν προκύψει, ας έρθει. Αλλά δεν θέλω άλλα βάσανα, άλλη ταλαιπωρία στη ζωή μου».
Όσον αφορά το αλκοόλ έχει πει: «Όταν θες όντως να κόψεις κάτι, θα το κόψεις. Εάν θες να το αρχίσεις, θα το αρχίσεις. Στα πανηγύρια μου δίνουν να πιω, αλλά αν πω όχι, είναι όχι. Το σέβονται. Πλέον αν βγω και πιω, ξέρω πού πρέπει να σταματήσω. Το έκοψα όταν κατάλαβα ότι δεν θέλω να κάνω κακό στον εαυτό μου». Έχει βιώσει και το εξής παράδοξο. Είχε κάποιους σκληροπυρηνικούς θαυμαστές που για ένα μήνα έπιναν σαμπάνια από σχεδόν όλα τα παπούτσια της. Και δεν φτάνει αυτό, αλλά τα έπαιρναν και στο σπίτι τους. « Και μετά τα έφεραν στη γιορτή μου, που τους είχα καλέσει. Δεν σας κάλεσα για να μου φέρετε τα παπούτσια», ανέφερε η τραγουδίστρια.
Γιάννης Καψάλης: Η συνέχεια της παράδοσης
Κατάγεται από μουσική οικογένεια και συγκεκριμένα από τον παππού του Πολυχρόνη Καψάλη. Ο Γιάννης Καψάλης είναι το δεύτερο παιδί του Σταύρου Καψάλη. Ο πατέρας του τον έβαλε να μάθει κιθάρα, φωνητική και βυζαντινή μουσική, ενώ πρώτη φορά τραγούδησε σε πανηγύρι στο χωριό του σε ηλικία 12 ετών.
Ξεκίνησε λοιπόν από μικρός χωρίς μισθό, αλλά με τη… «χαρτούρα». Έπρεπε δηλαδή με τα χρήματα που θα σου δώσει ο άλλος να τον ευχαριστήσεις, Αν δεν άρεσε σε αυτόν που έκανε την παραγγελιά ο τρόπος που έλεγαν το τραγούδι, μπορεί και να μην τους πλήρωναν.
Οι ρίζες τους είναι από τα Ζαγοροχώρια. Ο προπάππος του είχε πάει γαμπρός στη Ζίτσα Ιωαννίνων. Σε αυτό το μέρος –που εκτός των άλλων βγάζουν ονομαστό και καλό κρασί – θα ήθελε να ζήσουν τα παιδιά του. Έτσι ο Γιάννης γεννήθηκε στη Ζίτσα Ιωαννίνων αλλά πολύ νωρίς η οικογένεια ήρθε στην Αθήνα. Αρχικά στην πλατεία Βάθης και μετά στη Νέα Ιωνία.
Το 2007 ήρθε στο μαγαζί στα «Αγρίμια», μια παρέα από το Καρπενήσι και του ζήτησαν τα «Καγκέλια». Του είπαν «Βάλε πιο πολλά “πω πω πω”, μας αρέσει αυτό», τους λέω εγώ επί λέξη «Τι βλακείες λέτε ρε παιδιά;», και όμως με τα πολλά «πω πω πω» έγινε το μεγαλύτερο σουξέ στο δημοτικό τραγούδι την τελευταία 10ετία μαζί με το «Σκάνια». Το «Σκάνια» έχει και αυτό την ιστορία του. Το είχε τραγουδήσει πρώτος ο Ανδρέας Κωνσταντινόπουλος, και ο στίχος έλεγε: “Πάρε το αμάξι και τράβα στο καλό”. Πάλι το 2007 στα «Αγρίμια», είχαν έρθει μια μάζωξη από νταλικέρηδες και όπως τραγούδαγε το «Πάρε το αμάξι και άντε στο καλό» του είπαν: «Σε παρακαλώ, μπορείς να πεις, αντί για αμάξι, “πάρε το Scania;”». Από ‘κει και πέρα ξεκίνησε μια νέα πορεία για το τραγούδι.
https://www.youtube.com/watch?v=ZX135kIqKpw
Έχει βρεθεί και σε φάσεις που του ζητούσαν ένα τραγούδι και δεν το ήξερε. Παλαιότερα πήγαινε σε ένα δισκάδικο και αγόραζε την κασέτα που είχε το τραγούδι που του είχαν ζητήσει. Πλέον φυσικά τα ψάχνει στο youtube. Πάντως το τραγούδι που έχει πει περισσότερο απ’ όλα είναι το «Στης Πάργας τον ανήφορο».
Από τις πιο αξέχαστες φάσεις που του έχουν συμβεί, ήταν σε ένα live στην Γερμανία, έφευγε το αεροπλάνο στις 11:00 και μέχρι τις 10:30 ήταν ακόμα στο μαγαζί και παίζανε. Καταφέραν να φύγουν μόνο επειδή η εταιρεία έκανε καθυστέρηση.
Έχει συνεργαστεί μεταξύ άλλων με: Μάκη Χριστοδουλόπουλο, Βασίλη Καρρά, Πάνο Κιάμο και Στέλιο Ρόκκο. Ο τελευταίος τον πήρε μαζί του σε μια εκπομπή του Παπαδόπουλου και τραγούδησε και τρία τραγούδια του: «40 κύματα» , «Έλα έρωτα τσιγγάνε» και «Αυγουστιάτικο φεγγάρι». Αισθάνθηκε λίγο περίεργα στην αρχή, αλλά τελικά άρεσε στον κόσμο. Από διαφορετικά από το δημοτικό τραγούδια, δεν ακούει heavy metal, αλλά του αρέσουν τα ξένα ethnic τραγούδια, αλλά και μελωδίες της Whitney Houston και Mariah Carey. Από την τελευταία, τραγούδησε σε εκπομπή (breakfast@ star) «All I want for Christmas» –στα ελληνικά– και της ζήτησε και δημόσια συγνώμη για την εκτέλεση του!
Το πιο «άγριο» που του έχει τύχει σε εμφανίσεις είναι να τελειώνει εμφάνισή του Κυριακή μεσημέρι και η επόμενη να είναι Κυριακή βράδυ. Προσέχει πολύ τη φωνή του. Το μυστικό για να κρατιέται σε φόρμα είναι να κοιμάται 5-7 ώρες και να πίνει καμία βιταμίνη και φυσικά να κάνει τον σταυρό του. Όταν σε ένα μέρος δεν έχει περάσει καλά, ή έχουν συμβεί κάποια έκτροπα, απλά δεν πηγαίνει ξανά την επόμενη χρονιά.
Έχει κάνει δύο γάμους και έχει τέσσερα παιδιά: τρία κορίτσια (22, 19 και 8 χρονών) και έναν γιο που γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 2021 και είναι σήμερα 16 μηνών. Και οι τρεις κόρες του έχουν πολύ ωραία φωνή αλλά ντρέπονται να τραγουδήσουν μπροστά σε κόσμο. Τον μικρό θα ήθελε να τον δει κλαρινιτζή, για να συνεχίσει την παράδοση. Αλλά αυτό που προέχει είναι να βγει καλός άνθρωπος και να σέβεται το συνάνθρωπό του.
Όταν γεννήθηκε ο μικρός έγραψε στα social: «Να μας ζήσεις λεβέντη μου. Να είσαι γερός ευλογημένος με υγεία πάνω απ’ όλα στη ζωή σου αγάπη μου όμορφη. Για τετάρτη φορά πατέρας απλά τα συναισθήματα αυτή τη στιγμή απερίγραπτα. Ευχαριστώ τη γυναίκα μου Παναγιώτα Κοκκίνη να μας ζήσει ο μπέμπης αγάπη μου. Κατερίνα, Νονίτσα και Ολσιάκι. Από σήμερα έχετε και τον αδερφό σας. Σας αγαπώ !!!!!Είσαστε όλη η ζωή μου!!!!!!!». Η τωρινή του σύζυγος Παναγιώτα, ήταν νοσηλεύτρια αλλά τα άφησε όλα για να μεγαλώσει τα παιδιά του. Για χάρη της συνέγραψε το τραγούδι «Με έφαγε η μικρή», που είναι από τα σουξέ του.
Κωνσταντίνα Τούνη: Το νέο αίμα
Η Κωνσταντίνα Τούνη γεννήθηκε το 1994 στα Ιωάννινα. Μεγαλώνοντας σε μία οικογένεια με πατέρα μουσικό, ήρθε σε επαφή από πολύ μικρή ηλικία με το παραδοσιακό τραγούδι. Έτσι, δεν άργησε πολύ να ανέβει στη σκηνή, να την μάθει ο κόσμος της Ηπείρου και να αρχίσει να τη ζητά. Είναι στο χώρο επίσημα από τα 14 της χρόνια.
Μεγαλώνοντας, θα βρεθεί καλεσμένη σε Ηπειρώτικο Σύλλογο της Γερμανίας, γεγονός που θα γίνει αφορμή να γνωρίσει τον εξαίρετο μουσικό κλαρινετίστα, Τρύφωνα Αναστασίου, ο οποίος υπηρετεί το παραδοσιακό Δημοτικό τραγούδι στην ξενιτιά. Αυτή η συνάντηση θα γίνει σταθμός στη ζωή της, μιας και θα συνεργαστούν, καταλήγοντας σήμερα να είναι, εκτός από μουσικό ζευγάρι, και ζευγάρι στη ζωή. Γυρίζουν μαζί όλη την Γερμανία καθώς και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, κρατώντας συντροφιά στον απόδημο Ελληνισμό, που τους βάζει στη καρδιά του και τους εκτιμά βαθύτατα. Το 2021 συμμετείχε στο «The Voice ». Εκεί δήλωσε με συγκίνηση πως όνειρο και επιθυμία της είναι να καταφέρει να επιστρέψει με την οικογένεια της πίσω στην αγαπημένη της Ελλάδα. Ωστόσο, η στιγμή αυτή δεν άργησε να έρθει και το ζευγάρι παίρνει την μεγάλη απόφαση και επιστρέφει στη γενέτειρά του. Μέχρι στιγμής η Κωνσταντίνα έχει σαν ορμητήριο της τα Γιάννενα, αλλά μπορεί και να κατέβει στην Αθήνα, για να συντονίσει την καριέρα της.
Τζένη Κατσίγιαννη: Οικογενειακή υπόθεση
Από μικρή ηλικία λάτρευε τη μουσική και το τραγούδι, μιας και είχε καταγωγή από μουσική οικογένεια. Ο πατέρας της είναι ο τραγουδιστής Φώτης Κατσίγιαννης, ο «βασιλιάς» του δημοτικού τραγουδιού.
Ξεκίνησε να τραγουδά επαγγελματικά πριν ακόμα ενηλικιωθεί. Τα πρώτα της βήματα έγιναν στο «Γλυκοχάραμα» το 2004. Έκτοτε συνεργάζεται με τον αδελφό της Γιάννη Κατσίγιαννη ο οποίος είναι και αυτός στον καλλιτεχνικό χώρο. Έχει κάνει αρκετές μεγάλες συνεργασίες με διαχρονικά ονόματα όπως η Φιλιώ Πυργάκη, Γιώργος Μπέκιος, Κώστας Αριστόπουλος και πολλοί άλλοι. Μερικές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της είναι ο «Γιατρός» και η «Συμπεθέρα».
Τον Σεπτέμβριο του 2016 η τραγουδίστρια παντρεύτηκε τον αγαπημένο της Χρήστο Μαγκλάση. Με τη συνοδεία παραδοσιακών μουσικών οργάνων, η Τζένη ντυμένη στα λευκά, πήγε στην εκκλησία.
Χαρά Βέρρα: Η πρώτη που έσπασε τα στεγανά
Η Χαρά Βέρρα κατάγεται από την Πάτρα και προέρχεται από την πολύ γνωστή οικογένεια Βέρρα-Μπάρμπα. Κόρη του Γιώργου Βέρρα και ανιψιά της Τασίας Βέρα. Όλοι οι θείοι της (οχτώ αδέρφια) ήταν τραγουδιστές μεγάλης αξίας.
Ο πατέρας της από την παιδική ηλικία την έπαιρνε μαζί του στα πανηγύρια και σε ηλικία δώδεκα ετών την ανέβασε στο πάλκο. Ο Κώστας Πίτσος από νωρίς διέκρινε το ταλέντο της και την συμπεριέλαβε στο σχήμα του στο κέντρο «Όραμα Πατρών» το 2000. Την επόμενη περίοδο μαζί με τον παραγωγό Ανδρέα Σταματελάτο κυκλοφόρησαν τον πρώτο της cd. Ακολούθησαν άλλες δύο δισκογραφικές δουλειές μέσα από της οποίες ξεχώρισαν επιτυχίες όπως το «Ύποπτα γυρνάς», «Δυο αγάπες δυο καρδιές», «Θα κάνω ζημιές». Την πρώτη της εμφάνιση στη νυχτερινή Αθήνα την έκανε στο κέντρο «Έλατο» μαζί με τον Γιώργο Βελισσάρη (πρωτοεμφανιζόμενος και αυτός τότε),
https://www.youtube.com/watch?v=YEx9B9_91CI
Έχει κάνει εμφανίσεις σε όλη την Ελλάδα και στο εξωτερικό. Και φυσικά έχει οργώσει τα πανηγύρια. Πριν μερικά χρόνια, τόλμησε να διαγωνιστεί στο μουσικό show «J2US» και μάλιστα μαζί με τον Τρύφωνα Σαμαρά. Και λέμε τόλμησε γιατί ήταν μια κίνηση που καμία άλλη τραγουδίστρια του είδους δεν είχε κάνει νωρίτερα. Μπορεί να υπήρξαν αντιδράσεις, κυρίως από το χώρο που εκπροσωπεί, όμως εκείνη και διασκέδασε και ανανέωσε το κοινό της. Όσον αφορά την προσωπική της ζωή, έχει δύο παιδιά, την Κωνσταντίνα και την Γεωργία και μια εγγονή, ενώ τα τελευταία 15 χρόνια ζει στην Αθήνα.
Μάκης Τσίκος: Ο άρχοντας του κλαρίνου
Είναι παιδί της ξενιτιάς. Γεννήθηκε στον Καναδά και 8 ετών ήρθε στην Ελλάδα. Η καταγωγή του είναι από το Μορφάτι Θεσπρωτίας, αλλά η οικογένειά του ζει στην Κρύα Βρύση Γιαννιτσών.
Ξεκίνησε να παίζει κιθάρα, γιατί ο πατέρας του παίζει κλαρίνο και ήθελε να πηγαίνει μαζί του, όμως γρήγορα συνειδητοποίησε πως του άρεσε να παίζει κ ο ίδιος κλαρίνο. Τότε άκουσε τον πατέρα του που τον συμβούλεψε να αφοσιωθεί σε ένα όργανο, αλλιώς θα γινόταν μέτριος. Έτσι επέλεξε το κλαρίνο. Έχει συνεργαστεί με καταξιωμένους καλλιτέχνες και τον έχουν προτιμήσει σε πολλές δισκογραφικές δουλειές, ενώ είναι κουμπάρος με τον Γιάννη Καψάλη.
Σπύρος Δευτεραίος