Ενώ το ΝΑΤΟ –που ήταν «εγκεφαλικά νεκρό» κατά τον Γάλλο πρόεδρο πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία– θεωρείται ένας από τους κερδισμένους του πολέμου, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένας από τους μεγάλους χαμένους.
Το ΝΑΤΟ είναι αλήθεια ότι με το ξέσπασμα του πολέμου έδειξε ασυνήθιστα γοργά αντανακλαστικά και χάραξε μια πολιτική υποστήριξης της Ουκρανίας έναντι της Ρωσίας, ενισχύοντας με τον τρόπο αυτό τη μέχρι τότε χαλαρή συνοχή της Συμμαχίας.
Από την άλλη πλευρά, η Ευρωπαϊκή Ένωση, ο γίγαντας του μισού δισεκατομμυρίου κατοίκων και των 16,6 τρισεκατομμυρίων δολαρίων ΑΕΠ, στον πόλεμο αυτόν αντί να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του άγεται και φέρεται από συμφέροντα εντός και εκτός της Ευρώπης, τα οποία όχι μόνο αντιστρατεύονται ζωτικά συμφέροντα της Ένωσης, αλλά την οδηγούν σε έναν δρόμο που –εκτός του ότι καταστρέφει τα κράτη-μέλη της– μπορεί να προκαλέσει ακόμα και την καταστροφή της.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι γεγονός ότι προκαλεί σοβαρές ανησυχίες στα μικρά και αδύναμα κράτη της Βαλτικής, τα οποία εκτός του μικρού τους μεγέθους και της σχεδόν ανύπαρκτης εθνικής τους άμυνας, φιλοξενούν στα εδάφη τους μεγάλη ρωσική μειονότητα.
Στην Εσθονία του 1.331.796 κατοίκων οι 340.000 (25,6%) είναι Ρώσοι, στη Λετονία των 1.891.000 κατοίκων περίπου οι 700.000 (26,9%) είναι Ρώσοι, και στη Λιθουανία των 2.860.002 κατοίκων περίπου οι 180.000 είναι Ρώσοι (4,8%).
Η κατάσταση και η πορεία των επιχειρήσεων στην Ουκρανία, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι χώρες αυτές μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και μέχρι το 1991 αποτελούσαν μέρος της Σοβιετικής Ένωσης και ήταν υπό την κηδεμονία της Μόσχας, είναι εύλογο να προκαλεί σοβαρές ανησυχίες για την ασφάλειά τους, ειδικά όταν βλέπουν ότι είναι δυνατό τον πόλεμο να τον κερδίσει η Ρωσία.
Σημειωτέο ότι οι χώρες αυτές διαθέτουν ακτογραμμές μήκους 1.419 χιλιομέτρων στη Βαλτική Θάλασσα, που είναι στρατηγικού ενδιαφέροντος και για το ΝΑΤΟ και για τη Ρωσία.
Άρα, λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, το επιχείρημα του ΝΑΤΟ και της ΕΕ ότι βοηθάμε την Ουκρανία για να προστατεύσουμε την εθνική ασφάλεια των χωρών-μελών μας αλλά και ζωτικά συμφέροντα της Συμμαχίας, έχει μια βάση.
Στην ίδια λογική εντάσσεται και η επείγουσα ένταξη στο ΝΑΤΟ της Φινλανδίας και της Σουηδίας, αφού με αυτόν τον τρόπο η Βαλτική Θάλασσα μετατρέπεται στην ουσία σε μια ΝΑΤΟϊκή λίμνη, μιας και από τις μήκους 8.000 χιλιομέτρων ακτογραμμές της στη Ρωσία ανήκουν μόνο 150 χιλιόμετρα στο Καλίνινγκραντ και 520 χιλιόμετρα στην Περιφέρεια Αγίας Πετρούπολης. Όλες οι υπόλοιπες ακτογραμμές είναι πλέον ΝΑΤΟϊκές.
Μέχρι στιγμής περιγράψαμε σε αδρές γραμμές την πιθανή απειλή που διαγράφεται στο μέλλον για ορισμένες χώρες της ΕΕ και το ΝΑΤΟ στην περίπτωση που η επιχείρηση της Ρωσίας στην Ουκρανία στεφθεί με επιτυχία, κάτι που εκτιμούν ΝΑΤΟϊκοί κύκλοι ότι θα τροφοδοτούσε τη ρωσική επιθετικότητα.
Υπό την έννοια αυτή, η ΕΕ και το ΝΑΤΟ θα έπρεπε να χαράξουν μια πολιτική στήριξης της Ουκρανίας, ως μέτρο ανάσχεσης της ρωσικής επιθετικότητας, παρότι Βρυξέλλες και Ουάσινγκτον δεν είχαν κάποια καταστατική υποχρέωση γι’ αυτό.
Όμως η υποστήριξη στην Ουκρανία σταδιακά λαμβάνει χαρακτηριστικά που υπερακοντίζουν τις όποιες ανάγκες ασφαλείας των κρατών-μελών, με τις ΗΠΑ να απαιτούν από την ΕΕ να υλοποιήσει πολιτικές που οδηγούν στην αυτοκαταστροφή της.
Πέραν δε τούτου, η Ουάσινγκτον φέρεται να απαιτεί από την Ευρώπη να συμπαραταχθεί στην αντιπαράθεση του αγγλοσαξονικού κόσμου με την Κίνα, η οποία έχει να κάνει με την εξυπηρέτηση γεωπολιτικών συμφερόντων και είναι παραπάνω από βέβαιο ότι θα οδηγήσει στην οικονομική –και όχι μόνο– καταστροφή της Ευρώπης.
Βλέποντας αυτήν την απειλή η Γαλλία –που ήδη μετρά σοβαρές οικονομικές απώλειες από την πολιτική που τηρείται κατά της Ρωσίας και απώλειες άλλων 35 δισ. ευρώ από την υπογραφή της συμφωνίας AUKUS, λόγω της ακύρωσης της παραγγελίας του αυστραλιανού Πολεμικού Ναυτικού για υποβρύχια–, προέτρεψε την Ευρώπη να αναπτύξει περισσότερη στρατηγική αυτονομία ως μέσο αποφυγής του κινδύνου μετατροπής των χωρών της ΕΕ σε «υποτελείς» σε περίπτωση παγκόσμιας κρίσης, όπως είναι μια αντιπαράθεση ΗΠΑ-Κίνας.
Να σημειωθεί ότι μετά τη συγκεκριμένη δήλωση Μακρόν που παραπέμπει στην πολιτική Ντε Γκολ, 93 Γερμανοί βουλευτές του SPD με ένα κείμενο θέσεων που δημοσίευσε το Der Spiegel ζήτησαν από την γερμανική κυβέρνηση μια πιο συντονισμένη και ρεαλιστική πολιτική έναντι της Κίνας, τονίζοντας ότι με 250 δισ. ευρώ ετησίως ο όγκος των σινογερμανικών εμπορικών συναλλαγών είναι τέσσερις φορές μεγαλύτερος από εκείνον με τη Ρωσία, και επικρίνοντας ευθέως τη στάση της Αναλένας Μπέρμποκ καθώς και του αντικαγκελάριου Ρόμπερτ Χάμπεκ στο εν λόγω θέμα.
Ακολούθησε δήλωση της Κριστίν Λαγκάρντ στο CBS, όπου είπε ότι η πίεση σε όλες τις χώρες του κόσμου να επιλέξουν αν θα σταθούν δίπλα στις ΗΠΑ ή απέναντι τους στο πλευρό της Κίνας θα έχει σαν αποτέλεσμα μικρότερη οικονομική ανάπτυξη και περισσότερη φτώχεια.
Επίσης, η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν μιλώντας στην ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο, αφού υπογράμμισε ότι στέκεται «σθεναρά ενάντια σε οποιαδήποτε μονομερή αλλαγή του status quo, ιδίως με τη χρήση βίας», σημείωσε ότι η αποσύνδεση από την Κίνα «σαφώς δεν είναι βιώσιμη, επιθυμητή ή ακόμη και πρακτική για την Ευρώπη».
Εσχάτως ο υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας Τζέιμς Κλέβερλι, υιοθετώντας συμφιλιωτικό τόνο παρά τις εντάσεις ανάμεσα στο Λονδίνο και στο Πεκίνο, εκτός των άλλων και λόγω του Χονγκ Κονγκ, δήλωσε: «Θα ήταν απλό και εύκολο –ίσως ακόμη και ικανοποιητικό– για εμένα να κηρύξω έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο και να πω πως σκοπός μας είναι να απομονώσουμε την Κίνα, αλλά θα ήταν λάθος. Θα ήταν προδοσία των εθνικών μας συμφερόντων και μια ηθελημένη αδυναμία κατανόησης του σύγχρονου κόσμου».
Συμπερασματικά, η Ευρώπη –και ιδιαιτέρως η Ευρωπαϊκή Ένωση– θα πρέπει να αναλογιστεί αν θέλει να υπάρχει ως Ένωση τις επόμενες δεκαετίες και αν θέλει να επιβιώσει ως ένας διεθνής δρων, ή αν θέλει να διαλυθεί και να μετατραπεί σε ένα άθυρμα της Ουάσινγκτον, του Πεκίνου ή της Μόσχας.
Το θέμα είναι τεράστιο και θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο γόνιμου διαλόγου στους κόλπους της ΕΕ, στα εθνικά κράτη και στον ακαδημαϊκό κόσμο.
Πάντως, ούτως ή άλλως, η Ευρώπη πρέπει να προστατεύσει τον εαυτό της.