Μπορεί να ήταν η πιο διάσημη «άσχημη» του ελληνικού σινεμά, όμως εκτός πλατό δεν έπαυε να είναι γυναίκα. Και μάλιστα φιλάρεσκη. Της άρεσε να ντύνεται, να χτενίζεται και να μακιγιάρεται. Αυτή η «ωραία άσχημη» του κινηματογράφου μας διατηρούσε την ανάμνηση της ωραίας που υπήρξε στα νιάτα της και δεν έπαψε ποτέ να είναι κοκέτα. Ο Φίνος μάλιστα, μεταξύ σοβαρού και αστείου, της έλεγε συχνά: «Άσε τις κοκεταρίες Γεωργία μου, γιατί θα με καταστρέψεις. Ο κόσμος σε θέλει άσχημη, παρ’ το απόφαση. Έτσι σε φτιάξαμε». Κι εκείνη γελούσε.. Και ναι μιλάμε για την Γεωργία Βασιλειάδου, που έφυγε σαν σήμερα πριν 43 χρόνια.
Νέα γυναίκα μόνη…
Η Γεωργία Αναστασίου, όπως ήταν το πραγματικό όνομά της, γεννήθηκε στην Κυψέλη την 1η Ιανουαρίου του 1897 και μεγάλωσε σε μία οικογένεια με πολλά αδέλφια. Η καταγωγή της ήταν από τον Τρύφο Αιτωλοακαρνανίας. Ο πατέρας της, Αποστόλης Αθανασίου ήταν αξιωματικός του Ιππικού. Δυστυχώς όμως «έφυγε» νωρίς. Έτσι η μικρή Γεωργία αναγκάστηκε να αφήσει το σχολείο και να εργαστεί από νωρίς.
Πώς προέκυψε όμως το Βασιλειάδου; Οι περισσότεροι υποστηρίζουν πως όταν παντρεύτηκε για δεύτερη φορά κράτησε το όνομα του πρώτου συζύγου της, Βασιλειάδη. Πολλοί λένε ωστόσο, ότι το Βασιλειάδου ήταν ψευδώνυμο κι όχι το όνομα του πρώτου συζύγου της. Όπως και να έχει, πάντως, η μεγάλη ηθοποιός καταξιώθηκε με αυτό το όνομα.
Στο θέατρο βγήκε μετά τα 25 της και συγκεκριμένα το 1922 που εμφανίστηκε ως μέλος της χορωδίας του Θεάτρου Ολύμπια. Τρία χρόνια μετά, το 1925, μπήκε στο θέατρο, δουλεύοντας σε μεγάλα σχήματα της εποχής με Κυβέλη, Μαρίκα Κοτοπούλη, Δημήτρη Μυράτ.
Η Μαρίκα Κοτοπούλη, που την ανακάλυψε πρώτη, της είχε πει «Είσαι ένα διαμάντι κρυμμένο στα κάρβουνα. Θα σε πάρω να σε βγάλω έξω».
Στη δεκαετία του ’30 αποφάσισε να σταματήσει το θέατρο, μετά από έναν αποτυχημένο γάμο και την απόφασή της να αφοσιωθεί στην κόρη της. Και ξεκινάει ο ανήφορος, για μια γυναίκα που μεγαλώνει μόνη της ένα παιδί, σε μια άγρια και ταραγμένη εποχή. Στην ουσία, η κόρη της μεγάλωσε μέσα στο θέατρο, όπου μάλιστα η Βασιλειάδου είχε ζητήσει από τους συναδέλφους της να μην μιλάνε άσχημα όταν ήταν το κορίτσι μπροστά.
Σκληρή ζωή και η Βασιλειάδου είχε αποφασίσει να κάνει τα χαρτιά της για σύνταξη. Κατά καιρούς πήγαινε στο γνωστό καφενείο της Ομόνοιας «Το Στέμμα», που ήταν στέκι των ηθοποιών – κυρίως κομπάρσων και δευτεραγωνιστών, για κάποια δουλειά. Με μισή καρδιά πάντα, γιατί είχε πικραθεί από το χώρο. Μέχρι που την ανακάλυψε ο μοιραίος –με την καλή έννοια– άνθρωπος, ο Αλέκος Σακελλάριος.
Η δεύτερη ευκαιρία
Ο Σακελλάριος έψαχνε μια καρατερίστα για το ρόλο μιας κουτσομπόλας, στη μουσική κωμωδία του Κορίτσια για Παντρειά. Όταν την είδε στο καφενείο, αρχικά πίστεψε ότι είναι κάποια μητέρα ηθοποιού, μέχρι να μάθει ότι ήταν ηθοποιός έτοιμη να τα παρατήσει. Την πλησίασε και παρά τους δισταγμούς της την έπεισε να παίξει στο έργο του.
Και ξαναγυρίζει στο θέατρο θριαμβευτικά λίγο πριν τα 50 της. Και αυτή την φορά την ανακαλύπτει και ο κινηματογράφος. Αρχικά το 1946 με τη χαμένη, δυστυχώς, κωμωδία Παπούτσι απ’ τον τόπο σου και φυσικά την κλασική κωμωδία του 1948 Οι Γερμανοί Ξανάρχονται, και οι δυο είναι του Σακελλάριου.
Το 1952, στον Γρουσούζη του Γιώργου Τζαβέλλα, δίπλα στον Ορέστη Μακρή, παίζει και πάλι την κουτσομπόλα της γειτονιάς, ενώ το 1954 θα κάνει την πρώτη της πρωταγωνιστική εμφάνιση στην αξέχαστη κωμωδία Η Ωραία των Αθηνών του Νίκου Τσιφόρου, δίνοντας «ρέστα» στο ρόλο της γεροντοκόρη, προκαλώντας ντελίριο με την ερμηνεία της.
Και οι επιτυχίες συνεχίζονται με αποκορύφωμα τη Θεία από το Σικάγο που σπάει τα ταμεία.
https://www.youtube.com/watch?v=I6sfUZ4WPOs
Η Βασιλειάδου ήταν η πιο πετυχημένη εμπορικά γυναίκα στην δεκαετία του ’50.
Με μόνη εξαίρεση το 1958 και το Η Κυρά μας η Μαμή, που ναι μεν σήμερα θεωρείται από τις καλύτερες ταινίες εκείνης της δεκαετίας, αλλά οικονομικά στην εποχή του δεν πήγε.
Στην αλλαγή της δεκαετίας κάνει την τελευταία της εμφάνιση σε ταινία του Φίνου. Ήταν Η Μαρίνα, ο Κλέαρχος και ο Κοντός, με Αυλωνίτη και Ρίζο, δηλαδή με τους δυο συναδέλφους της με τους οποίους θα φτιάξουν το θεατρικό θίασο «Αυλωνίτη, Βασιλειάδου, Ρίζου», με τον τρίτο να έχει την ικανότητα να αξιοποιεί το πηγαίο ταλέντο και να κουμαντάρει τον… ανέμελο χαρακτήρα των άλλων δύο.
Το 1962 θα κάνει την τελευταία τεράστια επιτυχία της, Οι Γαμπροί της Ευτυχίας, σε σκηνοθεσία Σωκράτη Καψάσκη και με την ίδια σύνθεση πρωταγωνιστών, ενώ στη συνέχεια θα παίξει σε αρκετές ταινίες, όχι όμως με την ίδια επιτυχία, καθώς ο λεγόμενος παλιός ελληνικός κινηματογράφος αρχίζει να παρακμάζει, ενώ και η ίδια που γνωρίσαμε μεγάλη, είχε αρχίσει να μπαίνει στα βαθιά γεράματά της. Ναι τα τελευταία φιλμ που γύρισε δεν ήταν σπουδαία. Έπαιζε όμως εκείνη. Και τα έσωζε.
Όσον αφορά την ζωή της εκτός δουλειάς, λάτρευε να ζει με την οικογένειά της. Μακριά από κοσμικά και φώτα.
Το μοναδικό δώρο που έκανε στον εαυτό της, όπως έλεγε συχνά και η ίδια, ήταν ένας προσωπικός σοφέρ για να την πηγαίνει με το αυτοκίνητό της παντού όπου χρειαζόταν.
Στο θέατρο, στις επαγγελματικές της συναντήσεις, στα ραντεβού με φίλους και φίλες, στις εσπερίδες και στις κοσμικές εμφανίσεις της. Η ίδια δεν κατάφερε να μάθει το τιμόνι, ήταν μάλλον μεγαλούτσικη για να κάνει τη σοφερίνα. Οι φίλοι την πείραζαν λέγοντας: «Πάλι με τον εραστή μας ήρθε η Γεωργία!» Εκείνη ανεκτική στο χιούμορ και στα πειράγματα επαναλάμβανε καμιά φορά αυτό το «εραστής μου».
Η ηρεμία, η δικαίωση και η τηλεόραση
Έχει βγάλει χρήματα, χαίρεται την οικογένειά της και θέλει να ξεκουραστεί. Παρόλα αυτά οι «σειρήνες» δεν την αφήνουν να ησυχάσει. Έτσι επιστρέφει για λίγο στο θέατρο, ενώ κάνει τη μια και μοναδική της εμφάνιση σε σειρά. Ήταν στο Ο Χριστός ξανασταύρωνεται του Βασίλη Γεωργιάδη.
Λίγο αργότερα ο Μάνος Χατζηδάκις και ο Γιώργος Παυριανός τη φωνάζουν για τη ραδιοφωνική μεταφορά του Τρίτου στεφανιού του Κώστα Ταχτση. Ήταν να υποδυθεί την «Εκάβη» δίπλα στη «Νίνα, Ρένα Βλαχοπούλου. Η πρόβα όμως δεν ήταν καλή. Η Βασιλειάδου κατάλαβε ότι έχει μεγαλώσει πολύ. Αποχώρησε ευγενικά.
Έμενε στο Μαρούσι με την οικογένεια της κόρης της Φωτεινής Αποστολίδου. Τον τελευταίο καιρό, υπέφερε από βρογχικό άσθμα. Η κατάσταση της υγείας της επιδεινώθηκε και νοσηλεύτηκε στον Ευαγγελισμό. Πέθανε στις 12 Φεβρουαρίου του 1980 κηδεύτηκε δύο μέρες μετά, ένα βροχερό πρωί με πολύ κρύο. Ωστόσο παραμένει ακόμα αξιαγάπητη χάρη στις ταινίες της. Κηδεύτηκε παρουσία λίγου κόσμου, στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.
https://www.youtube.com/watch?v=q1Qkr0JWZt0
Σπύρος Δευτεραίος