Σαν σήμερα το 1948 γεννήθηκε ο Νίκος Παπάζογλου. Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες από την Προύσα και έφυγαν με την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923. Με το μετάξι έβγαζε τα προς το ζην η οικογένεια της μητέρα του, βαρέλια έφτιαχναν στην οικογένεια του πατέρα του.
Ο Νίκος μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, σε μια γειτονιά ανάμεσα στη στάση Κολόμβου και στο Διοικητήριο, με αλάνες γύρω-γύρω, με άλογα –επειδή όλες οι μεταφορές γίνονταν με κάρα–, με μια φέτα ψωμί και παιχνίδι όλη τη μέρα.
Οι δικοί του από νωρίς τον έβαλαν στη δουλειά τα καλοκαίρια, ώστε να μην… αλητεύει. Παρόλο που ήταν καλός μαθητής, έκανε χειρωνακτικές εργασίες για βιοπορισμό. «Έπιαναν τα χέρια μου» είχε πει.
Το ξεχασμένο μπουζούκι
Η οικογένεια Παπάζογλου λάτρευε το τραγούδι, τις ωραίες γιορτές και τα γλέντια, ακόμα και χωρίς αφορμή. Αυτά θυμόταν ο Νίκος, ένα ευτυχισμένο σπίτι. Μετά από ένα τέτοιο γλέντι ένας οικογενειακός φίλος ξέχασε το μπουζούκι του, το οποίο «κρύφτηκε» πάνω σε μια ντουλάπα του σπιτιού.
Με τη βοήθεια μιας σκούπας το κατέβασε ο Νίκος και άρχισε να το επεξεργάζεται. Αυτό ήταν.
Στην πορεία ήρθαν τα γυμνασιακά γκρουπ και η απόφασή του να ασχοληθεί με τη μουσική, κάτι που δεν έβρισκε σύμφωνο τον πατέρα του, ο οποίος δεν πήγε ποτέ να τον ακούσει. Το όραμά του ήταν να σπουδάσει ο γιος του, αφού ήταν πολύ καλός μαθητής. «Ακόμα και να πεινάσουμε, εσύ θα σπουδάσεις» του είχε πει. Από την άλλη, η μητέρα του όταν τον είδε σε μια συναυλία στο Θέατρο Δάσους πήγε στα καμαρίνια και συγκινημένη του είπε: «Πόση δόξα παιδί μου. Να προσέχεις».
Αντί του Πασχάλη
Το πρώτο συγκρότημα στο οποίο διακρίθηκε ο Νίκος Παπάζογλου ως κιθαρίστας και τραγουδιστής ήταν οι Ronnie and Those που σχηματίστηκαν στη Θεσσαλονίκη το 1965. Δύο χρόνια αργότερα του δόθηκε η μεγάλη ευκαιρία: έκανε το πρώτο μεγάλο βήμα της διαδρομής του, στους Olympians, παίρνοντας τη θέση του στρατευμένου Πασχάλη.
Αυτή ήταν η πιο ροκ περίοδος του γκρουπ, η οποία όμως τελείωσε όταν επέστρεψε ο ποπ σταρ και ο Παπάζογλου πήγε στους Blow up. Και μετά συνέχισε σόλο, ενώ στις αρχές του ’70 δοκίμασε να κάνει διεθνή καριέρα σε Γερμανία και Ιταλία, με το γκρουπ Ζηλωτής. Που όμως δεν προέκυψε.
Πάντως το 1973 ηχογραφήθηκαν τα πρώτα επίσημα τραγούδια τού Νίκου Παπάζογλου. Είναι τα «Ανία» και «Είναι αργά» που περιλαμβάνονται στο δίσκο Φίλοι και αδελφοί, καθώς και το «Γαλάζια θάλασσα» στο δίσκο Το τραγούδι μου.
Ο Σαββόπουλος και η αρχή με τη γυφτιά
«Μετά την αποτυχία του Ζηλωτή κλείστηκα στον εαυτό μου και ξαναβγήκα το 1976, όταν με έβγαλε –στην κυριολεξία– ο Σαββόπουλος, ζητώντας μου να συμμετάσχω στους Αχαρνής. Γνωρίζομαι τότε με τον Μπουλά, τον Ρασούλη, τον Ξυδάκη και άλλους, και βγάζουμε την Εκδίκηση της γυφτιάς», είχε δηλώσει σε συνέντευξή του.
Αυτή η Εκδίκηση της γυφτιάς. Τι σπουδαίο άλμπουμ. Πόσους δρόμους άνοιξε στο ελληνικό τραγούδι… Αν και η αξία του φάνηκε στην πορεία των χρόνων. Συγκεκριμένα στη μεγαλειώδη συναυλία που δόθηκε στον Λυκαβηττό το 1982.
Και όταν το 1983 η Γλυκερία συμπεριέλαβε το «Κανείς εδώ δεν τραγουδά» στον επίσης μυθικό δίσκο Με τη Γλυκερία στην Όμορφη Νύχτα / Ζωντανή ηχογράφηση, το τραγούδι και το άλμπουμ του Παπάζογλου εκτοξεύτηκαν.
Ακολούθηκαν οι δίσκοι Χαράτσι και Μέσω νεφών, οι οποίοι πλέον ορίζουν το νέο –για την εποχή– λαϊκό τραγούδι, με παραδοσιακές πινελιές και ροκ ρυθμούς.
Με δύναμη από τη Θεσσαλονίκη
Έτσι ο Παπάζογλου βρέθηκε στην πρώτη γραμμή· πουλούσε σαν τρελός και χωρίς να χρειάζεται να κάνει εξώφυλλα ή συνεντεύξεις. Και ήταν τότε που αποφάσισε να μείνει στη γενέτειρά του και να μην ενδώσει στις αθηναϊκές σειρήνες. Εκεί στο στούντιό του, το «Αγροτικόν», έκανε όχι μόνο τις δικές του παραγωγές, αλλά και άλλων καλλιτεχνών.
Το στούντιο αυτό το είχε χρησιμοποιήσει ο Χατζιδάκις όταν ηχογραφούσε για το ΚΘΒΕ. Ένα μεσημέρι τον άφησε μόνο του για να πάει να πάρει τα παιδιά του από το σχολείο. Όταν επέστρεψε τον βρήκε να είναι στη μοκέτα, κάτω, και να κοιμάται.
Στη Θεσσαλονίκη η έλλειψη μουσικών σκηνών που να του ταιριάζουν τον ανάγκασε να προσαρμοστεί. Και κάπως έτσι εξελίχθηκε σε έναν από τους πιο πετυχημένους καλλιτέχνες συναυλιών όλων των εποχών. Και σιγά-σιγά ο ήχος, τα live, αλλά και το στιλ του με τα μακριά μαλλιά και το μαντίλι έγιναν σήμα κατατεθέν του.
Πώς γεννήθηκε ο «Αύγουστος»
Βρισκόμαστε στα τέλη Ιουνίου του 1978, τότε που σημειώθηκε ο φονικός σεισμός στη Θεσσαλονίκη. Ένα από τα πολλά σπίτια που υπέστησαν ζημιές ήταν και εκείνο που έμενε ο Νίκος Παπάζογλου με την οικογένειά του. Έτσι πρότεινε στη γυναίκα του Βαρβάρα να πάρει τη νεογέννητη κόρη τους και να πάνε σε συγγενείς τους στην Αμερική.
Ο ίδιος έμεινε μόνος και ο Σαββόπουλος τον προσκάλεσε στο σπίτι του στο Πήλιο. Εκεί γνώρισε μια καλλονή που τον μάγεψε. Την ερωτεύτηκε αμέσως, όμως οι τύψεις για τη γυναίκα και το παιδί του δεν τον άφηναν να παραδοθεί στο πάθος του. Μπήκε στο αυτοκίνητό του αποφασισμένος να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη.
Στη διαδρομή η μελαγχολία και οι σκέψεις του χτύπησαν κόκκινο. Ο «Αύγουστος» μόλις είχε γεννηθεί στο μυαλό του, στιχουργικά και μουσικά. Σε μόλις 20 λεπτά.
Για την ιστορία, και εκείνη η κοπέλα και η σύζυγός του έμαθαν την αλήθεια από τον ίδιο.
Τα τελευταία χρόνια
Ένας μύθος που κυκλοφορούσε για τον Παπάζογλου ήταν πως τις συναυλίες τις διοργάνωνε ο ίδιος. Όταν τα live δεν πήγαιναν καλά έβαζε από την τσέπη του, ενώ για πολλά χρόνια αναζητούσε ερασιτέχνες μουσικούς για τις περιοδείες, επειδή δεν ήθελε επαγγελματική δεξιοτεχνία στα τραγούδια του. Προτιμούσε την ψυχή και τις αυθεντικές –πολλές φορές ακατέργαστες– εκτελέσεις.
Από τα μέσα του 2000 όμως άρχισαν τα προβλήματα. Η μουσική και η δισκογραφία είχαν αλλάξει ριζικά, σχεδόν καταστροφικά. Βλέποντας ότι όλο αυτό που υποστήριξε και στο οποίο μεγαλούργησε κινδύνευε να τελειώσει, αποφάσισε να μπει στη λογική της νύχτας. Ναι μεν με τους δικούς του κανόνες, αλλά ήταν μια τεράστια αλλαγή που δεν του άρεσε.
Όπως είχε δηλώσει, τα παιδιά του είχαν φύγει στο εξωτερικό και γι’ αυτό δεν έκρυβε τη συγκίνησή του όταν άκουγε τραγούδια της ξενιτιάς.
Όσον αφορά τη δισκογραφία, έβγαλε άλμπουμ ύστερα από μια δεκετία, αφού είχε αναγκαστεί να πετάξει πολύ υλικό. Ένιωθε πικραμένος από την εξέλιξη του ελληνικού τραγουδιού, αλλά και από την κουλτούρα της αμάθειας που επικρατούσε.
Πέθανε από καρκίνο στις 17 Απριλίου 2011, λίγο καιρό μετά το θάνατο του συνεργάτη του, Μανώλη Ρασούλη.
Σπύρος Δευτεραίος