Το βιβλίο με τίτλο «Κουρού Καϊμάκ» (Ξερό Καΐμάκι) της Καίτης Αναστασιάδου πρόκειται να παρουσιαστεί την Κυριακή 28 Μαΐου, στις 19:30, στην αίθουσα του Πνευματικού Κέντρου Νέας Φιλαδέλφειας (Ν. Τρυπιά 45).
Για το βιβλίο θα μιλήσουν ο ποιητής Στέφανος Κατής και η κόρη της συγγραφέως Μαριάννα Κατσοπούλου, ενώ την εκδήλωση θα πλαισιώσουν μουσικά ο Γιώργος Κωνσταντινίδης στο τραγούδι και την κιθάρα) και ο Αργύρης Καραγγελής στο πιάνο.
Η ιστορία πίσω από το βιβλίο
Αν και η ιστορία της Μικράς Ασίας είναι πανταχού παρούσα, το «Κουρού Καϊμάκ» μιλά ουσιαστικά για την οικογένεια της συγγραφέως, από τους γεννημένους στην Καππαδοκία προγόνους της μέχρι τη σύγχρονη εποχή στην Ελλάδα,
Σημείο αναφοράς του βιβλίου είναι πάντα η Πόλη. «Γιατί η “Πόλις” δεν “εάλω” το 1453. Η Πόλη χάθηκε οριστικά τον 20ό αιώνα… σταδιακά, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο… Με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, με το «βαριλίκι» (φόρος που επέβαλαν οι τουρκικές αρχές στις ιδιοκτησίες των Ελλήνων της Πόλης, με αποτέλεσμα να χαθούν οι περισσότερες περιουσίες τους), με τα Σεπτεμβριανά, με τις απελάσεις» (σελ. 203).
Οι ζωές των μελών της οικογένειας της συγγραφέως είναι πολυκύμαντες σε συμβάντα, τα οποία ξεφεύγουν από μια συνηθισμένη και ομαλή ζωή, καθώς βρίθουν από ήπιες εναλλαγές, βίαιες ανατροπές, συμπτώσεις και μοιραίες παρεξηγήσεις.
Το «κουρού καϊμάκ» δεν έχει καμιά σχέση με το γνωστό κρεμώδες φρέσκο καϊμάκι που συνοδεύει τα σιροπιαστά γλυκά. Αυτό του βιβλίου παρασκευάζεται στην Καππαδοκία, «την εποχή της μεγάλης παραγωγής, από γάλα βουβαλίσιο, ολόπαχο, που βράζει ώρες σε πλατιά ταψιά πάνω από χαμηλή φωτιά, μέχρι να μείνει μια παχιά πέτσα, το καϊμάκι, το οποίο στη συνέχεια ξεραίνεται στο ήλιο. Είναι προϊόν ιδιαίτερα θρεπτικό, ικανό να θρέψει τους κατοίκους της άνυδρης Καππαδοκίας κατά τις περιόδους της ξηρασίας και του χειμώνα».
Το ξερό καϊμάκι τελικά ταξιδεύει, από την εγγονή της γιαγιάς Μαρίκας, από την Καππαδοκία για να φτάσει στην Ελλάδα και να σκορπιστεί θρυμματισμένο στον οικογενειακό τάφο στο Μαρούσι, κάτι σαν τάμα, αλλά και σαν υπόσχεση ότι η ζωή συνεχίζεται παρά τις όποιες αντιξοότητες.
«Ουσιαστικά, οι Πολίτες στην Αθήνα δεν ένιωσαν Έλληνες. Εξακολουθούσαν να νιώθουν Ρωμιοί, όπως και στην Πόλη. Ξένοι και στην Τουρκία, ξένοι και στην Ελλάδα» (σελ. 218). Αξίζει να σημειώσουμε την υποδοχή των «Ελλαδιτών» απέναντι στους πρόσφυγες το 1922, με τους μειωτικούς χαρακτηρισμούς «τουρκόσποροι», «πρόσφηγκες», «ογλούδες», «παστρικιές» κ.ά.
«Αυτό το βιβλίο -που γράφτηκε σε δύο φάσεις- είναι ένα παραμύθι, όπως αυτά που λένε οι γιαγιάδες στα εγγόνια τους ή και στη γειτόνισσα καμιά φορά, άλλες φορές πλατειάζοντας για τα ασήμαντα και άλλες φορές πηδώντας από θέμα σε θέμα, χωρίς σύνδεση. Είναι ένα παραμύθι, γιατί η ζωή είναι πιο πολύπλοκη από τη μυθοπλασία, γιατί όλοι είναι πρωταγωνιστές στη δική τους ιστορία, αλλά κυρίως γιατί η ζωή συνεχίζεται πάντα και μετά το “ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα”… » (Απόσπασμα από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου).
Με πληροφορίες από την ιστοσελίδα efsyn.gr