Ο Παύλος Τσαντεκίδης (Τσαντέκοφ), ή αλλιώς η χρυσή φωνή των Ελλήνων της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, γεννήθηκε στην Τσάλκα της νότιας Γεωργίας, μια περιοχή στην οποία από το 1829 μέχρι τη δεκαετία 1990 υπήρχε πολυάριθμη ελληνική κοινότητα.
Σε νεαρή ηλικία ξεκίνησε να τραγουδά στην ελληνική γλώσσα ως σολίστ: Από το 1966 ως το 1974 συνεργάστηκε με το ερασιτεχνικό ελληνικό συγκρότημα μουσικής και χορού «Συρτάκι», από το 1974 ως το 1989 με το επαγγελματικό συγκρότημα «Ελλάδα», από το 1990 ως το 1992 με το συγκρότημα «Ορφέας» της Τιφλίδας, και από το 1994 ως το 1995 με το ελληνικό συγκρότημα «Ορφέας» της Ουκρανίας.
Η καταγωγή
Γεννήθηκε στις 3 Ιουνίου 1948 στο χωριό Ιμέρα της Τσάλκας, ανδρώθηκε στην Τιφλίδα, και το 1995 μετακόμισε μόνιμα στη Θεσσαλονίκη.
Το χωριό Ιμέρα έγινε πατρίδα για πολλές γενιές της δικής του οικογένειας, και από τη μεριά του πατέρα του Βίκτωρα Τσαντέκοφ του Κωνσταντίνου (γεν. 1923), και από τη μεριά της μητέρας του Αικατερίνης Ταμπούλοβα του Ιορδάνη (γεν. 1928). Εκεί γεννήθηκαν ο παππούς του, Κωνσταντίνος Τσαντέκοφ του Ιωάννη (το 1898), και η γιαγιά του Κυριακή Μουζενίτοβα. Συγχωριανοί τους ήταν και οι γονείς της μητέρας του Παύλου, Ιορδάνης Τομπούλοφ του Τρύφωνα και Μαρία Ματσουκάτοβα του Μιχαήλ, γεννημένοι και οι δυο το 1904.
Οι κάτοικοι της Τσάλκας ανέκαθεν είχαν βαθιά ελληνική συνείδηση. Με μεγάλο ζήλο προσπαθούσαν να καλύψουν τα πολιτιστικά κενά που δημιουργήθηκαν την περίοδο του οθωμανικού ζυγού. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ήταν τουρκόφωνοι – μόνο στα 5 από τα 28 χωριά μιλούσαν ελληνικά, και συγκεκριμένα την ποντιακή διάλεκτο.
Στα επίθετα προστέθηκαν οι ρωσικές καταλήξεις κατά την απόκτηση υπηκοότητας από τη Ρωσική Αυτοκρατορία. Έτσι, για να αναδείξουν την ελληνικότητα τους οι Τσαλκαλήδες έδιναν αρχαία ελληνικά ονόματα στα παιδιά τους. Αυτή η συνήθεια κρατά μέχρι τις μέρες μας.
«Δυστυχώς εγώ δεν ήξερα την ποντιακή διάλεκτο που μιλούσαν σε μερικά χωριά της περιοχής μας. Όμως θυμάμαι τους γέροντες να λένε τα μυστικά τους στα ποντιακά. Αυτό σημαίνει πως στην πρώτη φάση της ύπαρξης της ελληνικής κοινότητας στην Τσάλκα τα ποντιακά τα μιλούσαν περισσότερα άτομα. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς χάθηκε ακόμα περισσότερο η ελληνική μας γλώσσα. Είτε οι παλαιοί δεν κατέβαλαν αρκετή προσπάθεια, είτε εμείς οι νέοι δεν δείξαμε αρκετό ζήλο. Το λέω με μεγάλη λύπη. Θυμάμαι ότι οι γιαγιάδες στο χωριό μας έλεγαν τις προσευχές στα ελληνικά.
»Το άλλο θέμα είχε σχέση με τις καταλήξεις στα επίθετα. Όταν ξεκίνησα να τραγουδάω στο ελληνικό συγκρότημα “Συρτάκι” άρχισα να βάζω στην αφίσα το όνομά μου με την ελληνική κατάληξη. Αργότερα άλλαξα το επίθετό μου από Τσαντέκοφ σε Τσαντεκίδης και στο σοβιετικό διαβατήριο. Όταν το είπα στον πατέρα μου, αρχικά ξαφνιάστηκε καθώς σκέφτηκε πως πρόσθεσα τη γεωργιανή κατάληξη (Τσαντεκίντζε ή Τσαντεκισβίλι). Τέτοιες πιέσεις υπήρχαν. Όμως όταν άκουσε την ελληνική κατάληξη, χαμογέλασε.
»Εκείνη την ημέρα μας επισκέφτηκε ο 94χρονος θείος του πατέρα μου. Εμείς τον λέγαμε Μπάσα Μίντρο. Θυμάμαι με συγκίνηση τα λόγια του: “Αυτός τώρα έχει κανονικό επίθετο, εμείς οι υπόλοιποι λάθος είμαστε”. Η στάση των συγγενών μου με γέμισε με υπερηφάνεια», εξιστορεί ο Παύλος Τσαντεκίδης.
Ο δρόμος προς το επαγγελματικό τραγούδι
Στο χωριό Ιμέρα έζησε μέχρι που τελείωσε το 8τάξιο σχολείο. Για να πάει στην 9η μετακόμισε στην πόλη, την Τσάλκα. Αργότερα ακολούθησε τον μεγαλύτερο αδελφό του που σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο της Τιφλίδας, και έτσι μετακόμισε ξανά, στην πρωτεύουσα της Γεωργίας.
Στην τελευταία τάξη του σχολείου στην Τιφλίδα συμμετείχε στις καλλιτεχνικές δραστηριότητες. Χωρίς να το περιμένει, η μοίρα τον έφερε στο χώρο του επαγγελματικού τραγουδιού.
«Τραγουδούσα πάντα, όσο θυμάμαι τον εαυτό μου. Όπως μου έλεγαν οι γονείς και παππούδες μου, μικρός κοιμόμουν μόνο με νανούρισμα. Η αγάπη μου για το τραγούδι πήρε σάρκα και οστά στην Τιφλίδα. Ήμουν μαθητής ακόμα όταν έλαβα μέρος σε φεστιβάλ σχολικών ερασιτεχνικών συγκροτημάτων. Αναδείχτηκα ένας από τους καλύτερους νέους τραγουδιστές. Απέδωσα και ένα ελληνικό τραγούδι από το ρεπερτόριο της Γιοβάννας, την οποία ευτύχησα να ακούσω στη συναυλία της στην Τιφλίδα.
»Στο φεστιβάλ με πρόσεξε ένας άνθρωπος το όνομα του οποίου για μένα γράφεται με κεφαλαία γράμματα. Αυτός έπαιξε σημαντικό ρόλο στην επιλογή της επαγγελματικής μου πορείας. Ήταν ο γνωστός Έλληνας μαέστρος της Γεωργίας και της ΕΣΣΔ Οδυσσέας Δημητριάδης. Όταν κατάλαβε πως είμαι Έλληνας, μου μίλησε στα ποντιακά. Του απάντησα πως δυστυχώς δεν γνωρίζω τη μητρική γλώσσα. “Από την Τσάλκα;”, ρώτησε και στη συνέχεια ενδιαφέρθηκε να μάθει με τι σκοπεύω να ασχοληθώ μετά το σχολείο.
»Στα σχέδια μου ήταν οι σπουδές στη Φυσική Σχολή του Πανεπιστημίου, όπως ο αδελφός μου. Η επόμενη ερώτησή του ήταν καθοριστική: “Τι σου αρέσει περισσότερο; Η μουσική ή η φυσική;“. Απάντησα: “Φυσικά, η μουσική”. Ο Οδυσσέας Δημητριάδης μου άφησε τον αριθμό τηλεφώνου του και τη διεύθυνσή του. Σε λίγες μέρες ο μεγάλος μαέστρος θέλησε να τεστάρει τις τραγουδιστικές μου ικανότητες. Με άκουσε, κατάλαβε το εύρος της φωνής μου και πήρε τηλέφωνο τον μέλλοντα καθηγητή μου, τον κλασικό τενόρο Αναστάσιο Τσακαλίδη. Έτσι η ζωή μου άρχισε να συνδέεται με το επαγγελματικό τραγούδι», αφηγείται.
Λίγο αργότερα ο Παύλος Τσαντεκίδης με τη βαθιά και βαρύτονη έκταση της φωνής του άρχισε να συμμετέχει στο «Συρτάκι», το πρώτο ερασιτεχνικό ελληνικό συγκρότημα τραγουδιού και χορού στην Σοβιετική Ένωση, το οποίο δημιουργήθηκε το 1966 στο πνευματικό κέντρο «Οι Χημικοί» από τον Ηρακλή Παπουνίδη. «Του έχω μεγάλη υποχρέωση για τη βοήθεια στην επιλογή του ρεπερτορίου μου», τονίζει.
Το συγκρότημα «Ελλάδα»
Το «Συρτάκι» πραγματοποίησε πολλές περιοδείες σε αρκετές περιοχές της ΕΣΣΔ. Όμως τα μέλη του προτιμούσαν την Τιφλίδα, το Σουχούμι, το Μπατούμι, την Τσάλκα, το Τέτρι-Τσκάρο και άλλες πόλεις, χωριά και οικισμούς με συμπαγή ελληνικό πληθυσμό. Κάποια στιγμή η δουλειά του συγκροτήματος τράβηξε το ενδιαφέρον της Φιλαρμονικής Εστίας Γεωργίας.
Αποδεικνύοντας το επαγγελματικό τους επίπεδο, το 1974 σχεδόν όλα τα μέλη του συγκροτήματος εντάχτηκαν στο πρόγραμμα της Φιλαρμονικής Εστίας και του υπουργείου Πολιτισμού της Γεωργίας.
Σε αυτό το σημείο άλλαξε και το όνομα του (επαγγελματικού πια) συγκροτήματος, από «Συρτάκι» σε «Ελλάδα», και ύστερα από τις απαιτούμενες διαδικασίες ξεκίνησαν οι περιοδείες σε όλη την επικράτεια της ΕΣΣΔ. Για τη θέση διευθυντή προτάθηκε ο καλλιτεχνικός διευθυντής του συγκροτήματος «Συρτάκι» και πιανίστας Χρήστος Πανιτσίδης. Η συνεργασία συνεχίστηκε μέχρι το 1989, όποτε και εκείνος εγκαταστάθηκε μόνιμα με την οικογένειά του στην Ελλάδα.
«Κατά τη διάρκεια των περιοδειών μας λάβαμε μέρος και σε διαγωνισμούς και φεστιβάλ, καταλαμβάνοντας καλές θέσεις. Διοργανώσεις όπως “Οι φλόγες του ΜπΑΜ (Ο Σιδερόδρομος της Βαϊκάλης και του Αμούρ)”, “Η Άνοιξη του Κιέβου”, “Δόξα στην Εργασία”, “Η αυγή του Βοροσίλοφ”, “Οι Νύχτες του Λένινγκραντ” μας βοήθησαν να γνωρίσουμε πολλούς ταλαντούχους και γνωστούς τραγουδιστές και παρουσιαστές. Τώρα κοιτώντας το χάρτη της ΕΣΣΔ πιο εύκολα μπορώ να δείξω τα μέρη που δεν είχαμε επισκεφτεί, παρά αυτά στα οποία πήγαμε!
»Θυμάμαι τις συναυλίες στην Τιφλίδα. Πόσες εμπειρίες, πόσα συναισθήματα και πόσος ενθουσιασμός συνδέονται με αυτή την πόλη. Ήταν δύσκολο συναισθηματικά να βγαίνω στη σκηνή μπροστά στους συγγενείς, φίλους και συμπατριώτες μου. Ήταν “οι εξετάσεις” που έπρεπε να δίνω κάθε φορά και θεωρώ πως είχα καταφέρει να παίρνω… καλούς βαθμούς. Νομίζω πως οι συμπατριώτες μου από την περιοχή της Τσάλκας και την ίδια την Τσάλκα –και περισσότερο οι της παλιάς γενιάς– μπορούν να το επιβεβαιώσουν» λέει ο Παύλος Τσαντεκίδης.
Το συγκρότημα «Ελλάδα» άρχισε να διαλύεται όταν τα περισσότερα μέλη του έφυγαν από τη Γεωργία για την Ελλάδα. Σε αυτό το σημείο ο Παύλος Τσαντεκίδης δέχτηκε την πρόταση του προέδρου του Πολιτιστικού Κέντρου «Ορφέας» της Τιφλίδας, του Μακεδόνα Γιαννακίδη, και μαζί με άλλους μουσικούς δημιούργησαν νέο συγκρότημα, με την ονομασία «Ορφέας».
«Εκείνο τον καιρό για το ελληνικό ρεπερτόριο μαζί μας συνεργάστηκε η πολύ ταλαντούχα τραγουδίστρια και εξαιρετικός άνθρωπος Μήδεια Χουρσουλίδου. Το συγκρότημά μας έλαβε μέρος στο Ελληνικό Φεστιβάλ στη Μόσχα όπου μας υποδέχθηκαν τόσο οι Έλληνες της ΕΣΣΔ όσο και επισκέπτες από την Ελλάδα», τονίζει.
Τα μέλη του συγκροτήματος «Ελλάδα» έφυγαν και αυτοί στην Ελλάδα. Το συγκρότημα διαλύθηκε και ο Παύλος Τσαντεκίδης δέχτηκε την επόμενη πρόταση, να εμφανίζεται ως κεντρικός τραγουδιστής με το συγκρότημα «Ορφέας» της Ουκρανίας, παράρτημα του Πολιτιστικού κέντρου «Ορφέας» της Τιφλίδας.
Από τα χρόνια εκείνα θυμάται: «Επαγγελματικό συγκρότημα και καλοί άνθρωποι. Οι δύο από αυτούς ήταν Έλληνες της Ουκρανίας και οι υπόλοιποι Ουκρανοί και Ρώσοι. Διευθυντής ήταν ο Εντουάρντ Κοσσέ. Είμαι ευγνώμων και σε αυτόν και σε όλα τα παιδιά με τους οποίους συνεργάστηκα στη διάρκεια των τελευταίων μου περιοδειών στην πρώην Σοβιετική Ένωση. Η τελευταία συναυλία ήταν στην Τιφλίδα το 1995!».
Η ζωή στην Ελλάδα
Το 1995 οι γραφειοκράτες του γεωργιανού κράτους επέτρεψαν στον Παύλο Τσαντεκίδη να φύγει για την αγαπημένη του Ελλάδα, με πιο συγκεκριμένο προορισμό τη Θεσσαλονίκη – αυτή τη στιγμή την περίμενε 6 χρόνια.
Όταν εγκατέλειψαν οικογενειακώς το χωριό Ιμέρα για την Ελλάδα, δεν πήραν μαζί τους αρκετά πράγματα από το πατρικό· έλεγαν πως θα κρατήσουν άμεση επαφή με την ιδιαίτερη πατρίδα τους. Εκεί έμειναν και το οικογενειακό κειμήλιο, μια ιστορική εικόνα της Παναγίας, και οι παλιές φωτογραφίες. Τελικά δεν κατάφεραν να επιστρέψουν στην Ιμέρα για πολλά χρόνια.
Το σπίτι συνεχίζει να υπάρχει και να θυμίζει τις παλιές εποχές, όμως το εσωτερικό του είναι λεηλατημένο.
Η περιοχή της Τσάλκας παραμένει έρημη πάνω από δύο δεκαετίες τώρα. Οι λιγοστοί Έλληνες ζουν πια ανάμεσα σε νέους κατοίκους από άλλες περιοχές της Γεωργίας. Μόνο τα καλοκαίρια οι νοσταλγοί του τόπου τους μαζεύονται στα ιστορικά χωριά για να επισκεφθούν τους τάφους των προγόνων τους και να ειδωθούν μεταξύ τους.
Στη Θεσσαλονίκη ο Παύλος Τσαντεκίδης συνεργάστηκε με μουσικά εστιατόρια και ασχολήθηκε γενικά και τη δισκογραφία μέχρι που έφυγαν από τη ζωή τα αδέλφια του Κωνσταντίνος και Αχιλλέας. Ο μικρότερος αδελφός Ορφέας ζει με τη μητέρα τους Αικατερίνη στην Αλεξανδρούπολη. Ο πατέρας τους Βίκτωρας πέθανε το 2007. Η αδελφή του Παύλου Τζανέττα, από τον άλλο γάμο του πατέρα του, ζει στην πόλη Βολγκογκράντ της Ρωσίας.
Μετά το θάνατο του μεγαλύτερου και του αμέσως μικρότερου αδελφού του, σταμάτησε την καριέρα του για 10 χρόνια. Όμως η σκηνή του έλειπε και τον τραβούσε πίσω στο χώρο της μουσικής. Κάποια στιγμή ήρθε μια νέα πρόταση, αυτή τη φορά από έναν Έλληνα επιχειρηματία της Μόσχας. Όμως, ενώ σχηματιζόταν το νέο συγκρότημα για περιοδείες σε διάφορες περιοχές της Ρωσίας, ο σπόνσορας αρρώστησε σοβαρά και οι συναυλίες ακυρώθηκαν.
«Για την πραγματοποίηση των περιοδειών στη Ρωσία μαζί μου δέχτηκε να συνεργαστεί η Μήδεια Χουρσουλίδου. Μαζέψαμε μια καλή ομάδα μουσικών και φτιάξαμε ωραίο πρόγραμμα. Όμως, όλα τ’ άλλαξε η άτυχη στιγμή. Τι να κάνω. Όπως και να ‘χει, πρώτα ο Θεός, με τη μουσική θα ασχολούμαι μέχρι το τέλος της ζωής μου. Αυτή τη στιγμή ηχογραφώ νέα τραγούδια μαζί με τον ταλαντούχο στιχουργό και μουσικοσυνθέτη Μιχάλη Νικολαΐδη. Περιμένω από αυτόν νέα κομμάτια, γραμμένα ειδικά για τη φωνή μου. Από αυτή τη συνεργασία εισπράττω ένα όμορφο συναίσθημα και τον ευχαριστώ θερμά» υπογραμμίζει.
Ο Παύλος Τσαντεκίδης σε όλη την πορεία του στηρίχθηκε από την οικογένειά του. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του δίπλα του είναι η σύζυγός του Αναστασία Ποπόβα (Τσαντεκίδη), η οποία γεννήθηκε το 1947 στην Τιφλίδα, σε ελληνική οικογένεια από το χωριό Μπεστασένι της Τσάλκας. Παντρεύτηκαν το 1978 στην Τιφλίδα και απέκτησαν δυο παιδιά, τη Διάνα και τον Νίκο. Μεγάλη χαρά στον Παύλο και την Αναστασία φέρνουν σήμερα τα εγγόνια τους, ο γιος της Διάνας Γεώργιος και τα δύο παιδιά του Νίκου, Παύλος και Κωνσταντίνα.
Στο τέλος της συζήτησής μας, η «χρυσή φωνή» των Ελλήνων της πρώην ΕΣΣΔ τονίζει πως παρά τις δυσκολίες που συνάντησε κατά τη μετακόμιση στην Ελλάδα, παραμένει ένθερμος πατριώτης. Αγαπά την Ελλάδα, την ελληνική μουσική και ιδιαιτέρως τους ήχους του Πόντου.
Καλεί δε τους συμπατριώτες του να παραμένουν πιστοί στην καταγωγή τους, να θυμούνται το ένδοξο παρελθόν τους και να είναι υπερήφανοι, παρά τους «κατακλυσμούς» στην ιστορία των Ελλήνων του Πόντου. Οι καλύτερες αρετές για τον Παύλο Τσαντεκίδη είναι η ευγένεια και η τιμή.
Βασίλης Τσενκελίδης,
Ιστορικός