Ο Ιωάννης Τριαντάφυλλος, όπως ήταν το πραγματικό όνομα του Μακρυγιάννη, γεννήθηκε το 1797 στο χωριό Αβορίτι της Δωρίδας. Το παρατσούκλι τού δόθηκε από τους συγχωριανούς του, λόγω του ύψους του.
Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα, καθώς μεγάλωσε χωρίς τον πατέρα του, Δημήτριο Τριαντάφυλλο, που σκοτώθηκε σε συμπλοκή με τους Τούρκους στη Λιβαδειά.
Σε ηλικία 7 ετών δόθηκε ως ψυχογιός σ’ έναν πλούσιο έμπορο της πόλης, που όμως τον κακομεταχειριζόταν. Ύστερα από διάφορες περιπλανήσεις, βρέθηκε στο σπίτι του συμπατριώτη του Αθανάσιου Λιδωρίκη, που ζούσε στην Άρτα και διατηρούσε στενές σχέσεις με τον Αλή Πασά.
Εκεί ασχολήθηκε με το εμπόριο και σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα πλούτισε και απέκτησε «σπίτι, υποστατικά, μετρητά και ομολογίες», σύμφωνα με τα όσα γράφει στα Απομνημονεύματά του.
Η επαναστατική δράση του
Το 1820 ο Μακρυγιάννης μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, και λίγες μέρες μετά την έναρξη της Επανάστασης συνελήφθη από τους Τούρκους στην Άρτα. Γρήγορα όμως δραπέτευσε και εντάχθηκε στο σώμα του οπλαρχηγού Γώγου Μπακόλα. Πήρε μέρος στις μάχες του Σταυρού (4 Αυγούστου 1821) και στην πολιορκία της Άρτας (12 Νοεμβρίου – 4 Δεκεμβρίου 1821).
Στα τέλη του 1821 αρρώστησε σοβαρά, και επανήλθε στην αγωνιστική δράση με την εκπόρθηση του Πατρατζικίου (σημερινής Υπάτης), στις 2 Απριλίου 1822, επικεφαλής μικρού στρατιωτικού σώματος από συντοπίτες του. Στις 4 Ιουλίου της ίδιας χρονιάς πολέμησε στη Μάχη του Πέτα, όπου τραυματίστηκε ελαφρά στο πόδι.
Την 1η Ιανουαρίου 1823, ο Μακρυγιάννης διορίστηκε «Επιστάτης της Δημοσίας Τάξεως» στην απελευθερωμένη Αθήνα.
Το καλοκαίρι του 1823 συμπολέμησε με τον Νικηταρά στις μάχες της Βελίτσας και της Πέτρας, και τον Οκτώβριο του ίδιου έτους βρέθηκε στην Πελοπόννησο με τους Ρουμελιώτες και πολέμησε στο πλευρό της κυβέρνησης του Γεωργίου Κουντουριώτη, κατά τη διάρκεια των εμφύλιων συρράξεων. Για τη δράση του αυτήν, μέσα στο 1824 προήχθη διαδοχικά σε χιλίαρχο, αντιστράτηγο και στρατηγό.
Με την απόβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο (24 Φεβρουαρίου 1825), ο Μακρυγιάννης διορίστηκε πολιτάρχης της Αρκαδιάς (σημερινής Κυπαρισσίας) και συνεισέφερε στην άμυνα του Νεοκάστρου της Πύλου. Μετά την κατάληψή του από τον Ιμπραήμ (6 Μαΐου 1825), έσπευσε στους Μύλους, όπου οργάνωσε την άμυνα της περιοχής. Στις μάχες που επακολούθησαν (13-14 Ιουνίου 1825), ο Ιμπραήμ παρά την αριθμητική του υπεροχή δεν κατόρθωσε να κάμψει την αντίσταση των Ελλήνων και υποχώρησε άπρακτος. Στη μάχη αυτήν τραυματίστηκε ο Μακρυγιάννης και διακομίστηκε στο Ναύπλιο.
Μετά την αποθεραπεία του, μετέβη στην Αθήνα και συμμετείχε στην οργάνωση της άμυνας της πόλης και της Ακρόπολης. Μέσα στο 1825 νυμφεύτηκε την Αικατερίνη Σκουζέ, κόρη του Αθηναίου μεγαλοκτηματία Γεωργαντά Σκουζέ, με την οποία απέκτησε 12 παιδιά.
Μετά το θάνατο του Γιάννη Γκούρα (30 Σεπτεμβρίου 1826), ο Μακρυγιάννης ανέλαβε την ευθύνη των επιχειρήσεων για την υπεράσπιση της Ακρόπολης από τις δυνάμεις του Κιουταχή, που την πολιορκούσαν. Στις μάχες της Ακρόπολης τραυματίστηκε σοβαρά τρεις φορές, στο κεφάλι και το λαιμό. Ανένηψε ωστόσο, και έλαβε μέρος στις μάχες της Καστέλλας (30 Ιανουαρίου 1827) και του Αναλάτου (24 Απριλίου 1827).
Η πολιτική δράση του
Μετά την απελευθέρωση, ο Μακρυγιάννης τοποθετήθηκε από τον Ιωάννη Καποδίστρια Γενικός Αρχηγός της Εκτελεστικής Δυνάμεως της Πελοποννήσου. Κατά την περίοδο αυτήν, και συγκεκριμένα στις 26 Φεβρουαρίου 1829, άρχισε να γράφει τα Απομνημονεύματά του «για να μην τρέχω εις τους καφενέδες και σε άλλα τοιούτα που δεν τα συνηθώ». Τα εξέδωσε το 1907 ο ιστοριοδίφης και συγγραφέας Γιάννης Βλαχογιάννης.
Αν και εντελώς αγράμματος, μας κληροδότησε ένα έργο μεγάλης πνοής και αυθεντικότητας, το οποίο ο Κωστής Παλαμάς χαρακτήρισε «ασύγκριτο στο είδος του, αριστούργημα του αγράμματου, μα γερού και αυτόνομου μυαλού», ενώ ο Γιώργος Σεφέρης τον ανέδειξε ως έναν από τους κορυφαίους νεοέλληνες πεζογράφους.
Στο έργο του αυτό οφείλει άλλωστε και την περίοπτη θέση που κατέχει ως τις μέρες στη συλλογική μνήμη.
Στη συνέχεια ήρθε σε ρήξη με τον Καποδίστρια, και μετά τη δολοφονία του συντάχθηκε με τους λεγόμενους «Συνταγματικούς» εναντίον των αδελφών του, Βιάρου και Αυγουστίνου Καποδίστρια. Χαιρέτισε την άφιξη του Όθωνα, αλλά γρήγορα ήλθε σε σύγκρουση τόσο με την Αντιβασιλεία όσο και με τον ίδιο τον βασιλιά.
Από το 1833 ο Μακρυγιάννης εκλεγόταν δημοτικός σύμβουλος Αθηναίων και τον Ιανουάριο του 1837, ως πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου, εισηγήθηκε στο σώμα την έκδοση ψηφίσματος για την παραχώρηση Συντάγματος από τον Όθωνα.
Για την ενέργειά του αυτή παύθηκε και τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό με διαταγή του Άρμανσμπεργκ.
Έξι χρόνια αργότερα συμμετείχε ενεργά στην Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, που ανάγκασε τον Όθωνα να παραχωρήσει Σύνταγμα στους υπηκόους του. Στην Εθνοσυνέλευση που συγκλήθηκε γι’ αυτόν το σκοπό στις 8 Νοεμβρίου είχε ενεργό ρόλο, σχηματίζοντας ομάδα 63 βουλευτών (πληρεξουσίων).
Στις 13 Απριλίου 1852 κατηγορήθηκε ότι σχεδίαζε να δολοφονήσει τον Όθωνα και τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό. Τον Μάρτιο του 1853 δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο. Η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια δεσμά, και τον Σεπτέμβριο του 1854 του δόθηκε χάρη και αποφυλακίστηκε.
Ο Γιάννης Μακρυγιάννης πέθανε στις 27 Απριλίου 1864, σε ηλικία 67 ετών.