Σε ηλικία 74 ετών και έπειτα από σκληρή μάχη με τον καρκίνο άφησε την τελευταία της πνοή η Μυρσίνη Ζορμπά, πρώην υπουργός Πολιτισμού, ευρωβουλευτής και πρώτη διευθύντρια του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου.
Λίγο μετά το θάνατό της αναρτήθηκε το τελευταίο κείμενο που έγραψε:
«Η λέξη που ταιριάζει σε αυτόν τον σύντομο ορίζοντά μου είναι η ανυπαρξία. Δεν περιγράφεται, γιατί είναι ένας ου τόπος, ου χρόνος. Την περασμένη εβδομάδα στη συζήτηση με τον γιατρό κατάλαβα ότι διακόπτουμε τις χημειοθεραπείες, δεν είχαν αποτέλεσμα, και ότι δεν υπάρχουν εναλλακτικές.
»Επομένως η ανυπαρξία είναι αυτό που εκφράζει καλύτερα, που διατυπώνει με μεγαλύτερη ακρίβεια αυτό που έρχεται.
»Βέβαια όλο το διάστημα, εδώ και έναν χρόνο, μέσα από τη συμπίεση που διαρκώς μεγαλώνει, το χρόνο που η κλεψύδρα του αδειάζει, διογκώνεται ο φόβος που στην αρχή είχε μερικές χαραμάδες, κάποιες ελπίδες, μερικά ίσως-πιθανόν, και σιγά σιγά ο φόβος καταλαμβάνει όλον τον υπάρχοντα χρόνο και είναι τόσο απόλυτος που πια δεν φοβάσαι, γιατί δεν υπάρχει μέσα σε αυτό κάτι που να κινείται, να έχει μια ροή. Υπάρχει μόνο αυτό που ζεις και που από τη μία μεριά είναι σκοτεινό και δυσοίωνο, μια δυστοπία, από την άλλη είναι η πραγματική ζωή, αυτό το κάθε μέρα, που το επιμελείσαι, το φροντίζεις. Το φαγητό, το διάβασμα, ο καιρός έξω από το παράθυρο, τα ωραία λουλούδια, οι φίλοι, οι επικοινωνίες, οι συζητήσεις, τα ενδιαφέροντα πάνω απ’ όλα, η δύναμη των ιδεών που δεν σταματάει να υπάρχει και που καταφέρνει να εξακτινωθεί πέρα από χρόνο.
»Επομένως υπάρχουν οι δύο πλευρές και η ζωή είναι αυτή που κερδίζει την καθημερινότητα, οπότε αυτός ο συμπαγής όγκος του φόβου μένει εκεί, παγωμένος και παγιωμένος και σου επιτρέπει να ζήσεις αυτό που ζεις. Πιο πέρα, σηκώνοντας το βλέμμα, η ανυπαρξία είναι το πιο ρεαλιστικό… Είναι λίγο αστείο βέβαια, καμία ανυπαρξία δεν είναι ρεαλιστική, παρά μόνο άμα τη βλέπεις απ’ έξω και εγώ τη βλέπω από πολύ κοντά πια».
Η Μυρσίνη Ζορμπά γεννήθηκε στην Αθήνα το 1949, σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό της στη Φιλοσοφία του Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Ρώμης La Sapienza ως υπότροφος της ιταλικής κυβέρνησης.
Η διδακτορική της διατριβή έχει τίτλο «Η κρατική πολιτική για το βιβλίο». Δίδαξε θεωρία και πολιτική του πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, και διετέλεσε διευθύντρια του Βιομηχανικού Μουσείου Σύρου.
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας υπήρξε μέλος του ΠΑΜ, της Ελληνοευρωπαϊκής Κίνησης Νέων. Μέλος του ΚΚΕ εσωτερικού μετά τη Μεταπολίτευση, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής της Ελληνικής Αριστεράς (ΕΑΡ 1987) και της κίνησης πολιτών «Πολιτεία».
Το 2000-2004 ήταν μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και συμμετείχε στην Ευρωπαϊκή Σοσιαλιστική Ομάδα. Το διάστημα 2009-2015 διετέλεσε διευθύντρια του πολιτικού γραφείου του Κώστα Σημίτη.
Υπήρξε συνεκδότρια στον οίκο Οδυσσέας (1973), διηύθυνε τη μαρξιστική και πανεπιστημιακή σειρά βιβλίων, και στη συνέχεια τη λογοτεχνική και τη σειρά βιβλίων για παιδιά. Στη δεκαετία 1970-80 μετέφρασε μεγάλο αριθμό έργων των θεωρητικών του δυτικού μαρξισμού στα ελληνικά καθώς και τη μνημειώδη Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Μάριο Βίττι (Οδυσσέας, 1978).