Οι οπαδοί της Σοφίας Λόρεν και (κυρίως) της Τζίνα Λολομπρίτζιντα είχαν τη Σιλβάνα Μάνγκανο στο στόχαστρο. Ειδικά της Λολό, γιατί –όπως και με τη Λόρεν– την κατηγορούσαν ότι χρωστά την καριέρα της στον παραγωγό σύζυγό της. Ναι, υπήρχε, και ήταν ο Ντίνο Ντε Λαουρέντις, όμως όπως θα διαπιστώσετε παρακάτω δεν ήταν αυτός η αιτία που έκανε τη σπουδαία καριέρα που έκανε.
Γιατί η Σιλβάνα ήταν ίσως η πιο ντίβα από τη χρυσή φουρνιά των Ιταλίδων μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Από τον Μαρτσέλο στο Ρύζι
Η ιστορία είναι η κλασική ιστορία των περισσοτέρων σταρ εκείνων των χρόνων που έβγαλε η γειτονική χώρα. Φτωχό κορίτσι –που γεννήθηκε στις 21 Απριλίου 1930 στη Ρώμη– προσπαθεί να ορθοποδήσει οικονομικά μαζί με την οικογένειά της στον πόλεμο. Και επειδή είναι νέα, δεν σταματά να ονειρεύεται ακόμα και στις πιο αντίξοες συνθήκες. Έτσι σπουδάζει χορό για επτά χρόνια, και κατόπιν ακολούθησε η επιλογή της να γίνει μοντέλο. Γιατί μεγαλώνει και γίνεται πανέμορφη.
Το 1946 κέρδισε το βραβείο Μις Ρώμη και ακολούθησε η ανάμιξή της στα καλλιστεία για την ανάδειξη της Μις Ιταλία. Το βραβείο της βασίλισσας της ομορφιάς το κέρδισε η Λουτσία Μποζέ – όμως και η ίδια, και ορισμένες συμμετέχουσες, έγιναν κατόπιν ηθοποιοί του σινεμά: Τζίνα Λολομπρίτζιντα, Ελεονόρα Ρόσι Ντράγκο και Τζάνα-Μαρία Κανάλε.
Η Ιταλία προσπαθεί να επουλώσει, όσο γίνεται, τα τραύματα του πολέμου, και αρχίζει σιγά-σιγά να γίνεται ξανά μια από τις ευρωπαϊκές μητροπόλεις του θεάματος. Οι κυνηγοί ταλέντων ψάχνουν παντού για νεαρές στάρλετ – ακόμα και στα καλλιστεία. Και η νεαρή Σιλβάνα είναι γεννημένη για να πετύχει.
Κάπου εκεί προκύπτει ένα μίνι ειδύλλιο με τον ζεν πρεμιέ της εποχής, Μαρτσέλο Μαστρογιάνι. Όμως το ρόλο που την εκτόξευσε τον κέρδισε με το σπαθί της, και με πολύ κινηματογραφικό τρόπο.
1949. Η ταινία Πικρό ρύζι είναι ένας συνδυασμός κοινωνικού και αστυνομικού δράματος. Η Μάνγκανο εμφανίστηκε σε ακρόαση μαζί με μια φίλη της• και οι δυο ήταν ντυμένες απαίσια και με υπερβολικό μακιγιάζ, ακριβώς το αντίθετο από αυτό που έψαχνε ο σκηνοθέτης, ο οποίος τις έδιωξε.
Μερικές μέρες αργότερα ο Τζουζέπε Ντε Σάντις (ο σκηνοθέτης) την συνάντησε τυχαία στη γωνία των οδών Βένετο και Σιτσίλια στη Ρώμη. Η μέρα ήταν βροχερή κι ο ένας έπεσε πάνω στον άλλο τυχαία. Η Μάνγκανο ήταν ντυμένη λιτά και φτωχικά, τα μαλλιά της ήταν βρεγμένα, και κρατούσε στα χέρια της ένα τριαντάφυλλο. Ο Ντε Σάντις δεν την θυμόταν, αλλά εκείνη του θύμισε την ακρόαση από την οποία πέρασε κι έμειναν εκεί να μιλάνε κάτω από τη βροχή για πάνω από μια ώρα. Τότε κατάλαβε ότι αυτή επρόκειτο να αναλάβει το ρόλο. Και τον ανέλαβε. Η εμφάνισή της σχολιάστηκε αρνητικά από μερικούς πουριτανούς δημοσιογράφους, αλλά χειροκροτήθηκε από το κοινό.
Η ευτυχία του εξώφυλλου
Είναι 19 χρόνων, είναι σταρ, και ανάμεσα στους υποψήφιους γαμπρούς είναι και ένας νεαρός παραγωγός, ο Ντίνο Ντε Λαουρέντις. Τελικά παντρεύονται, και προκύπτουν θρίαμβοι τόσο επί οθόνης όσο και εκτός αυτής.
Στη μεγάλη οθόνη ποιος μπορεί να την ξεχάσει π.χ. στην Άννα του 1951, σε μια εμφάνιση και ένα τραγούδι που μεταφέρθηκε και στα ελληνικά.
Εκτός οθόνης, προκύπτουν τέσσερα παιδιά: τρία κορίτσια και ένα αγόρι. Οι συγκρίσεις με τη Λόρεν δίνουν και παίρνουν, ειδικά όταν η δεύτερη μπαίνει σε τροχιά διεθνούς καριέρας. Αλλά η Σιλβάνα επιλέγει το «κάλλιο από τις πρώτες στο χωριό, παρά δεύτερη στη Ρώμη».
Μόνο που μεγαλώνει. Και ωριμάζει. Και ως άνθρωπος και ως ηθοποιός. Θέλει άλλου είδους ρόλους πλέον. Παράλληλα, αισθάνεται ασφυκτικά τη λουστραρισμένη εξωφυλλάτη ευτυχία, και αρχίζει να ψάχνει για άλλους ρόλους.
Κάπως έτσι προκύπτουν συνεργασίες με σκηνοθέτες όπως ο Λουκίνο Βισκόντι στο Θάνατος στη Βενετία, ή νωρίτερα ο Πιερ Πάολο Παζολίνι στο Θεώρημα. Αρχικά το κοινό και οι κριτικοί σοκάρονται, όμως η ίδια το παλεύει και δικαιώνεται – έστω και αν στο σπίτι δεν είναι όλα ιδανικά.
Η τραγωδία και οι επιστροφές
15 Ιουλίου 1981. Ο γιος της Φεντερίκο σκοτώνεται σε αεροπορικό δυστύχημα στην Αλάσκα. Η ηθοποιός δεν μπορεί να διαχειριστεί την τραγωδία και τα παρατάει όλα. Δύο χρόνια μετά, το 1983 τελειώνει ανεπίσημα ο γάμος με τον Ντε Λαουρέντις και εκείνη εγκαταλείπει και τη χώρα και το σινεμά. Πηγαίνει στη Μαδρίτη να σπουδάσει ταπισερί. Στην ουσία, μετά την απώλεια του γιου της είναι σαν να σβήνει την προηγούμενη ζωή.
Στο σινεμά θα επιστρέψει λίγο αργότερα, και για λίγο. Το 1984 συνδράμει την κόρη της Ραφαέλα Ντε Λαουρέντις στην πρώτη της ταινία, το Dune. Εκεί εμφανίζεται με ξυρισμένο κεφάλι, σοκάροντας το κοινό. Στην ουσία, μέχρι το 2021 που ξαναγυρίστηκε η ταινία και θριάμβευσε, η εμφάνιση της Μάνγκανο ήταν το μόνο αξιομνημόνευτο σκηνικό από την ταινία του 1984.
Τρία χρόνια αργότερα, το 1987 –σαν κλείσιμο ματιού– υποδύεται τη σύζυγο του πρώην εραστή της, του Μαρτσέλο Μαστρογιάνι στα θαυμάσια Μαύρα μάτια του Νικίτα Μιχάλκοφ.
Ήδη όμως έχει αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση. Η Μάνγκανο διαγιγνώσκεται με καρκίνο. Μετά από μια εγχείρηση, έμεινε σε κώμα και πέθανε στις 16 Δεκεμβρίου 1989 στη Μαδρίτη, σε ηλικία 59 ετών.
Υπήρξε ξεχωριστή, μοναδική, και μια γυναίκα που δεν μπήκε σε καλούπια. Ασχέτως ότι θα μπορούσε. Και μαζί με την εκπληκτική γοητεία και ομορφιά της νιότης της, κρατάμε και τη χρυσή ωριμότητά της, τόσο ερμηνευτικά όσο και ως περσόνας.
Σπύρος Δευτεραίος