Ένας κακοτράχαλος δρόμος στην ορεινή επαρχία Πλωμαρίου, που ξεκινά από τον κεντρικό δρόμο που συνδέει το Παλαιοχώρι με το Πλωμάρι της Λέσβου, πολύ κοντά στο πρώτο σε φέρνει σε μια δασωμένη έκταση.
Παντού ερείπια σπιτιών, μια δημόσια κρήνη και ένα «αλλιώτικο» μικρό εκκλησάκι. Ο Αϊ-Γιώργης των λουβιαρέων. Ο Αϊ-Γιώργης των λεπρών.
Καλώς ήρθατε στη Λούβα. Ή στο Λουβιοχώρι. Στη «Σπιναλόγκα» της Λέσβου.
Στον εγκαταλελειμμένο και ρημαγμένο πια οικισμό, απομονώνονταν –άγνωστο από πότε, αλλά σίγουρα έως και τα μέσα του 20ού αιώνα– οι πάσχοντες από τη νόσο του Χάνσεν, τη λέπρα ή «λούβα» στην τοπική λεσβιακή διάλεκτο, απ’ όπου και το όνομα του οικισμού.
Τα απομεινάρια της δυστυχισμένης ανθρώπινης παρουσίας, διάσπαρτα. Επίκεντρό τους η δημόσια κρήνη απ’ όπου υδρεύονταν οι λεπροί, αλλά και το πολύ παλιό εκκλησάκι του Αϊ-Γιώργη, με το τεράστιο πεύκο να δείχνει, από πολύ μακριά, το μέρος.
Εικόνες λαϊκής ζωγραφικής φτιαγμένες από τους ίδιους τους ανθρώπους που έζησαν εκεί. Ο θρύλος μιλάει για έναν λεπρό ζωγράφο που ιστόρησε τον Χριστό λεπρό. Μα η εικόνα λέει πάρθηκε, άγνωστο από ποιον, χάθηκε σαν ο οικισμός έπαψε –επίσημα, τουλάχιστον– να είναι συνώνυμο του απόλυτου κακού.
Γιατί αυτό το απόλυτο κακό ήταν ο οικισμός.
«Άει στ’ Λούβα» έλεγαν αντί για «άει στο διάολο», συνδέοντας τη «μυθική» αρρώστια –μια από τις αρχαιότερα καταγεγραμμένες ασθένειες– με το κοινωνικό στίγμα και τον αποκλεισμό.
Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, σήμερα, κοντά 80 χρόνια μετά την ανακάλυψη του φαρμάκου που οδήγησε στην εξαφάνιση της αρρώστιας, το Λουβιοχώρι αντιμετωπίζεται ακόμα με δισταγμό από τους ντόπιους. Λιγοστοί οι επισκέπτες του, ακόμα και ανήμερα «του Αϊ-Γιωργιού». Του Αγίου του «ασθενούντων ιατρού», κατά το απολυτίκιο του!
Με λίγες δάφνες στολισμένο το εικόνισμα του Αϊ-Γιώργη, θαρρείς και οι προσκυνητές –όσοι φτάνουν εδώ– αποφεύγουν να ασπαστούν την εικόνα. «Τι φοβούνται, μην κολλήσουν μια χαμένη αρρώστια;» ρωτάς τον οδηγό σου. «Είναι πολύ βαριά η μνήμη τούτου του χώρου. Με πολλές ιστορίες, και ζωντανές ακόμα τις μαρτυρίες γι’ αυτόν σαν τόπο συνώνυμο της κόλασης», σου απαντά.
Ακόμα και το νεκροταφείο των λεπρών, τίποτα δεν μαρτυρά πως ήταν εδώ ή εκεί. «Μην τύχει και συμβεί τι;» αναρωτιέσαι στο δρόμο του γυρισμού, ανάμεσα σε χαλάσματα στο Λουβιοχώρι που λες και όλοι θέλουν να διαγραφεί από τη συλλογική μνήμη του τόπου.