Σύμφωνα με την Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού ελληνισμού, στην αγροτική ζωή του Πόντου (και όχι μόνο, προσθέτουμε εμείς), οι διαπληκτισμοί ανάμεσα στους αγρότες των οποίων τα χωράφια γειτόνευαν, ήταν συνηθισμένοι.
Και τούτο γιατί κατά το όργωμα καλλιεργούσε ο ένας τμήμα του χωραφιού του άλλου, ή μετακινούσε κρυφά τα σύνορα για να αυξήσει τη δική του γη.
Συνορτάσα λέγονταν τα γειτνιάζοντα χωράφια, συνεπώς, και συνορτάης ο …κατ’ αγρόν γείτονας. Χαρακτηριστικός είναι ο ακόλουθος μύθος:
Μιαν έσαν δύο γειτόν’ ‘ς σα χωράφα και κάθαν ημέραν, ο άλλος έλεεν, γιοχ εσύ εδέβες εκεί μερέαν, αραέτσ’ πα ξα ‘κι έστεκαν. Έναν ημέραν εκεί που ετάβιζαν σκούται το χώμαν και λέει ατεν: «Απαδά ενενηνταεννέα κόρ’ ποπάες επέρασαν και σ’ εκείντς ‘κ’ επέμνεν και σ’ εσάς ‘α πελέσκεται;
[Κάποτε ήταν δύο γείτονες σε χωράφια και κάθε μέρα ο ένας κατηγορούσε τον άλλο ότι παραβίασε τα σύνορα. Οι διαπληκτισμοί συνεχίζονταν. Μια μέρα, εκεί που μαλώνανε, σηκώθηκε το χώμα και τους είπε: «από εδώ περάσανε ενενηνταεννέα τυφλοί παπάδες και δεν κληρονομήσανε τη γη. Εσείς θα την κληρονομήσετε;»]