Ο Βασίλης Γεωργιάδης γεννήθηκε στις 12 Αυγούστου του 1921 στα Δαρδανέλια. Όταν ήταν 8 μηνών η οικογένεια πήρε το δρόμο της προσφυγιάς από τα χώματα της Μικρασίας. Ο πατέρας διάλεξε το Ξυλόκαστρο για να εγκατασταθούν, διότι του θύμιζε τον τόπο που άφησαν πίσω τους.
Ο μικρός λάτρεψε την περιοχή και μάλιστα είχε δηλώσει: «Τώρα αν πηγαίναμε σε καμιά Θεσσαλία ή σε καμιά Ήπειρο δεν ξέρω αν θα γινόμουν καλλιτέχνης. Το τοπίο όπου μεγάλωσα, το δάσος, οι θάλασσες, οι λόφοι που περπάτησα μπήκαν μέσα μου και μου έδωσαν μια διάθεση να ασχοληθώ και να εκφραστώ καλλιτεχνικά».
Από μικρός είχε τέτοιες τάσεις, χωρίς όμως να προσδιορίζει προς τα πού θα ήθελε να κινηθεί. Στα 14 του μετακόμισε στην Αθήνα· το τέλος της εφηβείας ήταν η αρχή της Κατοχής, η οποία τον «έβαλε» και στην Αντίσταση. Το γράψιμο είχε ήδη μπει στη ζωή του, αλλά όχι με σενάρια ή μυθιστορήματα, με ποιήματα.
Ακαδημία Κινηματογραφικών Σπουδών
Αποφάσισε να σπουδάσει Πολιτικές Επιστήμες, όμως έφτασε να χρωστάει 22 μαθήματα, ενώ παράλληλα η πολιτική είχε ήδη απομυθοποιηθεί μέσα του. Τυχαία είδε μια διαφήμιση σχολής με τον βαρύγδουπο τίτλο «Ακαδημία Κινηματογραφικών Σπουδών» – ο άνθρωπος που αργότερα εξελίχθηκε σε έναν από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες της χώρας, σπούδασε από… τύχη, σε μια περίοδο που οι αμερικανικές ταινίες πλημμύριζαν την ελληνική αγορά.
Τρία χρόνια σπουδών χρειάστηκε για να μάθει πώς το έργο του συγγραφέα γίνεται εικόνα από τον σκηνοθέτη. Δύο φουρνιές καλλιτεχνών πρόλαβε να βγάλει η Ακαδημία προτού κλείσει, αλλά μνημονεύεται μέχρι και σήμερα, όχι μόνο για τον Βασίλη Γεωργιάδη, αλλά και για τον Ιάκωβο Καμπανέλλη, ο οποίος έγραψε για τον συμμαθητή του το πρώτο του σενάριο, ενώ στη συνέχεια του έδωσε ακόμα δύο.
Παίζουμε μπάλα τώρα
Η πρώτη ταινία του είχε τίτλο Άσσοι του γηπέδου. Κυκλοφόρησε το 1965 και η πρωτοτυπία της ήταν ότι οι επαγγελματίες ηθοποιοί έπαιζαν συμπληρωματικούς ρόλους. Στους πρωταγωνιστικούς βρίσκονταν οι τότε… πρωταγωνιστές του ελληνικού ποδοσφαίρου.
«Καθώς δούλευα ως βοηθός με ενοχλούσε το γεγονός ότι οι ηθοποιοί μιλούσαν με στόμφο. Και λέω: “Γιατί μιλάνε έτσι και δεν έχουν την καθημερινή τους όψη;”. Tο είπα στον σκηνοθέτη και μου απάντησε ότι πάνε και σπουδάζουν για να μιλάνε έτσι», είχε πει ο Βασίλης Γεωργιάδης.
Το φιλμ δεν έκανε εμπορική επιτυχία, αλλά τάραξε τα νερά. Σε τέτοιο βαθμό που η Ελένη Βλάχου έγραψε στην Καθημερινή ότι πρόκειται για έργο του Γιώργου Τζαβέλλα, ο οποίος επειδή άλλαξε εκφραστικούς τρόπους επέλεξε να χρησιμοποιήσει το όνομα του βοηθού του Βασίλη Γεωργιάδη. Μάλιστα, στο ίδιο χρονογράφημα έστελνε τους ηθοποιούς να δουν την ταινία, ώστε να πάρουν μαθήματα σχετικά με την κινηματογραφική ερμηνεία.
Ο δρόμος προς τα Όσκαρ
Αρχικά Τα κόκκινα φανάρια γράφτηκαν για το θέατρο – στις αρχές του 1960 ανέβηκαν στο «Πορεία». Το κείμενο ήταν του Αλέκου Γαλανού και η σκηνοθεσία του Αλέξη Δαμιανού. Αργότερα η εταιρεία «Δαμασκηνός -Μιχαηλίδης» αγόρασε τα δικαιώματα για την κινηματογραφική μεταφορά και ο Βασίλης Γεωργιάδης ανέλαβε τη σκηνοθεσία.
Πιστός στις ρεαλιστικές γραμμές –όσο το επέτρεπε φυσικά η εποχή–, πήρε τις πρωταγωνίστριες και κατέβηκαν στην Τρούμπα για να δουν από κοντά τους χώρους αλλά και τις εργαζόμενες. Φυσικά όλα αυτά έγιναν μεσημέρι προς απόγευμα και με ισχυρή συνοδεία από την παραγωγή.
https://www.youtube.com/watch?v=zs-auw5yA1U
Όσο για την ταινία; Υπερπαραγωγή με τα όλα της. Και το μεγαλύτερο μέρος γυρισμένο σε στούντιο. Ο δε δρόμος όπου εκτυλίχθηκε το φινάλε με τα κορίτσια να φεύγουν από την Τρούμπα, δεν ήταν στον Πειραιά, αλλά στο στούντιο «Άλφα» στο Μαρούσι όπου για πρώτη φόρα μπήκε μέσα στο πλατό ακόμα και αυτοκίνητο.
Και την άνοιξη του 1964 έγινε το δεύτερο ελληνικό φιλμ (μετά την Ηλέκτρα του Κακογιάννη) που μπήκε στην οσκαρική 5άδα για το Βραβείο Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας.
Δύο χρόνια αργότερα συνέβη το ίδιο, με Το χώμα βάφτηκε κόκκινο. Που είχε θέματα στη χώρα μας καθώς αφορά τον ξεσηκωμό των αγροτών στην Θεσσαλία, αλλά ήταν γυρισμένο υποδειγματικά με τους κανόνες του γουέστερν.
Για την ιστορία, οι δύο ταινίες του Γεωργιάδη έχασαν το Όσκαρ από το 8½ του Φελίνι και από το τσεχοσλοβάκικο Μαγαζάκι της κεντρικής οδού, αντίστοιχα.
https://www.youtube.com/watch?v=UICVewUaquk
Και αν σήμερα αυτές οι υποψηφιότητες απλώς αναφέρονται, οφείλουμε να πούμε ότι ήταν μια μεγάλη ώθηση για τον ελληνικό κινηματογράφο, γιατί στην ουσία τον έβαλαν στον κινηματογραφικό χάρτη – ασχέτως που ούτε αυτό εκμεταλλεύτηκαν οι παροικούντες στην εγχώρια κινηματογραφική Ιερουσαλήμ.
Κορίτσια, καλοκαίρια και Φίνος
Ένα από τα παράδοξα που συνέβησαν με την καριέρα του Βασίλη Γεωργιάδη ήταν η συνεργασία του με την Φίνος Φιλμ.
Στην εταιρεία έκανε μόνο δύο ταινίες: Το χώμα, που ήταν συμπαραγωγή με την «Δαμασκηνός -Μιχαηλίδης», και το Αγάπη για πάντα, ένα διαφορετικό φιλμ, πιο ευρωπαϊκό σε σχέση με τα άλλα της ίδιας εποχής. Πρωταγωνίστρια η Ζωή Λάσκαρη, στη μία από τις δύο ταινίες που γύρισε στη Φίνος Φιλμ χωρίς τον Γιάννη Δαλιανίδη.
Την ίδια περίοδο ο Γεωργιάδης παρέδωσε δύο εξίσου σπουδαίες ταινίες: Το Ραντεβού με μια άγνωστη, για το οποίο η Έλενα Ναθαναήλ πήρε το βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, και το Κορίτσια στον ήλιο.
Η δεύτερη δουλειά έχει τόσο παρασκήνιο που θα μπορούσε να γίνει ταινία από μόνο του. Αρχικά η σκέψη ήταν η ιστορία του βοσκού και της τουρίστριας να αποτελέσει μέρος ενός σπονδυλωτού φιλμ. Όμως ο Βασίλης Γεωργιάδης με τη βοήθεια του Ιάκωβου Καμπανέλλη πήρε ένα ολόκληρο σενάριο πάνω σε αυτό το στόρι. Γι’ αυτό και ενώ οι αρχικές σκηνές γυρίστηκαν στην Άνδρο, η περίφημη ατάκα «Στάσου μύγδαλα» γυρίστηκε αργότερα, στην Αττική.
https://www.youtube.com/watch?v=19bVH784R-8
Το Κορίτσια στον ήλιο πήγε πολύ καλά στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όμως οι αιθουσάρχες το φοβήθηκαν ως μη εμπορικό και στα σινεμά βγήκε έναν χρόνο αργότερα, χωρίς να κάνει μεγάλη επιτυχία. Στην ουσία το φιλμ –που προτάθηκε για Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ξένης ταινίας το 1970– απέκτησε φήμη από τις προβολές του στην τηλεόραση.
Το ίδιο συνέβη και με την επόμενη ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη, Εκείνο το καλοκαίρι. Αρχικά ξένισε γιατί δεν είχε πολλούς διαλόγους, όμως η οσκαρική φωτογραφία, η μουσική του Γιάννη Σπανού, η ομορφιά του πρωταγωνιστικού ζευγαριού (Ναθαναήλ-Κομνηνός) και η διαφορετική σκηνοθετική ματιά δικαίωσαν την ταινία σε βάθος χρόνου.
https://www.youtube.com/watch?v=pI0v5ZmJqdU
Το φινάλε του Βασίλη Γεωργιάδη στο σινεμά έγινε με μια καλόγουστη διεθνή περιπέτεια, τη Συνομωσία στη Μεσόγειο. Είμαστε όμως στα μέσα των ’70s, ο ελληνικός κινηματογράφος έχει απαξιωθεί και η ταινία περνάει… σβηστή.
https://www.youtube.com/watch?v=gVEqCCsCgOM
Η τηλεόραση και το μεγάλο παράπονο
Όπως και οι άλλοι δημιουργοί, έτσι και ο Γεωργιάδης τη δεκαετία του 1970 στράφηκε στην τηλεόραση. Και εκεί μεγαλούργησε. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Την υπογραφή του φέρουν τα αριστουργήματα της λογοτεχνίας που έγιναν σίριαλ: Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, Πάνθεοι, Γιούγκερμαν, Συνταγματάρχης Λιάπκιν.
Πλην του πρώτου, όλα τα άλλα έχουν σβηστεί από το αρχείο της ΕΡΤ, λόγω της αγραμματοσύνης και της χυδαιότητας των τότε υπευθύνων.
https://www.youtube.com/watch?v=vyBi6t2bKC4
Ευτυχώς η μεταφορά του έργου του Νίκου Καζαντζάκη έχει μείνει για να θυμίζει σχεδόν μισό αιώνα μετά (ήταν παραγωγή του 1975) τι σημαίνει υποδειγματική δουλειά στην τηλεόραση.
Και για διαλύσουμε έναν μύθο σχετικά με τις αντιδράσεις που είχε προκαλέσει η σειρά. Όπως είχε πει ο ίδιος ο Γεωργιάδης σε συνέντευξή του, «η μόνη αντίδραση ήταν από τον Φλωρίνης, οποίος είχε βάλει παπάδες να γράφουν τα ονόματα και είπε ότι μας αφόρισε. Και ρωτάω: “Τι σημαίνει ο αφορισμός;”. Kαι λέει: “Αν πεθάνεις στο νομό Φλώρινας δεν κάνει να σε θάψουν στο νεκροταφείο”. Λέω εντάξει, θα φροντίσω να μην πεθάνω σ’ αυτό το νομό. Δεν έγινε τίποτα, γιατί τη δύναμη την έχει ο κόσμος. Τι να κάνει ένας παπάς μπροστά στους 52 νομούς της Ελλάδας; Ενοχλούνταν και άλλοι παπάδες γιατί ο Καζαντζάκης μέσα σ’ αυτό το έργο είχε δύο παπάδες, τον καλό και τον κακό, και όλοι θύμωναν με τις κακίες του κακού παπά».
Το 1983 σκηνοθέτησε το Ουράνιο τόξο, την πιο ποπ και σύγχρονη σειρά του, η οποία σημείωσε τεράστια επιτυχία και έκανε ονόματα, όπως τη Μαρία Τζομπανάκη και την πρωτοεμφανιζόμενη Ελένη Ράντου.
https://www.youtube.com/watch?v=J6zX0k5OKVk
Και μετά σιωπή. Στην ουσία ως άνθρωπος του κινηματογράφου ήθελε να επιστρέψει στη μεγάλη οθόνη, αλλά δεν εύρισκε χρηματοδότες. Ο Βασίλης Γεωργιάδης των σπουδαίων ταινιών που είχαν τσακίσει τα ταμεία δεν εύρισκε χρηματοδότες στην αλαλούμ κινηματογραφική πραγματικότητα της χώρας. Είχε μάλιστα εξομολογηθεί ότι ήθελε να κάνει ταινία την καταστροφή της Σμύρνης το 1922. Αλλά…
Ο σπουδαίος Μικρασιάτης σκηνοθέτης έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα το 2000. Ήταν 30 Απριλίου και Μεγάλο Σάββατο.
Σπύρος Δευτεραίος