Ανατρέχοντας στο Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου, του Άνθιμου Παπαδόπουλου, συναντάμε το λήμμα γιαβάνιν (από την τουρκική λέξη yavan), η ερμηνεία του οποίου είναι «Το άνευ αρτύματος βουτύρου ή λίπους: γιαβάν’ φαείν» ή «Το άπαχον, το όλως ψαχνόν: γιαβάν’ κρέας».
Γιαβανωτός ή γιαβάν’τς λοιπόν, μεταφορικά, είναι ο άχαρος άνθρωπος, αλλά και ο κουτός, ο μωρός, ο αγαθιάρης.
Στο τραγούδι «Κακοπαγιάνευτος», που περιλαμβάνεται στην ανθολογία του Στάθη Ευσταθιάδη Τα τραγούδια του ποντιακού λαού, διαβάζουμε ότι η Εύα δυσκολεύεται να παντρευτεί γιατί βρίσκει κουσούρια σε όλους τους άντρες, μεταξύ των οποίων:
Για τον έναν λέει γιαβάν’τς έν κι άλλος ζαρωτός, εγιάντσεν
κι άλλος γέρος, γιά μικρός, κι άλλος κιάλ’τς έν, φαλακρός.