Προηγούμενος. Που πήγαινε να πει, παλιά, αυτός που προηγείται· αυτός που τώρα –στο παρόν– είναι μπροστά και ηγείται. Αλλά σήμερα δεν εννοούμε ακριβώς αυτό. Σήμερα εννοούμε κάποιον από τα πριν, τον προγενέστερο. Το βάρος της λέξης πέφτει πια στο παρελθόν, αν και όχι απολύτως. Αφού, αν προηγείσαι, έχεις –και σήμερα που μιλάμε– την προτεραιότητα. Μπέρδεμα. Όμως, τελικά, πώς γίνεται: να είσαι προηγούμενος και τώρα ν’ αρχηγεύεις; Κι ο τωρινός αρχηγός τι ρόλο βαράει –να πούμε– εάν ο άλλος από τα πριν μας διαφεντεύει; Παραδοξολογίες! Πέτα την στα αζήτητα τη λέξη, τι την κρατάς; Αλλά πάλι… τώρα που το ξανασκέφτομαι, λέω να την κρατήσουμε. Γιατί η έννοιά της φαίνεται ότι σμιλεύτηκε καλά μέσα στο χρόνο.
Θέλω να πω: όντως, ηγείται ο προηγούμενος. Γιατί μ’ αυτά που έκανε παλιά, σε δεσμεύει σήμερα.
Προκαθόρισε πολλά απ’ αυτά που βιώνεις εσύ στο τώρα. Για παράδειγμα, δες τι έκανε εκείνος ο προπάτορας ο Αδάμ. Άλλον πιο προηγούμενο απ’ αυτόν δεν έχει. Κοιτάξετε κι εσείς, επομένως, ως προηγούμενοι να φροντίσετε καλύτερα για τους επόμενους και τη λέξη αφήστε την ήσυχη. Άκου, λέει, να πεταχτεί! Έχει σοφία η λέξη.
Υπάρχω. Άρχω μεν, αλλά όχι απολύτως. Άρχω υπό τινός. Κάτι σαν υπαρχηγός να πούμε. Αλλά σήμερα δεν εννοούμε ακριβώς αυτό. Υπάρχουμε, λέμε, κι εννοούμε απλώς πως είμαστε. Περπατάμε πάνω στη γη και είμαστε, απλώς. Αλλά πάλι… όχι και τόσο απλώς. Περπατάμε πάνω στη γη και διψάμε να άρχουμε, ήγουν να εξουσιάζουμε ό,τι μπορεί ο καθένας, κι όλοι μαζί τη γη. Άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο. Άλλος καθόλου κι άλλος πολύ – αδιανόητα περισσότερο απ’ ότι θα έπρεπε.
Οι πρώτοι που είπαν «υπάρχω» υπονοούσαν πως ως άνθρωποι είχαν εξουσία κι ευθύνη πάνω στη γη. Αλλά κάτω απ’ τον Θεό. Από νωρίς, όμως, ξεχάστηκαν αυτά, κι οι άνθρωποι αρχίνησαν να άρχουν και ξέχασαν πως υπάρχουν. Και τα προκόψαμε. Πες, λοιπόν, «είμαι» κι άσε τα «υπάρχω» και τα «όσο υπάρχεις θα υπάρχω» που τραγούδησε κι ο Στελάρας.
Να την πετάξουμε στ’ αζήτητα τη λέξη, τι την κρατάμε;
Από την άλλη, βέβαια, μήπως να την κρατούσαμε; Γιατί σκέφτομαι: καθετί που είναι σ’ αυτό τον κόσμο, άρχει με κάποιον τρόπο πάνω σε κάτι άλλο. Ακόμα κι εκείνος ο πυρήνας που λένε του ατόμου άρχει πάνω στα ηλεκτρόνια και τα κρατάει κοντά του σε τροχιά. Κι όσο να πεις, και τα ηλεκτρόνια με τη σειρά τους όλο και πάνω σε κάτι θα άρχουν κι αυτά. Και ποιο άραγε να είναι εκείνο το πιο μικρούτσικο πράγμα που είναι και υπάρχει, αλλά πάνω σε τίποτα δεν άρχει; Εμπρός, λοιπόν, εσείς οι πυρηνικοί φυσικοί κοιτάξετε να το βρείτε αυτό το πράγμα το μικρό το μέγα· και τη λέξη «υπάρχω» να την αφήσουμε να υπάρχει – δεν είναι του πεταματού. Κι αν το βρείτε αυτό το σωματίδιο να το βαφτίσετε «αγάπη». Ότι Αυτός που το ’φτιαξε –κι αυτό και ό,τι υπάρχει– «αγάπη εστί» (Α Ιω. 4,16).
Συνείδηση. Γι’ αυτήν, λέω, την επίγνωση την εσωτερική, την αυτεπίγνωση των εσωτερικών κινήσεων της ψυχής. Αυτό το εσωτερικό ζύγι που ξεχωρίζει το καλό απ’ το κακό. Τη φωνή που όταν είναι ήσυχη και καθαρή ακούγεται σαν τους ήχους ωραίου απογεύματος στο βουνό· κάτω απ’ το δέντρο, δίπλα απ’ το ρυάκι, πάνω απ’ τον κόσμο. Τι είδηση, σαν τι χαμπέρι, όμως, έχει να σου προφτάσει το ίδιο το μέσα σου; Που αν είναι μέσα σου το ξέρεις ήδη κι άρα πώς να το πεις είδηση;
Αλλά και το πρόθεμα «συν» με την είδηση πώς μπορεί να σχετίζεται; Να την έλεγε κανείς εν-είδηση, πάει κι έρχεται· αλλά συν-είδηση;
Άστοχη μου φαίνεται η λέξη. Πέταμα! Τι την κρατάμε και μας ζαλίζει το υποσυνείδητο και το ασυνείδητο, καθώς συνειδητοποιούμε πως γέμισε μ’ ασυνείδητους η κοινωνία; Αλλά πάλι, μήπως να το ξανασκεφτούμε; Αυτό το «συν», ίσως να σημαίνει ότι αυτός ο εσωτερικός διάλογος παραδόξως περιλαμβάνει και άλλα μέρη, διαπνέεται από κοινωνικότητα.
Μήπως, κατά πρώτον, η είδηση, η ειδοποίηση, η πληροφορία η εσωτερική στην οποία αναφέρεται η συνείδηση πηγάζει από τη Θεία Πνοή της Δημιουργίας και διαλέγεται με τον Παράκλητο – το Άγιο Πνεύμα; Μήπως, κατά δεύτερον, υποστασιάζεται από τη σχέση μας με τον συνάνθρωπο, τον πλησίον μας και την κοινωνία εν γένει; Μα πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς; Σε σχέση με τι πράγμα θα μπορούσε κάτι να είναι καλό ή κακό έξω το τρίγωνο «άτομο – Τριαδικός Θεός και Δημιουργός – συνάνθρωπος»; Γιατί η συνείδησή μου να εξανίσταται και να με τύπτει, ώστε να με οδηγήσει σε αναγνώριση του λάθους μου και στην μετάνοια, εάν δεν έχω κάνει κάτι κακό απέναντι στον εαυτό μου, τον Θεό ή τον συνάνθρωπο;
Με αυτή την έννοια, πράγματι, κάθε έσω είδηση έχει στην ουσία της διαλεκτικό χαρακτήρα και είναι συν-είδηση. Την κρατάμε τη λέξη – δεν το συζητώ!
Κοίτα να δεις, λοιπόν, τι παιδαγωγία κρύβουν οι λέξεις της ευλογημένης μας γλώσσας! Θα γράφω, λοιπόν. Η συνείδησή μου μου το επιβάλλει, καθώς υπάρχω προηγούμενος. Ίσως κάτι απ’ αυτά να ωφελήσει τους επόμενους.