Ένας ανεκπλήρωτος έρωτας στα χρόνια της Επανάστασης, με φόντο τα αριστοκρατικά σαλόνια του πρώτου μισού του 19ου αιώνα, ήταν αυτός ανάμεσα στη Ρωξάνδρα Στούρτζα και τον Ιωάννη Καποδίστρια.
Όμως η ιστορία εκείνης έχει από μόνη της ενδιαφέρον.
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 22 Οκτωβρίου 1786 και ήταν το τέταρτο από τα πέντε παιδιά που απέκτησαν ο Σκαρλάτος Στούρτζας, πάμπλουτος Έλληνας από το Ιάσιο της Μολδαβίας, και η Σουλτάνα Μουρούζη, κόρη του ποντιακής καταγωγής Φαναριώτη και ηγεμόνα της Μολδαβίας πρίγκιπα Κωνσταντίνου Μουρούζη.
Το τέλος του Ρωσοτουρκικού πολέμου, η Συνθήκη του Ιασίου και ο θάνατος του πεθερού του, οδήγησαν τον Σκαρλάτο Στούρτζα στην απόφαση να εγκαταστήσει την οικογένειά του στη Λευκορωσία, σε έναν πύργο στο Μοχίλε, στη δυτική όχθη του ποταμού Δνείπερου. Όταν τα παιδιά μεγάλωσαν αρκετά, εγκαταστάθηκαν στην Αγία Πετρούπολη, για να τελειοποιήσουν τις σπουδές τους.
Τα παιδιά έλαβαν υψηλού επιπέδου μόρφωση, με ιδιαίτερη έμφαση στην εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας, ενώ ο πατέρας αποτελούσε έμπνευση για την ορθόδοξη πίστη, η οποία όμως κλονιζόταν από τη μελέτη των φιλοσοφικών συγγραμμάτων. Τα ερεθίσματα, λοιπόν, ήταν πολλά και από τον κύκλο των επισκεπτών, στους οποίους συγκαταλέγονταν οι Ευγένιος Βούλγαρης και Κωνσταντίνος Θεοτόκης.
Στις αρχές του 1806 η Ρωξάνδρα Στούρτζα έκανε την είσοδό της στην Αυλή του τσάρου Αλέξανδρου A’ – ο πατέρας της τότε ήταν σύμβουλος Επικρατείας. Η ευγένεια και η ευφυΐα της την έκαναν να ξεχωρίζει και έτσι διορίστηκε Κυρία επί των τιμών, αρχικά της αυτοκράτειρας Μαρίας Θεοδώρεβνας, μητέρας του τσάρου, και μετά της αυτοκράτειρας Ελισάβετ, της Γερμανίδας συζύγου του.
Οι πρώτες συναντήσεις με τον Ιωάννη Καποδίστρια χρονολογούνται το 1809 και συνεχίστηκαν για περίπου τρία χρόνια στην αυτοκρατορική Αυλή, στα σαλόνια των ευγενών αλλά και στα γεύματα που παρέθετε ο Σκαρλάτος Στούρτζας. Ο Κερκυραίος κόμης ήταν υπουργός Εξωτερικών και, όπως ανέφερε στις επιστολές προς τον πατέρα του, με τη Ρωξάνδρα είχαν μια βαθιά φιλία και μια αμοιβαία εκτίμηση που ποτέ όμως δεν εξελίχθηκε σε ερωτικό ειδύλλιο.
Από την αλληλογραφία του Καποδίστρια αλλά και από τα απομνημονεύματα εκείνης προκύπτει ότι αιτία ήταν η επιθυμία του να εξασφαλίσει την επαγγελματική του σταδιοδρομία, η απροθυμία του για έναν γάμο στη Ρωσική Αυτοκρατορία με κάποια ανώτερη οικονομικά και κοινωνικά από τον ίδιο, αλλά κυρίως η προσήλωσή του στην «ελληνική υπόθεση».
Οι δρόμοι τους χώρισαν το 1811, καθώς ο Ιωάννης Καποδίστριας διορίστηκε στη ρωσική πρεσβεία στη Βιέννη, ενώ τον Μάρτιο του 1812 ανέλαβε διευθυντής της Γραμματείας του Διπλωματικού Τμήματος στο Βουκουρέστι. Το 1813 η Ρωξάνδρα Στούρτζα αναχώρησε ως συνοδός της αυτοκράτειρας για ένα μεγάλο ταξίδι στην Ευρώπη. Στο Βερολίνο τής δόθηκε η ευκαιρία να επισκεφθεί τον τάφο του αδελφού της, στη Λειψία να γνωρίσει τον Γκαίτε, και στη Βαϊμάρη τον κόμη Έντλινγκ, πρόσωπο καθοριστικό στη μετέπειτα ζωή της.
Το 1814, και ενώ βρισκόταν στην πόλη Μπρούσαλ, έλαβε την πρώτη επιστολή από τον Ιωάννη Καποδίστρια, τον οποίο συνάντησε αργότερα στη Βιέννη, στο μέγαρο της οικογένειάς της.
Εκεί, όπως προκύπτει από γραπτές πηγές, εκείνος εξέφρασε την επιθυμία του ασχοληθεί με την «ελληνική υπόθεση» και εκείνη του ζήτησε να παραμείνουν τουλάχιστον φίλοι. Ο δραματικός επίλογος γράφτηκε με τη διαβεβαίωση του Ιωάννη Καποδίστρια ότι δεν θα παντρευτεί ποτέ, γιατί πίστευε ότι έπρεπε μόνος να βαδίσει το δρόμο «της προσφοράς και της θυσίας προς την πατρίδα».
Οι δυο τους συμφώνησαν ακόμα να ενώσουν δυνάμεις για την απελευθέρωση των Ελλήνων και για τη μόρφωση των παιδιών τους.
Στα τέλη του 1816 η Ρωξάνδρα Στούρτζα παντρεύτηκε τον κόμη Άλμπερτ Γκάεταν Έντλινγκ, υπουργό Εξωτερικών της Βαϊμάρης και ξάδελφο της τσαρίνας, ύστερα από πιέσεις που δέχθηκε. Ο γάμος ήταν συμβατικός, αφού δεν τον αγάπησε ποτέ. Όταν δεν πέτυχε το διορισμό του συζύγου της στην τσαρική αυλή, εγκαταστάθηκαν στα πατρικά κτήματα στη Λευκορωσία, ενώ ο τσάρος –με εισήγηση του Καποδίστρια– παραχώρησε μια μεγάλη έκταση «ερήμου και ακάρπου» γης στη Βεσσαραβία, όπου κατοικούσαν νομάδες λαοί και σκηνίτες Τάρταροι, ως «ανταμοιβήν των υψηλών υπηρεσιών της». Αυτή τη γη την μετέτρεψε σε προσοδοφόρο κτήμα, γνωστό με το όνομα Μανζύριο.
Μέσα σ’ αυτή την αποικία, η Ρωξάνδρα έχτισε ορθόδοξο ναό για τον εκκλησιασμό των οικογενειών του κτήματος και των κατοίκων από τα γύρω χωριά, νοσοκομείο, σχολείο, ξενώνα, πτωχοκομείο και γηροκομείο, όλα ανοιχτά και δωρεάν.
Η Ρωξάνδρα Στούρτζα υπήρξε από τα πιο δραστήρια μέλη της Φιλόμουσου Εταιρείας Βιέννης, την οποία είχε ιδρύσει ο Καποδίστριας το 1815. Ενίσχυσε και χρηματοδότησε τις σπουδές των Ελλήνων καθώς και τη διαμονή τους. Το μέγαρό της στη Βαϊμάρη υπήρξε τόπος συνάθροισης των Ελλήνων σπουδαστών. Χρηματοδότησε την έκδοση της μετάφρασης στην ελληνική γλώσσα του έργου του Γκαίτε Ιφιγένεια εν Ταύροις, το 1818, από τον σπουδαστή του Πανεπιστημίου της Ιένας Ιωάννη Παπαδόπουλο, τον έκλαψε σαν παιδί της όταν πέθανε από φυματίωση.
Μετά το ξέσπασμα της Επανάστασης, όταν πληροφορήθηκε την άφιξη μεγάλου αριθμού Ελλήνων προσφύγων στην Οδησσό, έσπευσε να εγκατασταθεί εκεί. Μετέφερε τρόφιμα από το κτήμα της στη Βεσσαραβία, διένειμε χρήματα, μερίμνησε για την άμεση στέγασή τους, την περίθαλψη των γερόντων και την εκπαίδευση των παιδιών. Παράλληλα, με πολλές φλογερές επιστολές προς διπλωμάτες, δούκες και ευγενείς της Ευρώπης και της Ρωσικής Αυτοκρατορίας επιχείρησε να τους κινητοποιήσει.
Οι πρωτοβουλίες της δεν έμεναν χωρίς αποτέλεσμα, όπως εκείνη προς τον Ρώσο πρίγκιπα Αλέξανδρο Γκαλιτζίν, υπουργό Παιδείας, ο οποίος τέθηκε επικεφαλής ερανικής επιτροπής για την περίθαλψη προσφύγων και για την απελευθέρωση χιλιάδων Ελλήνων, κυρίως Χίων και Κρητών, που ήταν αιχμάλωτοι στην Αίγυπτο.
Με την προτροπή της Ρωξάνδρας Στούρτζα, οι κυρίες της ανώτερης τάξης στη Μόσχα ίδρυσαν την Ευεργετικήν Εταιρείαν, την προεδρία της οποίας ανέλαβε η ίδια. Συγκεντρώθηκαν σημαντικά ποσά, με τα οποία χτίστηκε ορφανοτροφείο για τα Ελληνόπουλα σε προάστιο της Μόσχας. Στην ίδια δομή λειτουργούσε και σχολείο. Επιπλέον, με δική της χορηγία χτίστηκε γυναικείο μοναστήρι κοντά στον ελληνορθόδοξο ναό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στη Μόσχα – μέσα σε αυτό λειτουργούσε παρθεναγωγείο για τις κόρες των ορθοδόξων ιερέων, Ελλήνων και Ρώσων. Τα κορίτσια αυτά παντρεύονταν όσους από τους σπουδαστές των Εκκλησιαστικών Φροντιστηρίων της Οδησσού θα ακολουθούσαν το ιερατικό στάδιο.
Ο ανεκπλήρωτος έρωτας με τον πρώτο κυβερνήτη της Ελλάδας ήρθε στο φως μετά τον εντοπισμό του αρχείου της οικογενείας Στούρτζα στην Αγία Πετρούπολη. Η Ρωξάνδρα έγραφε:
«Έβλεπα τον Καποδίστρια όλες τις ημέρες στο σπίτι μας, στη Βιέννη, στα δείπνα που οργάνωνε η μητέρα μου, ανάμεσα στους άλλους προσκαλεσμένους μας. Έπειτα από τα τόσα γράμματα που μου είχε στείλει από την Ελβετία, όπου μου φανέρωνε το ενδιαφέρον του για μένα, με τόσες τρυφερές εκφράσεις, ότι θα του ήμουν απαραίτητη για την ευτυχία της ζωής του, ότι δεν έβλεπε την ώρα να με συναντήσει για να μου πει προφορικά διά ζώσης όσα δεν μπορούσε να μου γράψει, περίμενα με αγωνία αυτή την ώρα. Εκείνος, όμως, πάντοτε αφάνταστα μελαγχολικός, μου μιλούσε με ανεξήγητη ψυχρότητα όσο ποτέ. Και όταν εγώ του απαντούσα με γλυκύτητα ή με τη σιωπή της λύπης, εκείνος γινόταν πιο απόμακρος. Η αγωνία μου είχε γίνει αβάσταχτη».
Και δεν ήταν μόνο ο Ιωάννης Καποδίστριας που θεωρούσε την κόρη της οικογένειας Στούρτζα ανώτερη· το ίδιο πίστευε και εκείνη για τον Έλληνα διπλωμάτη, ότι ήταν ανώτερος από εκείνη, παρόλο που από την αλληλογραφία τους φανερώνεται η μόρφωσή της, η κριτική ματιά σε πολιτικά και διπλωματικά θέματα και η βαθιά ανάλυση των χαρακτήρων των ανθρώπων που βρίσκονταν στο περιβάλλον της.
Μάλιστα, στα σαλόνια των ευγενών εκτιμούσαν τη γνώμη της και θεωρούσαν ότι ήταν ένα πρόσωπο εμπιστοσύνης.
Η δολοφονία του Καποδίστρια το 1831 συντάραξε τη Ρωξάνδρα Στούρτζα, όπως φαίνεται από διήγηση του αδελφού της Αλέξανδρου: «Μόλις η αγαπητή μου αδελφή έμαθε την τραγική είδηση, έπεσε κάτω αναίσθητη! Ουσιαστικά, από εκείνη την ώρα ήταν και εκείνη νεκρή!».
Σε ένα από τα σκόρπια σημειώματα που έγραψε λίγο προτού πεθάνει, τόνιζε: «Ιωάννη, δεν ξέχασα ποτέ τον όρκο που κάναμε μαζί εκείνη την οδυνηρή ώρα της ζωής μας. Τον τήρησα, στην ουσία. Η αθέτησή μου ήταν αναγκαστική. Το ξέρεις. Ήταν ακόμη μια θυσία για σένα. Αν δεν δεχόμουν να παντρευτώ τον εξάδελφο της αυτοκράτειρας, θα σου προκαλούσα προβλήματα στο ύψιστο και υπεύθυνο αξίωμα που σου προσέφερε ο τσάρος. Ήταν μια αναγνώριση της αξίας σου. Η τιμή ήταν για εκείνον που την αξιοποίησε για το καλό της χώρας του, για μένα όμως ήταν μεγάλη θυσία!».
Η Ρωξάνδρα Στούρτζα πέθανε στις 16 Ιανουαρίου του 1844, χωρίς να αποκτήσει παιδιά. Μέχρι το τέλος φορούσε το δαχτυλίδι με τη χρυσή πεταλούδα που της είχε χαρίσει ο Ιωάννης Καποδίστριας. «Ιωάννη! Δεν υπήρξες ποτέ εραστής μου! Τώρα, όμως, που η ζωή μου τελειώνει, μπορώ να σου ειπώ: Είσαι ο μοναδικός Άνδρας που αγάπησα βαθιά και αιώνια. Ποτέ δεν αγάπησα άλλον, σε όλη μου τη ζωή!» έγραψε με τρεμάμενο χέρι σε ένα άλλο «σκόρπιο» σημείωμα.
Ενταφιάστηκε στην Οδησσό, σε κοιμητήριο που βρισκόταν σε έκταση 100 στρεμμάτων που είχε αγοράσει η ίδια σε προάστιο της πόλης.