Η Μάχη των Ευζώνων δεν διδάσκεται στα βιβλία της ιστορίας των σχολείων μας, όπως και η ποντιακή Γενοκτονία άλλωστε. Η σπουδαιότητά της όμως και τα νοήματα που αναδύονται από την ανάγνωση των γεγονότων είναι πολύ σημαντικά για την κατανόηση της ψυχοσύνθεσης του ποντιακού λαού που έχασε μια πατρίδα στην Ανατολή και δεν ήταν διατεθειμένος να χάσει και δεύτερη στην «πατρίδα της πατρίδας του».
Στη «Μάχη των Ευζώνων» έγινε η πρώτη υποστολή εχθρικής- κατοχικής σημαίας στα νεότερα χρόνια.
Η υποστολή της γερμανικής σημαίας στον βράχο της Ακρόπολης από τους Μανώλη Γλέζο και Λάκη Σάντα ακολούθησε χρονικά.
Τα ξημερώματα της Παρασκευής μετά την Ανάσταση –που όμως αργούσε για την πατρίδα μας–, ημέρα της μεγάλης Θεομητορικής γιορτής της Ζωοδόχου Πηγής, βουλγαροκομιτατζήδες επέδραμαν στο ακριτικό χωριό Εύζωνοι του Ν. Κιλκίς με σκοπό να λεηλατήσουν, να ατιμάσουν, να σκοτώσουν και να κάμψουν το ηθικό των κατοίκων του –σε συντριπτική πλειοψηφία πρόσφυγες από το Καρς και το Σοχούμ–, που αντί να σκύψουν το κεφάλι και να δηλώσουν υποταγή στις δυνάμεις του Άξονα, όρθωναν το ανάστημά τους ενάντια στον κατακτητή, όπως τους επέτασσε η ανυπότακτη ελληνική ψυχή τους.
Αυτή η ανυπότακτη ελληνική ψυχή ήταν από την αρχαιότητα έως τις ημέρες μας αιτία πρόκλησης φθόνου σε δυνάμεις που υπηρετούν σκοτεινά συμφέροντα. Αυτός ο «μικρός λαός που πολεμά δίχως σπαθιά και βόλια για όλου του κόσμου το ψωμί, το φως και το τραγούδι» όπως λέει ο ποιητής μας Γιάννης Ρίτσος, τα έβαλε αμέτρητες φορές με ασύμμετρες δυνάμεις. Στον Μαραθώνα υπό την οξυδερκή ηγεσία του Μιλτιάδη και των Αθηναίων γονάτισε τις μυριάδες ορδές του Δαρείου. Στις Θερμοπύλες εμπνευσμένος από την γενναιότητα του Λεωνίδα και τις αξίες των Σπαρτιατών ταπείνωσε την οίηση του Ξέρξη. Στα Γαυγάμηλα με στρατηγό τον ανυπέρβλητο Μακεδόνα Μέγα Αλέξανδρο απομάκρυνε μια για πάντα τον περσικό κίνδυνο χτυπώντας τον στο σπίτι του και εκπολίτισε τους βαρβάρους, κάνοντάς τους κοινωνούς του αγλαού ελληνικού πνεύματος. Το ’21 μια χούφτα φουστανελάδων κατόρθωσε το ακατόρθωτο. Τίναξαν από πάνω τους δεσμά πέντε αιώνων, που τους κρατούσαν υπόδουλους στη σκληρή οθωμανική σκλαβιά και οπισθοδρόμηση.
Και τώρα, τι να φοβηθεί; Τους ζωοκλέφτες; Τους δειλούς που έμπαιναν ξημερώματα στα νοικοκυριά και έκλεβαν τις προίκες από τις Ελληνίδες κόρες; Τους συνεργάτες των Γερμανών, που ταίριαξαν τα άνομα συμφέροντά τους και βρήκαν ευκαιρία να υλοποιήσουν το σατανικό τους σχέδιο για να εντάξουν την ιστορική γη της Μακεδονίας στα βουλγαρικά εδάφη; Τη γη που κάθε πέτρα της μιλάει ελληνικά, που κάθε ποτάμι της μαρτυρά την παρουσία του Φιλίππου του Β΄, που κάθε θρόισμα των φύλλων των δέντρων της, διηγείται το θρύλο του μεγάλου στρατηλάτη, του Αλέξανδρου που «πήγε την Κοινή Ελληνική Λαλιά έως μέσα στην Βακτριανή, έως τους Ινδούς» όπως λέει ο μεγάλος Αλεξανδρινός ποιητής μας. Δεν είχανε να φοβηθούνε τίποτα.
Τα ελληνικά σύνορα ήταν αφύλακτα από την 6η Απριλίου του 1941, αποφράδα ημέρα που έπεσε ηρωικά το οχυρό Ρούπελ και οι Γερμανοί εισέβαλαν στη χώρα μας και εγκατέστησαν το τοπικό αρχηγείο της φρουράς τους στην κωμόπολη Αξιούπολη. Ο βουλγαρικός τακτικός στρατός εισέβαλε στο γιουγκοσλαβικό έδαφος, από το ύψος της γέφυρας του Στρυμόνα, με δυο διλοχίες που εγκαταστάθηκαν η μια στην πάλαι ποτέ ελληνική πόλη της Γευγελής και η άλλη στο Στογιάκοβο των Σκοπίων. Έγινε ασμένως δεκτός από τους κατοίκους της Πογορόβιτσας, Στογίακοβου και της Μπογδάντσας της γείτονας χώρας.
Στις 20 Απριλίου, ανήμερα της Αναστάσεως μια μικρή ομάδα από επτά κομιτατζήδες πέρασε τον Αξιό ποταμό στο ύψος του Πορθμείου και εισέβαλε στον αύλειο χώρο του Δημοτικού Σχολείου των Ευζώνων για να αναρτήσει τη βουλγαρική σημαία. Η αντίδραση των κατοίκων των Ευζώνων ήταν άμεση.
Δυο παλικάρια ποντιακής καταγωγής ο Χρήστος Χιονίδης και ο Γιώργος Αθανασιάδης δίχως να δειλιάσουν στην σκέψη των αντιποίνων και τις επιπτώσεις που θα είχε η ηρωική τους πράξη, κατεβάζουν πάραυτα τη βουλγαρική σημαία και την κομματιάζουν στην πλατεία του χωριού.
Το γεγονός αυτό, ο εξευτελισμός από τους Έλληνες, ξύπνησε στους βουλγαροκομιτατζήδες τον πόθο για εκδίκηση και μάλιστα με όρους που χαρακτηρίζουν την ψυχοσύνθεσή τους. Πριν ακόμα χαράξει η ημέρα της γιορτής της Ζωοδόχου Πηγής, κόπηκε το νήμα της επίγειας ζωής δύο νέων Καρσλήδων παλληκαριών, του Σίμου Ιωαννίδη και του Αλέξη Γρηγοριάδη.
Ο 29χρονος στρατιώτης Σίμος Ιωαννίδης μόλις είχε γυρίσει από το αλβανικό μέτωπο, το βράδυ της Πέμπτης 24 Απριλίου, πριν από τη μεγάλη ημέρα της Ζωοδόχου Πηγής. Λίγες μέρες νωρίτερα στον δρόμο από τη βόρεια Ήπειρο προς το χωριό του, έκανε μια στάση για λίγες ώρες στην Ποντοκώμη του Ν. Κοζάνης. Σταμάτησε να δει τους συγγενείς του, πρόσφυγες κι αυτούς από το Μερτινίκ του Καρς. Έφαγε και ξεκουράστηκε για λίγο στο σπίτι των δικών του και ξεκίνησε και πάλι για το ταξίδι της επιστροφής.
Μάταια η θεία του τον παρακαλούσε να καθίσει μερικές μέρες να ξεκουραστεί, να κάνει ένα μπάνιο και να του πλύνει τα ρούχα. Αυτός με σταθερό φρόνημα αρνούταν· «Αναμέν΄ με ο κύρη μ’ και ο αδελφό μ’, πρεπ’ να φεύω» (μτφ.: Με περιμένουν ο πατέρας μου και ο αδελφός μου, πρέπει να φύγω) –είχαν γεωργικές ασχολίες. Αυτό το υψηλό αίσθημα καθήκοντος και ευθύνης τού στέρησε τη ζωή.
Εάν αργούσε έστω και μια μέρα να γυρίσει, δεν θα είχε προλάβει τα γεγονότα και δεν θα έπεφτε από σφαίρα βουλγαροκομιταζή.
Ο Σίμος φτάνει στο χωριό και τον υποδέχεται η οικογένειά του –ήταν ανύπαντρος ακόμα–, ο πατέρας του Μουχαήλ (Μιχαήλ), ο αδελφός του Κωνσταντίνος που σκοτώθηκε κι αυτός μετέπειτα από Γερμανό στρατιώτη, οι μικρές του αδελφούλες Παρέσα και Σοφούλα και η Χαρίκλη, η νέα γυναίκα του πατέρα του που του είχε μεγάλη αδυναμία. Η ίδια είχε χάσει τα δυο της παιδιά και τον πρώτο άντρα της στη Γενοκτονία και παντρεύτηκε τον Μουχαήλ στην Ελλάδα αποκτώντας δυο κοριτσάκια μαζί του. Η βιολογική μάνα του Σίμου, είχε πεθάνει κατά τα γεγονότα της Γενοκτονίας στον Πόντο.
Ο Μουχαήλ στην πατρίδα ήταν πεχλιβάνος και δεινός χορευτής Σέρρα –Τρομαχτόν λέγαν τον χορό οι Καρσλήδες. Απ’ όταν σκοτώθηκαν τα δυο του αγόρια δεν χόρεψε ποτέ του παρά μόνο μια φορά: στο γάμο του ανιψιού του Πέτρου, φωνάζοντας «Ατώρα θα χορεύω, κόρα τα ομμάτα που κι ελέπνε» (μτφ.: Τώρα θα χορέψω, τυφλά είναι τα μάτια που δεν βλέπουν –αναφερόμενος στην απουσία των νεκρών του– των γιων και του ξαδέλφου του Αλέξη Ιωαννίδη πατέρα του Πέτρου).
Έφτασε στην ηλικία των 105 ετών τυφλός, μοιρολογώντας τα παιδιά του με καρσλήδικους σκοπούς μέχρι ο θάνατος να τον λυτρώσει.
Ακούγοντας τους πυροβολισμούς των βουλγαροκομιτατζήδων ο Σίμος άρπαξε το όπλο του και στα παρακάλια της Χαρίκλης να μείνει σπίτι γιατί είχε ξεχρεώσει το χρέος του προς την πατρίδα, πολεμώντας μήνες στα βουνά της βόρειας Ηπείρου, αυτός απάντησε καθησυχαστικά: «Άψον το καζάν να λούσκουμαι όταν κλώσκουμαι, κι όταν μερών’, θα πάω σην Εκκλησίαν να προσκυνώ την Παναΐα» (μτφ.: Άναψε φωτιά και ζέστανε νερό στο καζάνι, για να λουστώ όταν γυρίσω, κι όταν με το καλό ξημερώσει θα πάω στην εκκλησία να προσκυνήσω την Παναγία), σαν να πρόκειται να πάει να αποκρούσει μια αποστολή ρουτίνας.
Κατευθυνόμενος για τον λόφο που υψώνεται στην νότια πλευρά του χωριού για να έχει καλύτερη θέση σκοπευτού, περνάει από συγγενικό σπίτι. Εκεί η θεία του η Κερεκή Ιωαννίδου με την εντεκάχρονη ανάπηρη από πολιομυελίτιδα κορούλα της Ιφιγένεια διαισθανόμενη το κακό που πλησιάζει του λέει: «Σίμο πούλι μ΄, ένοιξαν τα μέσα μ΄, έλα σκώσον τη Μένη (υποκοριστικό της Ιφιγένειας) να πάμε να κρύφκουμες». «Θεία έπαρ σην ράσσια σ΄ το μωρόν και δεβάτε, εγώ έχω άλλον δουλείαν ατώρα» (μτφ.: Σίμο πουλάκι μου, άνοιξε η μέση μου, έλα σήκωσε τη Μένη και ας πάμε να κρυφτούμε. Θεία πάρε στην πλάτη σου το μωρό και φύγετε, εγώ έχω άλλη δουλειά τώρα). Λίγα μέτρα πιο παρακάτω ο Σίμος δολοφονήθηκε άνανδρα με σφαίρα στο λαιμό αφού οι βουλγαροκομιτατζήδες ήταν κρυμμένοι μέσα στο κανάλι το οποίο διέσχισε για να ανεβεί στον λόφο που επόπτευε την περιοχή.
Ο δεκανέας Αλέξης Γρηγοριάδης είχε γυρίσει λίγους μήνες πιο μπροστά από το αλβανικό μέτωπο γιατί ήταν πολύτεκνος. Ήταν 35 χρονών. Το γεγονός αυτό όμως καθόλου δεν τον απέτρεψε από το να αφήσει την ησυχία του σπιτιού του, τα πέντε παιδιά του και τη γυναίκα του Κάλλη (Καλλιόπη) για να πάει να υπερασπιστεί τα παιδιά και τις γυναίκες όλων των συγχωριανών του.
Τα παιδιά του και την «κάλην ατ΄ την Κάλλη» την έστειλε σε ένα σπίτι ντόπιων γιατί ήξερε πως οι βουλγαροκομιτατζήδες χτυπάνε μόνο ποντιακά σπίτια.
Η Κάλλη είχε τα παιδιά τους αγκαλιά όλο το βράδυ. Είχε πάρει μαζί της και ένα κομμάτι ψωμί για να το δώσει στα μικρά να ξεχνιούνται και να μην γκρινιάζουν.
Τα ξημερώματα την έπιασε ο ύπνος και μέσα στην παραζάλη του ονείρου της άκουσε τη φωνή του άνδρα της. Αμέσως ξύπνησε φωνάζοντας «Αλέξη». Όταν την ρώτησαν οι ιδιοκτήτες του σπιτιού γιατί φωνάζει, τους απάντησε πως άκουσε τον άντρα της να φωνάζει το όνομά της. Ήταν η ώρα που αυτός δολοφονούνταν.
Ο Αλέξης Γρηγοριάδης σκοτώθηκε 300 μ. μακρύτερα από τον Σίμο. Ήταν κι αυτός στο ίδιο λοφάκι και δέχθηκε σφαίρα στο πόδι από εχθρικά πυρά. Έπεσε καταγής πληγωμένος. Τον περικύκλωσαν οι βουλγαροκομιταζήδες. Αφού περίμεναν να εξαντλήσει όλες τις σφαίρες του όντας πληγωμένος και μην μπορώντας να σηκωθεί, τον πλησίασαν και τον βασάνισαν τρυπώντας τον με τις ξιφολόγχες και τα μαχαίρια και χτυπώντας τον με τον υποκόπανο.
Είχε 17 μαχαιριές επάνω του. Του είχαν μένος γιατί είχε σκοτώσει τρεις από τους συνολικά 10 νεκρούς των βουλγαροκομιτατζήδων που σκοτώθηκαν στην Μάχη των Ευζώνων.
Ο Αλέξης ήταν πολύ δυνατός και άντεξε αρκετή ώρα, είχε δεχθεί δεκάδες χτυπήματα μέχρι να παραδώσει το πνεύμα.
Ο Αλέξης και ο Σίμος, συγγενείς μεταξύ τους, γεννηθέντες στο Μερτινίκ του Καρς, αφού γλίτωσαν από τους διωγμούς των Τούρκων όταν ήταν μικρά αγόρια και από τα βόλια των Ιταλών στο αλβανικό μέτωπο, έπεσαν ηρωικά στους Ευζώνους, στο χωριό που ξεκίνησαν την καινούρια τους ζωή, από άνανδρες ενέργειες βουλγαροκομιτατζήδων οι οποίοι δεν μπορούσαν να αναμετρηθούν επί ίσοις όροις με τα μεγέθη των δύο ανδρών. Έφυγαν ημέρα γιορτινή, σκεπασμένοι με το μαφόρι της Παναγιάς, δοξασμένοι, φορώντας στα μαλλιά τους κότινο νίκης. «Των ανδρειωμένων ο θάνατος, θάνατος δεν λογιέται».
Παρασκευή της Διακαινησίμου της εορταστικής εβδομάδας των ορθοδόξων Χριστιανών, το χωριό βάλλεται πανταχόθεν και βυθίζεται στο πένθος πριν ακόμα προλάβει ο ιερέας να ψάλει το απολυτίκιο «Ο ναός σου Θεοτόκε ανεδείχθη παράδεισος». Οι Σκοπιανοί κομιτατζήδες υπό την στήριξη τάγματος του αδελφού τους βουλγάρικου τακτικού στρατού επιτίθενται στο χωριό, βάζουν φωτιές στα σπαρτά, στα σπίτια, λεηλατούν, τρομοκρατούν κατά την προσφιλή τους συνήθεια.
Μαζεύουν τις γυναίκες, τα παιδιά, τους γέροντες και τους άντρες που έπιασαν αιχμάλωτους και τους οδηγούν στο χωριό Πογορόβιτσα που απέχει 300 μέτρα από τα σύνορα. Εκεί για ώρες ατελείωτες βασάνιζαν τους Ποντίους Ευζωνίτες επιδεικνύοντας την δύναμή τους. Δύναμη όμως που αντλείται από τα όπλα και όχι από την ψυχή, από το άδικο και όχι από το δίκιο, από το σκοτάδι και όχι από το φως, είναι αδυναμία, και αυτός που την κατέχει συντρίβεται.
Και ω του θαύματος ένας νεαρός από το διπλανό χωριό Μικρό Δάσος, ο Σωκράτης Ακριτίδης, πληροφορείται το κακό που πάει να συμβεί και τρέχει με το ποδήλατό του έως την Αξιούπολη για να ειδοποιήσει τη γερμανική φρουρά για την ασυδοσία των Βουλγάρων.
Ακόμα και η ανάλγητη γερμανική φρουρά κινητοποιείται μπροστά στην βέβηλη πράξη στην οποία προτίθενται να προβούν οι συνεργάτες της, και σταματάει τη σφαγή, απευθύνοντας αυστηρή σύσταση στον αξιωματικό της βουλγαρικής διλοχίας και επικρίνοντάς τον για την συνεργασία του με τους Σκοπιανούς κομιτατζήδες, σε μια περιοχή που ανήκε στη δικαιοδοσία της γερμανικής φρουράς. Ο Βούλγαρος αξιωματικός ντροπιασμένος απολογήθηκε πως τον ξεγέλασαν κάτοικοι των χωριών Πογορόβιτσας, Στογιάκοβου και Μπογδάντσας.
Σε κλίμα συγκίνησης οι χωριανοί μας, γλιτώνοντας από θαύμα, γυρίζουν πίσω στο χωριό. Μια μάνα, η Χαρίκλεια –κουνιάδα του Αλέξη Γρηγοριάδη, τρέχει να δει εάν ζει το 40ημερών βρέφος της–, ο Ελευθέριος όπως βαφτίστηκε αργότερα για χάρη της Ελευθερίας-, τον οποίο είχε αφήσει τυλιγμένο στην κουβέρτα του κάτω από μια γέφυρα, για να τον σώσει από τον βέβαιο θάνατο που θεωρούσε ότι οδηγούσαν την ίδια και τα μεγαλύτερα παιδιά της. Σαράντα περίπου ηλικιωμένοι άνδρες όμως οδηγούνται στις άθλιες φυλακές της Γευγελής από τις οποίες απελευθερώνονται την επόμενη ημέρα, εκτός από δώδεκα, μεταξύ των οποίων ο στρατιώτης Μιλτιάδης Κουρτίδης από την Ποντοηράκλεια, ο οποίος με φιλότιμο προσέτρεξε να βοηθήσει τους κοντοχωριανούς του και συνελήφθη. Αυτοί κρατήθηκαν όμηροι και βασανίσθηκαν σκληρά στις φυλακές της Στρώμνιτσας για ένα τρίμηνο. Μετά την αποφυλάκισή του ο Μίλτος γυρίζει στο χωριό του αλλά υποκύπτει στα τραύματά του από τα βασανιστήρια και την ταλαιπωρία που υπέστη.
Η περιώνυμη αντίσταση της Μάχης των Ευζώνων της 25 Απριλίου του 1941, πρέπει να συγκαταλεχθεί ως πράξη εθνικής αντίστασης όχι μόνο στην συλλογική συνείδηση αλλά και στα βιβλία της σύγχρονης ιστορίας.
Οι Έλληνες αμυνόμενοι προκάλεσαν 10 ανθρώπινες απώλειες στην πλευρά των επιτιθέμενων βουλγαροκομιτατζήδων. Τον Αλέξη και τον Σίμο τους έθαψαν μαζί, φορώντας τους τη στρατιωτική τους στολή –για την ακρίβεια ο Σίμος δεν είχε προλάβει να την βγάλει– και σκεπάζοντάς τους με τις χλαίνες τους, αυτές που τους προστάτευαν από το κρύο στα βουνά της Αλβανίας.
Η ταφή τους ήταν λιτή, χωρίς ξύλινα φέρετρα, τους ακούμπησαν στο χώμα και στήριξαν από επάνω τους μια λαμαρίνα για να μην λερωθούν από το χώμα τα όμορφα πρόσωπά τους που παρά την άγρια δολοφονία τους έλαμπαν μαρτυρώντας τη χαρά της προσμονής της Ανάστασης. Δεν έγινε ποτέ ανακομιδή.
Αναπαύονται εν Κυρίω στα κοιμητήρια των Ευζώνων, ψηλά στον λόφο των Αγίων Πάντων βλέποντας όλο το χωριό, όπως έκαναν τότε που προσπαθούσαν να πάρουν καλύτερη θέση για να αμυνθούν γι’ αυτό.
Αυτό το μικρό αλλά συνάμα και μεγάλο χωριό λόγω της σύγχρονης ιστορίας του στα βόρεια σύνορα της πατρίδας μας, δεν στερήθηκε από ηρωικές πράξεις. Μετά τη θυσία των εννέα Ευζώνων προς τιμήν των οποίων ονομάστηκε έτσι αυτός ο τόπος, οι δύο Καυκάσιοι άνδρες –συνεχιστές του καθήκοντος να φυλάνε τα σύνορα ως ακρίτες– έκαναν αυτό που τους πρόσταξε η συνείδησή τους και η γνήσια παλικαροσύνη τους.
Γι’ αυτό τους αξίζει να γραφτούν τα ονόματά τους με χρυσά γράμματα στο βιβλίο της Ιστορίας ως ήρωες και να μείνουν για πάντα αλησμόνητοι. Τιμή σ’ εκείνους όπου στην ζωή των όρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.
Ο πρόμαχος Αλέξιος και ο Σίμος ο γενναίος
του Καύκασου σταυραετοί που ήρθαν από την Πατρίδα
στο αλβανικό πολέμησαν, στην Κορυτσά εμπήκαν
γυρίσανε στα σπίτια τους, τους σκότωσαν τα φίδια.
Αλεξία Π. Ιωαννίδου
MSc Διοίκηση Πολιτισμικών Μονάδων