Είναι γνωστή η πρόθεση της Ρωσίας να φέρει σε ένα τραπέζι τον πρόεδρο της Συρίας Μπασάρ Αλ Άσαντ με τον Τούρκο ομόλογό του Ταγίπ Ερντογάν. Ο Ερντογάν μέσω αυτής της διαδικασίας θέλει να εξαλείψει κάθε ενδεχόμενο συνταγματικής αναγνώρισης και να ακυρώσει το ντε φάκτο αυτόνομο κράτος της ΒΑ Συρίας, όπου κυρίαρχο ρόλο παίζουν οι Κούρδοι του PYD/YPG, με την υλικοτεχνική και στρατιωτική υποστήριξη των ΗΠΑ. Η υποστήριξη αυτή παρέχεται από την Ουάσιγκτον για να εξουδετερωθεί η απειλή του ISIS, που συνεχίζει να υφίσταται.
Ο Τούρκος πρόεδρος και το βαθύ κράτος δεν θέλουν ένα δεύτερο αυτόνομο κουρδικό κράτος, μετά από αυτό του Β. Ιράκ, που λειτουργεί από το 1993-1994, γιατί μια τέτοια εξέλιξη θεωρούν ότι θα θέσει σε κίνδυνο όχι μόνο την εδαφική ακεραιότητα αλλά και την επιβίωση της Τουρκίας, με το «μοντέλο» που λειτουργεί από το 1923 και εντεύθεν.
Ο πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν, επιδιώκει την συνεργασία Άσαντ-Ερντογάν, γιατί με αυτόν τον τρόπο φιλοδοξεί να πετύχει δύο στόχους:
- Πρώτον, να διαταράξει ακόμα περισσότερο τις σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας, αφού για την Ουάσιγκτον είναι κόκκινο πανί όχι μόνο ο Άσαντ αλλά και εκείνοι που τον νομιμοποιούν μέσω συνομιλιών.
- Δεύτερον, να συμπράξει με την Τουρκία στη ΒΑ Συρία, με την άδεια και από κοινού με τον Άσαντ, για να εκδιωχθούν οι Αμερικανοί από την περιοχή.
Ο Μπασάρ Αλ Άσαντ αντιδρά, δηλώνοντας ότι για να συναντηθεί με τον Ερντογάν, απαραίτητη προϋπόθεση είναι να αποσύρει τα τουρκικά στρατεύματα από το Ιντλίμπ, το Αφρίν, την Άλ Μπαμπ και το Γκίρε Σπι-Σερεκάνιγιε.
Σημειώνεται ότι η Τουρκία έχει εισβάλει στη Συρία με την άδεια της Ρωσίας, τις 24 Αυγούστου 1996, λίγες εβδομάδες μετά το πραξικόπημα και αφού είχε συναντηθεί με τον Πούτιν στην Αγία Πετρούπολη, στις 9 Αυγούστου του ιδίου έτους. Την επιχείρηση εκείνη την είχε ονομάσει «Ασπίδα του Ευφράτη». Έκτοτε η περιοχή είναι υπό τουρκική κατοχή. Επίσης, εισέβαλε στην Συρία και πάλι με την άδεια της Ρωσίας και την ανοχή των ΗΠΑ, στις 20 Ιανουαρίου 2018, καταλαμβάνοντας το Καντόνι του Αφρίν, το οποίο κατέχει έκτοτε με στρατιωτικές δυνάμεις.
Τελευταία εισβολή στη Συρία έγινε τις 9 Οκτωβρίου 2019, στην περιοχή Σερεκάνιγιε – Γκίρε Σπι, που ήταν και υπό τον έλεγχο των αμερικανικών δυνάμεων. Τη φορά αυτή ο Ερντογάν πήρε την άδεια από τον ίδιο τον Ντόναλτ Τραμπ, απόφαση που οδήγησε Αμερικανούς αξιωματούχους σε παραίτηση.
Τελικά, με πρωτοβουλία της Μόσχας, ξεκίνησε τα τέλη Δεκεμβρίου διαδικασία εξομάλυνσης των σχέσεων Τουρκίας και Συρίας, με στόχο να συναντηθούν πρώτα οι υφυπουργοί Εξωτερικών και μετά η συνάντηση να γίνει σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών, για να ακολουθήσει συνάντηση κορυφής.
Η πρώτη διμερής επαφή υψηλού επιπέδου μεταξύ Άγκυρας και Δαμασκού μετά τον εμφύλιο πόλεμο που ξεκίνησε στη Συρία το 2011, πραγματοποιήθηκε στις 28 Δεκεμβρίου 2022. Ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Χουλουσί Ακάρ και ο επικεφαλής του Εθνικού Οργανισμού Πληροφοριών (MIT) Χακάν Φιντάν συναντήθηκαν με τον uπουργό Άμυνας της Συρίας Αλί Μαχμούντ Αμπάς και τον επικεφαλής των υπηρεσιών πληροφοριών, φιλοξενούμενοι από τον Ρώσο υπουργό Άμυνας Σεργκέι Σόιγκου. Μετά από τη συνάντηση εκείνη, η Μόσχα αποφάσισε να διευρύνει τον κύκλο, συμπεριλαμβάνοντας στον κύκλο των συναντήσεων και το Ιράν.
Μάλιστα, είχε προγραμματιστεί η συνάντηση των υφυπουργών Εξωτερικών των τεσσάρων χωρών στη Μόσχα, τις 15-16 Μαρτίου. Την Τουρκία θα εκπροσωπούσε ο υφυπουργός Εξωτερικών Μπουράκ Ακτσαπάρ, τη Ρωσία ο ειδικός αντιπρόσωπος του Πούτιν στη Μέση Ανατολή Μιχαήλ Μπογκντάνοφ, το Ιράν ο σύμβουλος Πολιτικών Υποθέσεων του Ιρανού υπουργού Εξωτερικών Αλί Ασγκάρ Χατσί, και τη Συρία ο υφυπουργός Εξωτερικών Εϊμέν Σουσάν.
Ενώ η συνάντηση είχε προγραμματιστεί να αρχίσει την Τετάρτη 15 Μαρτίου, όπως μετέδωσε τη Δευτέρα το τουρκικό κρατικό πρακτορείο Anadolu, στις 16 Μαρτίου πηγή του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών δήλωσε ότι η συνάντηση αναβλήθηκε, χωρίς να δώσει περισσότερες διευκρινίσεις.
Τις τελευταίες ημέρες είναι σε εξέλιξη μια αλλαγή στάσης της Τουρκίας έναντι της Ρωσίας, με κινήσεις προσέγγισης προς τις ΗΠΑ.
Αποκορύφωμα η απόφαση για έγκριση της εισόδου της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ και η επίσκεψη Καλίν στις ΗΠΑ.
Για τη νέα αυτή ταλάντωση του εκκρεμούς της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας, που κινείται μεταξύ Μόσχας και Ουάσιγκτον από το 2014 και εντεύθεν, θα αναφερθούμε στο άρθρο μας της Κυριακής.