Σαν σήμερα, το 1993, η Ελένη Χαλκούση έφυγε από τη ζωή στα 92 της χρόνια. Λίγες μέρες αργότερα όσες εφημερίδες αναφέρθηκαν στην κηδεία της, έγραψαν τα κλισέ τύπου «πέθανε ξεχασμένη», «λίγοι τη συνόδευσαν στην τελευταία της κατοικία» και τα σχετικά. Η αλήθεια είναι ότι η ηθοποιός είχε δίπλα της τους δικούς της ανθρώπους. Και από το 1985 που αποσύρθηκε από το θέατρο σε ηλικία 84 ετών, ζούσε με την οικογένειά της και απείχε από όλα. Μάλιστα πήγε στο γηροκομείο, από μόνη της για να μην δημιουργεί προβλήματα στους δικούς της. Τόσο κυρία.
Στην αρχή του αιώνα
Η Ελένη Χαλκούση γεννήθηκε στο Μακρυχώρι, προάστειο της Κωνσταντινουπόλεως κοντά στην Προποντίδα, στις 17 Φεβρουαρίου το 1901. Είχε έξι ακόμη αδέλφια, τρία αγόρια και τρία κορίτσια. Ήταν κόρη του εύπορου Χιώτη Γιάννη Χαλκούση, στενού φίλου του εθνομάρτυρα Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου. Αποφοίτησε το 1922 από το Ζάππειο Παρθεναγωγείο.
Στη συνέχεια, με τη συναίνεση του Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου –που στην ερώτηση του πατέρα της απάντησε, «…Η ευθύνη δική μου»,– παρακολούθησε μαθήματα αισθητικής και λογοτεχνίας στη Σχολή Ανατολικών Γλωσσών της Σορβόνης στο Παρίσι, καθώς και στο Ωδείο Κονσερβατουάρ, ενώ μαθήματα θεάτρου παρακολούθησε στη δραματική σχολή του ηθοποιού Σαρλ Λε Μπαρζί. Στο Παρίσι, γνωρίστηκε με τον Μπέρτολτ Μπρεχτ.
Πρωτοεμφανίστηκε ερασιτεχνικά σε θεατρική σκηνή μαζί με μία από τις αδελφές της στο Μακροχώρι, σ’ ένα μονόπρακτο του Γκι ντε Μοπασάν, ενώ αργότερα σε έναν νεανικό θίασο, έπαιξε το ρόλο της «Στέλλας Βιολάντη», από το ομώνυμο έργο του Γρηγορίου Ξενόπουλου.
Η κάθοδος στην Αθήνα και η Κοτοπούλη
Επαγγελματικά άρχισε την πορεία της με το «Θέατρο Τέχνης» του Σπύρου Μελά στις 21 Σεπτεμβρίου 1925, στο «Αθήναιον», της οδού Πατησίων στην Αθήνα, ερμηνεύοντας τον ρόλο της «Δομινίκης» στα Περασμένα του Ζορζ ντε Πόρτο-Ρις.
Ένα χρόνο μετά το 1926 διεύθυνε το θίασο «Νέοι» στο Θέατρο Κυβέλης. Συνεργάστηκε τότε με την Ελένη Παπαδάκη.
Ενθουσιασμένη η Χαλκούση με την πορεία της αποφασίζει να γίνει παραγωγός της παράστασης. Όμως ακολουθεί την μοίρα των ηθοποιών που θέλουν να κάνουν θεατρικές επιχειρήσεις. Κοινώς τα χρήματα εξανεμίστηκαν και ο θίασος διαλύθηκε στα τέλη του Σεπτεμβρίου. Αυτό βέβαια δεν την πτόησε και συνέχισε να εργάζεται στο θέατρο. Και όχι μόνο σαν ηθοποιός αλλά και σαν βοηθός σκηνοθέτη και σαν υπεύθυνη δραματουργίας. Άλλωστε είχε την εκτίμηση των ανθρώπων του χώρου. Ειδικά η Κοτοπούλη την εκτιμούσε πάρα πολύ, την είχε προσλάβει ως καθηγήτρια στην σχολή της.
Παρόλα αυτά η Χαλκούση ποθούσε πάντα να ερμηνεύσει έναν μεγάλο ρόλο. Όταν ο θίασος της Κοτοπούλη ανέβασε, το 1940, τον Οθέλλο, η Χαλκούση πίστευε ότι θα της δινόταν κάτι μεγαλύτερο. Όταν είδε όμως ότι τον ρόλο που ήθελε τον πήρε η Νίτσα Τσαγανέα, πικράθηκε. Λίγο αργότερα τη συνάντησε η Κοτοπούλη και την είδε συνοφρυωμένη. Όταν την ρώτησε τι έχει, η Χαλκούση της είπε το παράπονό της. Ο ρόλος που ήθελε η Χαλκούση –και δόθηκε στην Τσαγανέα– ήταν αυτός της Αιμιλίας. Την πιάνει λοιπόν η Κοτοπούλη και πηγαίνουν μπροστά σε ένα καθρέφτη. Και της λέει: «Την Αιμιλία, στο έργο εκτός από τον άντρα της, την… και ο Οθέλλος. Εμάς τις 2, ποιος θα ‘θέλε να μας….»
Τα χρόνια του Εθνικού
Το 1945 προσελήφθη στο Εθνικό θέατρο όπου και διέπρεψε μέχρι το τέλος της καριέρας της συμμετέχοντας σε πολλές θεατρικές παραστάσεις με μεγάλη επιτυχία. Ερμήνευσε πολυάριθμους ρόλους σε έργα του Ίψεν, του Σαίξπηρ, του Μολιέρου καθώς και στις κωμωδίες του Αριστοφάνη, Εκκλησιάζουσες, Σφήκες, Πλούτος και Λυσιστράτη. Η τελευταία θεατρική της εμφάνιση ήταν το 1985, στις Θεσμοφοριάζουσες, με το Μοντέρνο Θέατρο του Γιώργου Μεσσάλα.
Όμως η Χαλκούση ήταν και σπουδαία δασκάλα. Έτσι δίδαξε και σε δραματικές σχολές, όπως του Τάκη Μουζενίδη αλλά και του Εθνικού θεάτρου.
Η Χαλκούση του γραπτού λόγου
Άρχισε τη δημοσιογραφική της ενασχόληση σχετικά με το θέατρο, με την παρότρυνση της Ελένης Βλάχου και συνεργάστηκε με τις εφημερίδες Η Καθημερινή, Μεσημβρινή, Έθνος, Ελευθεροτυπία και Απογευματινή. Μάλιστα νεότεροι συνάδελφοι τη θυμούνται με πολλή αγάπη να τους φέρνει σε τακτά διαστήματα, άνευ λόγου και γιορτής, σοκολατάκια.
Εκτός όμως από δημοσιογράφος και μεταφράστρια θεατρικών έργων, υπήρξε και συγγραφέας. Το βιβλίο της Σαβουάρ βιβρ, μέχρι και σήμερα είναι σημείο αναφοράς. Όπως και το σχεδόν αυτοβιογραφικό της βιβλίο Πόλη, αγάπη μου.
Υπήρξε στενή φίλη, σχεδόν μούσα του ποιητή Νίκου Καββαδία που της είχε αφιερώσει το έργο του Πούσι.
Ο συγγραφέας Μήτσος Κασόλας γράφει για τη σχέση του Καββαδία με την Ελένη Χαλκούση, «…ο Καββαδίας στον ασύρματο διάβαζε πολύ και έγραφε πολύ. Η καμπίνα του ασύρματου ήταν κατά κάποιο τρόπο το φιλολογικό μας καφενείο. Και σ’ αυτό μια μέρα είπε στην ηθοποιό Ελένη Χαλκούση: “Έκανα μεγάλο σφάλμα, Ελένη μου, στη ζωή μου που δεν σου ζήτησα να με παντρευτείς“»…
Πολλά χρόνια αργότερα πήγε μαζί με φίλους του στο θέατρο, να τη δουν, όμως στο τέλος δεν πήγε να τη συγχαρεί στο καμαρίνι της. Την είδε στη σκηνή και σχολίασε: «Αυτή είναι η Ελένη; Δεν το πιστεύω. Πώς άλλαξε, πώς γέρασε η Ελένη; Πάμε να φύγουμε»…
Όσον αφορά το φακό, στο σινεμά μεγαλούργησε σε δεύτερους ρόλους, όπως η «μαντάμ Τζούλια» στο Φτωχαδάκια και λεφτάδες, σαν παράξενη ηλικιωμένη στα 201 καναρίνια, σαν μηχανοράφα μητέρα του Αλέκου Αλεξανδράκη στο Ραντεβού στην Κέρκυρα, ενώ στην τηλεόραση έπαιξε στους μυθικούς –και χαμένους,– Έμπορους των εθνών.
Για την προσφορά της στην τέχνη τιμήθηκε με τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος Ευποιίας.
Σπύρος Δευτεραίος