Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με τίτλο «Εις το Πάθος του Κυρίου και εις τον Θρήνον της Θεοτόκου» και ακροστιχίδα: «ΤΟΥ ΤΑΠ[Ε]ΙΝΟΥ ΡΩΜΑΝΟΥ».
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ζ’. «Εντάξει… δες παιδί μου», Του λέει η Παναγία μας, «τα δάκρυα απ’ τα μάτια μου
»τώρα δες πώς τα πνίγω, κι ας είναι που έτσι η καρδιά πιότερο υποφέρει.
»Τις σκέψεις που όμως τρέχουνε μες στο μυαλό μου τώρα, δεν είναι τόσο εύκολο κι αυτές να σταματήσω.
»Σπλάγχνο μου, τι είν’ αυτό που λες: “Για να γιατρέψω τον Αδάμ, θα πρέπει να πεθάνω”;
»Tόσους Συ δεν θεράπευσες; Έπαθες κάτι τότε;
»Λεπρό ήταν που καθάρισες, μα πόνος δεν Σε βρήκε – το ήθελες και έγινε, έτσι απλά κι ωραία.
»Κι εκείνον τον παράλυτο; Τον στήλωσες και σκώθηκε – νε κόπος, νε ιδρώτας!
»Κι εκείνον το αόμματο; Μ’ έναν Σου λόγο, Αγαθέ, Του ’δωσες να ’χει μάτια·
»μην τότε κάτι έπαθες; Αν ήταν θα θυμόμουνα… τίποτα, λέω, δεν έπαθε
»ο Γιος Μου κι ο Θεός Μου.
η’. »Κι όταν νεκρούς ανάσταινες, δεν είδα να πεθαίνεις·
»σε τάφο δεν Σε βάλαμε, ζωούλα μου, παιδί μου! Πώς είναι και το λες αυτό:
»“Για να γιατρέψω τον Αδάμ, θα πρέπει να πεθάνω”;
»Δώσε Σωτήρα μια εντολή, κι αμέσως του θα σηκωθεί· θα πάρει το κρεβάτι του κι αυτός πάνω στους ώμους.
»Τι κι αν ο Αδάμ τόσους καιρούς σε τάφο είναι θαμμένος;
»Τον Λάζαρο με μια φωνή ανέστησες και βγήκε από τον τάφο που ’τανε. Κάν’ στον Αδάμ το ίδιο.
»Όλοι και όλα Σ’ υπακούν και Σε υπηρετούνε ως Πλάστη και Δημιουργό,
»γιατί παιδί μου τρέχεις; Γιατί τρέχεις και βιάζεσαι να πας να Σε σκοτώσουν;
»Το θάνατο, πώς γίνεται, τι πήγες και του βρήκες; Θάνατο και τον αγαπά
»ο Γιος Μου κι ο Θεός Μου;»
θ’. «Μητέρα δεν κατάλαβες, δεν νιώθεις τι σου λέω.
»Γι’ αυτό τ’ αυτιά σου άνοιξε, άνοιξε και το νου σου, δέξου κι ας γίνει κτήμα σου ο λόγος που σου είπα.
»Και τότε κι από μόνη σου θα καταλάβεις και θα δεις, θα ξέρεις τι σου λέω.
»Αυτός λοιπόν που λέγαμε, κειος ο ταλαίπωρος ο Αδάμ, ήρθε και βαριαρρώστησε,
»όχι μόνο στο σώμα· αρρώστησε και στην ψυχή, που είναι άλλο πράμα.
»Δεν του ’τυχε, το θέλησε και πήρε την αρρώστια· θέλησε και δεν μ’ άκουσε, και τώρα κινδυνεύει.
»Ξέρεις καλά τι εννοώ, και το καταλαβαίνεις· γι’ αυτό λοιπόν μητέρα μου, μην κλαις και μη λυπάσαι.
»Μόν’ λέγε μού το, φώναξ’ το κι εσύ να το ακούω: “ελέησέ τον τον Αδάμ,
»λυπήσου και την Εύα, σπλαχνίσου τους παιδάκι μου,
»ο Γιος Μου κι ο Θεός Μου”.
ι’. »Από την ασωτία του γίνηκ’ αυτός αχόρταγος, γίνηκε φαταούλας,
»ήρθ’ ο Αδάμ κι αρρώστησε κι έτσι γκρεμοτσακίστηκε στα τρίσβαθα του Άδη.
»Κι εκεί έχει πόνο στην ψυχή και κλαίει με μαύρο δάκρυ.
»Η Εύα που τον δασκάλεψε την αταξία να κάνει,
»μαζί του κλαίει και αυτή, μαζί του είναι, στενάζει· ότι κι αυτή είν’ άρρωστη, την ίδια αρρώστια έχει.
»Βαρύ μάθημα παίρνουνε, καλά θε να το μάθουν πως του Μεγάλου Ιατρού την κάθε »οδηγία πρέπει να την ακολουθείς, δεν είν’ να την αφήνεις.
»Λοιπόν; Τώρα κατάλαβες; Αντιλαμβάνεσαι καλά, σε βάθος, ό,τι είπα;
»Γι’ αυτό σου είπα μητέρα μου, και πάλι σου το λέω, φώναξε τώρα δυνατά: “αν συγχωράς κειον τον Αδάμ,
»σχώρνα την και την Εύα, λυπήσου τους παιδάκι μου,
»ο Γιος Μου κι ο Θεός Μου”».
ια’. Τα λόγια αυτά σαν άκουσε,
η αμνάδα η σ’ όλα άμεμπτη, γυρίζει στο αρνάκι της κι αυτά είναι που Του λέει: «Κύριε,
»καλέ Μου Κύριε, ένα ακόμα αν Σου πω, ένα το τελευταίο, ελπίζω να μην οργισθείς, μη μου θυμώσεις κι άκου,
»ό,τι έχω μέσα στην καρδιά σ’ το λέω, δεν το κρύβω, ώστε να μάθω από Σε ξεκάθαρο ό,τι θέλω.
»Αν μαρτυρήσεις, το λοιπόν, κι αν τώρα μού πεθάνεις… θα ’ρθεις ξανά σε μένανε, είναι να επιστρέψεις;
»Αν πας να δεις τους ασθενείς –την Εύα λέω και τον Αδάμ–, αν πας να τους γιατρέψεις, η δόλια θα Σε ξαναδώ; Πώς θα Σε δω παιδί μου;
»Αυτό είναι που μ’ ανησυχεί, αυτό είναι που φοβάμαι: μήπως από τον Τάφο Σου
»φύγεις αμέσως πάνω· κι εγώ παιδί μ’ θα Σε ζητώ και να Σε ιδώ θα θέλω·
»με κλάματα θα Σε ζητώ, με δάκρυα θα κράζω: «πού είναι και πού βρίσκεται
»ο Γιος Μου κι ο Θεός Μου;».
ιβ’. Αυτά σαν άκουσε Αυτός που όλα τα γνωρίζει
ακόμ’ από πριν γίνουνε, γύρισε στη Μητέρα Του, γυρίζει στη Μαρία, κι έτσι της αποκρίνεται: «Έχε μητέρα θάρρος,
»ότι απ’ όλους πρώτη εσύ μετά τον Τάφο θα με ιδείς, αναστημένο μπρος σου·
»θα ’ρθω κοντά σου για να δεις τι πόνο έχω τραβήξει για να λυτρώσω τον Αδάμ,
»και τον ιδρώτα που ’χυσα για χάρη του ποτάμια.
»Στους φίλους τα τεκμήρια του Μαρτυρίου θα δείξω· θα δουν πώς θα ’ν’ τα χέρια μου…
»Τότε θα δεις την Εύα, θα δεις γλυκιά μητέρα μου,
»πως θα ’ναι τότε ζωντανή κι ωραία όπως πρώτα, και θα φωνάζεις με χαρά:
»“έσωσε τους προπάτορες, έσωσε τους γονείς μου! Ναι, μόν’ Αυτός το μπόραγε,
»”ο Γιος Μου κι ο Θεός Μου”».