Θεσσαλονίκη ή Ναύπλιο; Οι βιογράφοι και ιστορικοί διίστανται για το πού γεννήθηκε ο Μανώλης Χιώτης. Το σίγουρο είναι ότι γεννήθηκε σαν σήμερα, το 1921. Ο πατέρας του, Διαμαντής, ήταν πασίγνωστος ρεμπέτης, και η μητέρα του διατηρούσε μπαρ για την αριστοκρατία.
Ο μικρός Μανώλης μεγαλώνει μεν μέσα στα πλούτη, αλλά με τίποτα δεν γίνεται ένα «μαμόθρεφτο» και κακομαθημένο παιδί.
Από τη σφυρίχτρα στο μπουζούκι
Tο πρώτο όργανο που μαθαίνει και παίζει συνέχεια ο Μανωλάκης είναι η …σφυρίχτρα! Την βλέπει κάποια παραμονή Πρωτοχρονιάς στον πάγκο ενός μικροπωλητή, στη μεγάλη πλατεία του Ναυπλίου, κι αρχίζει να κλαίει γοερά κι ασταμάτητα για να του την αγοράσουν. Όταν μεγαλώνει ακούει κάποιον κιθαρίστα να παίζει, και ξετρελαίνεται μ’ αυτό το όργανο. Αρχίζει ξανά τα παρακάλια στη μητέρα του κι εκείνη τον παίρνει και με το τρένο πηγαίνουν στην Αθήνα. Κι εκεί, στη Στοά Αρσακείου, στο κατάστημα οργάνων του Γαϊτάνου. Και ρίχνεται με τα μούτρα στην εκμάθησή της.
Το 1936 έρχεται στην Αθήνα. Την πρώτη ολιγοήμερη εμφάνισή του την έκανε στα «Παγόνια» (Σωκράτους και Αγίου Κωνσταντίνου γωνία) πλάι στον Στράτο Παγιουμτζή, τον σπουδαίο και παραγνωρισμένο ρεμπέτη. Ύστερα από λίγες μέρες οι δυο τους εμφανίζονται στο κέντρο «Δάσος».
Το 1937 ο Χιώτης ηχογράφησε το πρώτο του τραγούδι «Γιατί δεν λες το “Ναι” (Το χρήμα δεν το λογαριάζω)», φυσικά με τον Στράτο Παγιουμτζή.
Καθώς περνάνε τα χρόνια, οι τραγουδιστικές επιτυχίες του Μανώλη Χιώτη όλο και πολλαπλασιάζονται. Μέχρι που φτάνει η μεγάλη τυχερή στιγμή και συνθέτει τη μεγαλύτερη επιτυχία των επιτυχιών του. Τον «Πασατέμπο», πάνω σε στίχους του Χρήστου Γιαννακόπουλου. Με το τραγούδι αυτό καθιερώνεται στην Ελλάδα ως μεγάλος συνθέτης λαϊκής μουσικής.
Παράλληλα ο Χιώτης δεν επαναπαύεται στις δόξες του. Μαθαίνει τέλεια κιθάρα, και μετά στρέφεται στο μπουζούκι. Και φυσικά γράφει ακατάπαυστα και προσφέρει στο κοινό λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια, μα είναι πολύ εξευγενισμένα και οι μελωδίες του πρωτότυπες!
Το τρίχορδο μπουζούκι δεν προσφέρεται για τέτοιες μελωδίες. Έτσι ο πολυμήχανος Χιώτης σκέφτεται να κατασκευάσει το πρώτο τετράχορδο μπουζούκι. Με τη βοήθεια ενός Πειραιώτη κατασκευαστή μπουζουκιού, στις 21 Μαρτίου, την πρώτη μέρα της άνοιξης και μια μέρα πριν από τα γενέθλιά του, προκύπτει το τετράχορδο μπουζούκι.
Η μεγάλη επιτυχία και η Μαρία Δημητροπούλου
Η καριέρα του αρχίζει να απογειώνεται. Εξελίσσει το μπουζούκι, εφαρμόζοντας πρώτος τη χρήση του ενισχυτή σε λαϊκό όργανο. Έτσι, καινοτομώντας, αρχίζει η περίοδος του αρχοντορεμπέτικου, όπου πλέον το μπουζούκι γίνεται αποδεκτό και από τη λεγόμενη υψηλή κοινωνία, για χατίρι της οποίας άρχισε επιλέγοντας να γράφει τραγούδια με λατινοαμερικάνικο χαρακτήρα, κυρίως μάμπο.
Αυτή η δεύτερη καινοτομία του τον καθιέρωσε πλέον ως ηγέτη ιδιαίτερης μουσικής σχολής και τραγουδιού από το κοινό της εποχής. Εκείνη ακριβώς την περίοδο, ο αθηναϊκός Τύπος τον αποκαλούσε «οδηγό του μπουζουκιού στα σαλόνια».
Στην πορεία αποδεικνύεται και πετυχημένος επιχειρηματίας, αφού στήνει πολλά κέντρα διασκέδασης. Γράφει επίσης ιστορία όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Αίγυπτο, τα χρόνια που υπήρχε μεγάλος αριθμός Ελλήνων και δη με μεγάλη οικονομική επιφάνεια. Μαζί του ήταν η πρώτη σύζυγός του, η Ζωή Νάχη.
Κάπου εκεί προκύπτει η γνωριμία με τη Μαρία Δημητροπούλου.
Ποια είναι αυτή, αναρωτιέστε. Είναι το πραγματικό όνομα της Μαίρης Λίντα, που μαζί έφτασαν στα ύψη της επιτυχίας και της αναγνωρισιμότητας. Βοήθησε βέβαια και ο ελληνικός κινηματογράφος, καθώς το ζευγάρι εμφανίστηκε σε πολλές ταινίες. Παντρεύτηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ’50, αφού είχε χωρίσει την πρώτη του σύζυγο με την οποία είχε αποκτήσει δύο παιδιά.
Για να καταλάβετε πόσο δημοφιλής ήταν ο Μανώλης Χιώτης, τη δεκαετία του ’60 το όνομα του περιλαμβανόταν μόνιμα σε ειδικό πίνακα Ελλήνων καλλιτεχνών της εθιμοτυπικής υπηρεσίας του υπουργείου Εξωτερικών, για την προτεινόμενη διασκέδαση των υψηλών επισκεπτών της χώρας.
Ο Χιώτης είχε τραγουδήσει μπροστά σε πολλούς ηγεμόνες και άλλους αρχηγούς χωρών, ενώ είχε κληθεί να παίξει ακόμη και στον Λευκό Οίκο, στα γενέθλια του προέδρου Λίντον Τζόνσον.
Η επιστροφή από την Αμερική και το τρίτο στεφάνι
Στο διάστημα 1964-68, ο Χιώτης και η Λίντα έζησαν το αμερικανικό όνειρο – κοινώς, ήταν στην Αμερική. Όταν γύρισε, είχαν αλλάξει όλα. Ακόμα και ο ίδιος, αφού είχε χωρίσει με τη Μαίρη Λίντα και είχε παντρευτεί την τραγουδίστρια Μπέμπα Κυριακίδου.
Δυστυχώς, όμως, είχε αλλάξει και η μουσική στη χώρα μας. Είχε μπει το ελαφρολαϊκό, είχαν απαξιωθεί οι συνθέτες και είχαν βγει μπροστά οι τραγουδιστές. Ο πανέξυπνος μουσικός προσπάθησε να βρει τρόπους να κυριαρχήσει ξανά, αλλά έβρισκε πάντα τοίχο. Είχαν αρχίσει και τα προβλήματα υγείας, οπότε ο άλλοτε δοξασμένος και χαμογελαστός Μανώλης Χιώτης ήταν πλέον ένας παραπονεμένος μεσήλικας. Και δυστυχώς η σπουδαιότητα του έργου του, αναγνωρίστηκε –ως συνήθως– μετά θάνατον.
Το κεφάλαιο Μίκης Θεοδωράκης
Μπορεί τη δεκαετία του ’60 –και όχι μόνο, δυστυχώς– να υπήρχαν ήδη οι ταμπελίτσες τύπου «εμπορικός», «λαϊκός» κ.ά., αυτό ωστόσο δεν πτόησε τον Μίκη Θεοδωράκη να συνεργαστεί με τον Μανώλη Χιώτη.
Οι δυο τους βρέθηκαν μαζί πρώτη φορά το 1960, και μέχρι το 1962 η συνεργασία τους ήταν πολύ στενή. Και όχι μόνο δισκογραφικά, αλλά και στο θέατρο και σε συναυλίες. Όπως αυτές που έγιναν στο θέατρο Κεντρικόν, τον Μάρτιο του 1961 –με Στέλιο Καζαντζίδη–Μαρινέλλα, Μαίρη Λίντα, Γρηγόρη Μπιθικώτση, Τέρη Χρυσό και τη Συμφωνική Ορχήστρα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, ενώ Χιώτης-Λίντα είχαν εμφανιστεί το καλοκαίρι του 1962 και στην παράσταση Όμορφη πόλη (σκηνοθεσία Μιχάλης Κακογιάννης, μουσική Μίκης Θεοδωράκης), στο θέατρο Παρκ.
Το 1970 η υγεία του Μανώλη Χιώτη επιδεινώνεται. Αυτό δεν τον εμποδίζει να μεταβεί μαζί με άλλους τρεις καλλιτέχνες έξω από τις φυλακές του Ωρωπού όπου βρισκόταν κρατούμενος από τη δικτατορία ο Μίκης, παίζοντας το τραγούδι «Ροδόσταμο» για συμπαράσταση. Για το λόγο αυτόν, υποστηρίζεται πως αργότερα συνελήφθη προσωρινά και βασανίστηκε από την Ασφάλεια.
Για την ιστορία, ο Μανώλης Χιώτης έφυγε στις 21 Μαρτίου του 1970 εξαιτίας καρδιακής ανεπάρκειας στο «Ιπποκράτειο» Νοσοκομείο της Αθήνας.
Σπύρος Δευτεραίος