Του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού κοντάκιο «Εις τον άσωτον υιόν» με ακροστιχίδα: «δέησις και ταύτη η Ρωμανού». Διαβάστε το Μέρος Α’, το Μέρος Β’ και το Μέρος Γ’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ιζ’. »Τον γιόκα σου, όμως, εσύ σαν είδες να γυρίζει –αυτόν λέω που ροκάνισε
»το βιος σου με τις πόρνες– ούτε λεπτό δεν άργησες να σφάξεις το μοσχάρι.
»Άλλο θα ήταν το σωστό κατά την άποψή μου· λόγια ελέγχου, αυστηρά θα έπρεπε ν’ ακούσει.
»Και καταδίκη του άξιζε· να του γυρίσεις έπρεπε την πλάτη και να φύγεις.
»Αυτά, όμως, δεν τα ’κανες· τον δέχτηκες αμέσως.
»Από έλεος ξεχείλισες· πρώτος την κίνηση έκανες για να τον αγκαλιάσεις, και φορεσιά παράγγειλες καινούργια να του δώσουν.
»Μεγάλη του έκανες τιμή και με το δαχτυλίδι.
»Ως κι υποδήματα καλά του φόρεσες στα πόδια.
»Και δείπνο εσύ διοργάνωσες να γίνει προς τιμήν του,
»κι όλους τους φίλους κάλεσες, κανείς τους να μη λείψει.
»Καλά-καλά δεν πρόλαβε πίσω να επιστρέψει… και δες τιμές που έκανες σ’ έναν κριματισμένο,
»ο των αιώνων Κύριος, των χρόνων ο Δεσπότης».
ιη’. Λόγια άλλα δεν χρειάστηκε ν’ ακούσει απ’ το παιδί του,
κι αμέσως τ’ αποκρίθηκε μιλώντας ο πατέρας ήρεμα, με πραότητα:
«Τ’ αυτιά σου άνοιξε καλά κι άκουσε τον πατέρα σου με προσοχή μεγάλη.
»Εσύ μαζί μου είσ’ εδώ και δεν απομακρύνθηκες ποτέ από κοντά μου.
»Από την Εκκλησία μου ποτέ σου δεν χωρίστηκες·
»και πάντοτε εσύ κι εγώ μαζί είμαστε δίπλα-δίπλα μαζί με τους αγγέλους μου – είναι όλοι τους κοντά μας.
»Μα αυτός, γιά δες πως γύρισε!
»Ήταν γυμνός και κουρελής και καταντροπιασμένος· να τον γνωρίσουν τρόμαξαν όλοι όσοι τον ξέραν· φώναζ’ ο δόλιος γοερά: “Δείξ’ έλεος,
»”αμάρτησα, πατέρα σε ικετεύω!
»”Απέναντι σου έσφαλα,
»”δέξου με πίσω αν γίνεται, ας είν’ και ως εργάτη. Καθώς είσαι Φιλάνθρωπος, τα προς το ζην Συ δίνε μου,
»”ο των αιώνων Κύριος, των χρόνων ο Δεσπότης”.
ιθ’. »O αδερφός σου ήταν που φώναξε σπαρακτικά: “Άγιε Πατέρα Σώσε με!”.
»Σαν τι έπρεπε να κάνω, ακούγοντας το κλάμα του;
»Πώς να βαστάξει η καρδιά να μην τον ελεήσω; Τον γιο μου
»να μην έσωζα που με παρακαλούσε με θρήνους και με οδυρμούς;
»Πες μου, λοιπόν, τι να ’κανα; Εσένα που με εγκαλείς, διαλέγω να με κρίνεις.
»Συ δίκασέ με το λοιπόν, που τόσο με κατηγορείς κι ας είσαι και παιδί μου – συ γίνε τώρα ο διαιτητής, η αντιδικία να πάψει.
»Πάντοτε εγώ το χαίρομαι φιλάνθρωπος να είμαι.
»Πώς θα μπορούσα έτσι απλά απάνθρωπος να γίνω;
»Αυτόν που ο ίδιος έπλασα πώς να μην ελεήσω;
»Πώς να μην δείξω οίκτο σ’ αυτόν που μετανόησε;
»Σπλάγχνο είν’ απ’ τα σπλάγχνα μου, εγώ το ’χω γεννήσει τούτ’ το παιδί που ελέησα
»ο των αιώνων Κύριος, των χρόνων ο Δεσπότης.
κ’. »Κατάλαβε το τι σου λέω, σκέψου καλά βρε γιε μου· είν’ και δικά σου όλα αυτά, ό,τι έχω και δεν έχω.
»Απ’ τα αγαθά μου θέλησα να δώσω και σ’ εκείνον.
»Δεν είναι ότι μειώθηκε ό,τι σ’ αναλογούσε.
»Δεν πήρα απ’ το μερίδιο σου, δεν πήρα απ’ τα δικά σου να δώσω στο αδέρφι σου, στο άλλο το παιδί μου.
»Απ’ την περιουσία μου, απ’ τα δικά μου πλούτη είναι αυτά που του ’δωσα.
»Έναν με έχετε κι οι δυο, ως αγαθό δημιουργό μα και καλό πατέρα, φιλάνθρωπο και εύσπλαχνο.
»Δεν ξέρεις πόσο σε τιμώ, παιδί μου, που είχες πάντα το νου σου
»να μ’ υπηρετείς κι όλο να με φροντίζεις…
»Μα δεν γινότανε αλλιώς, πονάω και τον άλλον, γιατί προσπάθησε
»κι αυτός και κάτω δεν το έβαλε και ήρθε σε μετάνοια.
»Να χαίρεσαι έπρεπε κι εσύ με όλους όσους κάλεσα να έρθουν στο τραπέζι
»ο των αιώνων Κύριος, των χρόνων ο Δεσπότης.
κα’. »Γι’ αυτό σου λέω γιε μου, έλα κι εσύ στο δείπνο αυτό μ’ όλους τους καλεσμένους,
»κι όλο χαρά ψάλε κι εσύ με όλους τους αγγέλους.
»Ότι ο δικός σου αδερφός είχε χαθεί και βρέθηκε, ήρθε ξανά κοντά μας.
»Τον είχαμ’ όλοι για νεκρό κι ήτανε ξεγραμμένος, μα ήρθ’ από το πουθενά αναζωογονημένος».
Κι αυτά όλα σαν τ’ άκουσε, κατάλαβε ο μεγάλος· πείστηκε
και γαλήνεψε, και χάρηκε πολύ κι αυτός με τον μικρό αδερφό του.
Πιάνει κι αυτός λοιπόν ψαλμό – τα λόγια ήταν δικά του: «Ζητωκραυγάστε όλοι σας παινέματα τ’ αξίζουν,
»καλότυχοι και ευτυχείς όσοι τους συγχωρούνται
»όλες οι αμαρτίες τους· όσ’ οι παρανομίες τους
»όλες κι αυτές σκεπάζονται και σβήνονται τελείως.
»Ευλογητός Συ Κύριε, Φιλάνθρωπε ευεργέτη που ’σωσες και τ’ αδέρφι μου,
»ο των αιώνων Κύριος, των χρόνων ο Δεσπότης».
κβ’. Υιέ και Λόγε του Θεού, Δημιουργέ των πάντων,
εμείς οι ανάξιοι δούλοι Σου, όλοι Σε ικετεύουμε και χάρη Σου ζητάμε.
Όλους που Σε παρακαλούν, Κύριε ελέησέ τους.
Τον άσωτο όπως φρόντισες κι αυτούς να τους φροντίζεις, καθώς κι αυτοί όπως αυτός πέσανε σ’ αμαρτία.
Δέξου τους στην αγκάλη Σου και μ’ ευσπλαχνία σώσε
όσους προστρέξουνε σε Σε μ’ αληθινή μετάνοια, καθώς φωνάζουν δυνατά «Αμάρτησα Θεέ μου!».
Κάνε να ’χουμε δάκρυα κι εμείς όπως η πόρνη που γράφει το Ευαγγέλιο,
και δώσε μας συγχώρεση για όλες τις αμαρτίες.
Τη Θεοτόκο βάζουμε μεσίτρια κι ικέτιδα και σε παρακαλούμε: λυπήσου μας κι όλους εμάς σαν κείνον τον Τελώνη.
Και πάρε μας στο Δείπνο Σου κι εμάς συνδαιτυμόνες, όπως τον άσωτο κι εμάς,
ο των αιώνων Κύριος, των χρόνων ο Δεσπότης.