Αρκετά συνήθεις είναι στην ποντιακή διάλεκτο οι λέξεις με… περίεργο συνδυασμό συμφώνων στην αρχή –βλ. π.χ. βζήνω (και ανέζβηγος) αντί για σβήνω, γβαίνω (εκ του εκβαίνω) αντί για βγαίνω, γβάλλω (εκ του εκβάλλω) αντί για βγάζω, κ.ο.κ.– οπότε όχι, δεν πρόκειται για τυπογραφικό λάθος στον τίτλο!
Ίσως με απλή αντιστροφή των πρώτων συμφώνων η απάντηση θα ήταν πιο εύκολη, καθώς το «θρουμμουλάζω» που θα προέκυπτε είναι κάπως πιο κοντά στο νεοελληνικό αντίστοιχό του, το «θρυμματίζω».
Το ρήμα ρθουμμουλάζω απαντά στις διάφορες περιοχές του Πόντου και ως ρθουμμουλίζω, θουρμουλάζω και θρουμπουλάζω, και σύμφωνα με το Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου, του Άνθιμου Παπαδόπουλου, σημαίνει «μετατρέπω κάτι σε ψίχουλα».