Τελικά το κοινό αγάπησε τη Γη του Πόντου του Δημήτρη Ψαθά και στο θέατρο. Μπορεί το βιβλίο χρόνια τώρα να θεωρείται best seller αλλά και η μεταφορά του στο θέατρο από τον Πάνο Αμαραντίδη, σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα και με τη συμμετοχή των Ποντίων καλλιτεχνών Κωνσταντίνου και Ματθαίου Τσαχουρίδη αλλά και μιας πλειάδας ηθοποιών, χορευτών και μουσικών, αγαπήθηκε εξίσου.
Έτσι ενώ η παράσταση επρόκειτο να κατέβει πριν από λίγες εβδομάδες για να μεταφερθεί στην Αθήνα, συνεχίζεται για ακόμα τρεις μέρες, την Παρασκευή 10, το Σάββατο 11 και την Κυριακή 12 Φεβρουαρίου, στο Radio City της Θεσσαλονίκης.
Μουσική, νοσταλγία, άρωμα εποχής, παιδικές αναμνήσεις αλλά και συγκλονιστικά ιστορικά γεγονότα στην κοσμοπολίτικη πρωτεύουσα του Πόντου, την Τραπεζούντα, ζωντανεύουν στη σκηνή του θεάτρου προκαλώντας ρίγη συγκίνησης στο κοινό.
Με αφορμή τη δεύτερη παράταση των παραστάσεων φιλοξενούμε στο pontosnews.gr, ένα απόσπασμα από το βιβλίο όπου περιγράφεται μια μέρα του Δημήτρη Ψαθά στο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας. Μια μέρα που χιόνιζε και ο δάσκαλος του ανέθεσε μια… αποστολή μεγάλου πειρασμού. Τι έγινε; Διαβάστε το σχετικό απόσπασμα από το βιβλίο Γη του Πόντου, εκδόσεις Μαρίας Δ. Ψαθά:
Χιόνι στην Τραπεζούντα
[…] Ανυπόμονα, λοιπόν, κι εγώ περίμενα πάντα όλες τις γιορτές, αλλά είχα ιδιαίτερη αγάπη στις χειμωνιάτικες, κι όλο σήκωνα τα μάτια μου στον ουρανό, περιμένοντας με λαχτάρα πότε θα χιονίσει. Μου άρεσε πολύ το χιόνι κι είχε μείνει αξέχαστη στο μυαλό μου μια χρονιά −σε ηλικία 4 ή 5 χρονών− που είχε ρίξει τόσο πολύ μέσα στην πόλη, ώστε σκεπάστηκαν οι δρόμοι σε ύψος τουλάχιστον δύο μέτρων, αφού ανοίγοντας το παράθυρό μας το πρωί −στο επάνω πάτωμα του σπιτιού− βλέπαμε ότι είχε χαθεί το ισόγειο κι η πόρτα του σπιτιού μας. Ο χιονισμένος δρόμος είχε ανέβει ψηλά, μέχρι το μπαλκόνι, κι αν δεν κινδύνευες να βουλιάξεις, μπορούσες να κατέβεις από εκεί.
Τόσο βαρύς χειμώνας, όμως, δεν είχε ξαναγίνει από τότε, κι έτσι περιόριζα την ευχαρίστησή μου σε ό,τι πρόσφερε ο καλός Θεός τις γκρίζες χειμωνιάτικες ημέρες, βροχές, χιονόνερα, βοριάδες παγωμένους κι όχι πολύ σπάνια και το χιόνι. Τέτοιες μέρες πήγαινα με πολύ μεγαλύτερη χαρά μου στο σχολειό, κρατώντας στο ένα χέρι τα βιβλία και στο άλλο το καλαθάκι με το φαγητό, που μου ετοίμαζε η μητέρα στοργικά, χωρίς να παραλείπει το γλυκό από σύκα −«ρετσέλι»− γιατί αυτό αποτελούσε την ιδιαίτερη απόλαυσή μου. Στη μεγάλη αίθουσα του εστιατορίου του σχολειού μας τρώγαμε το μεσημέρι τα περισσότερα παιδιά, για να μη χάνουμε καιρό στο πηγαινέλα.
Όμως μια κάποια τέτοια μέρα −παραμονές γιορτών− μου στοίχισε μια σοβαρή ανοησία που κλόνισε τη φήμη μου ως καλού και υπάκοου παιδιού. Ήταν ένα γκρίζο πρωινό, με βροχή και με χιονόνερο. Έξω έκανε κρύο αλλά μέσα στην τάξη μας πολύ γλυκιά κι ευχάριστη ατμόσφαιρα. Ο δάσκαλός μας μπήκε σοβαρός, αγουροξυπνημένος, κόπηκε η φασαρία και σηκωθήκαμε όλοι.
— Καθίστε, είπε άκεφα.
Καθίσαμε εμείς, κάθισε κι εκείνος στην έδρα του, έβγαλε τα γυαλάκια του −φορούσε πεταλούδες− τα σκούπισε με το μαντίλι κι ύστερα από λίγο έκανε να βγάλει τον κατάλογό του, αλλά στραβομουτσούνιασε − τον είχε ξεχάσει σπίτι. Κάτι μουρμούρισε, κοίταξε ολόγυρα κι ύστερα το μάτι του έπεσε σ’ εμένα:
— Πετάξου, μου είπε, στο σπίτι μου και πες της μητέρας μου να σου δώσει τον κατάλογό μου. Τον άφησα επάνω στο γραφείο.
— Μάλιστα, κύριε.
— Γρήγορα. Και, άκουσε… Δεν φαντάζομαι να τον ανοίξεις, ε; Θα μου τον φέρεις έτσι όπως θα σου τον δώσει. Αν τον ανοίξεις, θα το καταλάβω… άντε!
— Μάλιστα, κύριε.
Το σπίτι του δασκάλου μας των Ελληνικών −ήταν τότε ο Νίκος Καπνάς, ο πιο νέος απ’ όλους τους δασκάλους, γείτονάς μου− βρισκόταν πολύ κοντά, απέναντι στο δικό μας, ήξερα πολύ καλά τη μητέρα του, όπως και τη μικρή του αδελφή. Μ’ αυτήν παίζαμε όλα τα παιδιά της συντροφιάς, αλλά αυτά δεν εξασφάλιζαν καμιά οικειότητα με τον δάσκαλό μας, που ήταν αυστηρός και μας κρατούσε σε απόσταση.
Για πότε βρέθηκα στον δρόμο ούτε κι εγώ κατάλαβα. Τρεχάλα έφτασα στο σπίτι, χτύπησα την πόρτα, είδα τη συμπαθητική μητέρα του δασκάλου μας, της μίλησα λαχανιαστά, εξήγησα τι ήθελα και σε δυο λεπτά είχα στα χέρια μου τον πολύτιμο κατάλογο.
Τρεχάλα πήρα πάλι τον δρόμο για το σχολειό −το χιονόνερο είχε δυναμώσει− ενώ η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά γιατί είχα πλήρη συναίσθηση της σοβαρότητας της εμπιστευτικής εκείνης αποστολής. Δεν ήταν δα μικρή υπόθεση! Είχα στην τσέπη μου το μικρό ανεκτίμητο σημειωματάριο με τα πιο σπουδαία μυστικά του κόσμου: τους βαθμούς μου και τους βαθμούς των άλλων συμμαθητών μου. Αν τον άνοιγα λιγουλάκι, να δω μονάχα τους δικούς μου βαθμούς;
Και να η αγωνία − ένας μικρός Αμλέτος μέσα στο χιονόνερο:
— Να τον ανοίξω ή να μην τον ανοίξω; Ιδού η απορία!…
Τεράστια ηθικά προβλήματα ορθώθηκαν απότομα μπροστά μου και μου έκοψαν τη φόρα της τρεχάλας, μου ελάττωναν τον ζήλο. Κοντοστεκόμουν, έβγαζα λίγο τον κατάλογο απ’ την τσέπη μου, τον κοίταζα, αλλά ήμουν τόσο καλό παιδί, που δεν μου πήγαινε η καρδιά να προδώσω την εμπιστοσύνη του δασκάλου μου, ούτε και να παραβώ την κατηγορηματική υπόσχεσή μου. Τον ξανάχωνα πάλι βαθιά και προχωρούσα στη βροχή, αλλά πολύ ανήσυχος. Ο δαίμονας της περιέργειας μ’ έτρωγε κι ο πειρασμός σε κάθε βήμα μου γινόταν όλο και πιο μεγάλος, τόσο που δεν μπόρεσα ν’ ανθέξω ως το τέλος. Σε μια στιγμή, λοιπόν, τον ξανάβγαλα αποφασιστικά, γύρισα τα φύλλα με λαχτάρα, βρήκα τ’ όνομά μου, είδα τους βαθμούς μου, χάρηκα και τον ξανάκλεισα γρήγορα κατευχαριστημένος.
Είπε ότι αν τον ανοίξω τον κατάλογό του, θα το καταλάβει. Πώς θα το καταλάβει; Ησυχασμένος με τη σκέψη αυτή, σκέφτηκα προχωρώντας ότι θα ήταν μια καλή ευκαιρία να κάνω τον καλώς πληροφορημένο και στους άλλους συμμαθητές μου, αν έβλεπα και μερικούς άλλους βαθμούς. Με λιγότερους δισταγμούς ξανάνοιξα τον κατάλογο και κοιτούσα επί πολλή ώρα λαίμαργα πολλά ονόματα και πολλούς βαθμούς, ξεφυλλίζοντας τις σελίδες μία μία και προσπαθώντας ν’ αποτυπώσω στη μνήμη μου όσο περισσότερα ονόματα μπορούσα.
Πολύ αργοπορημένος έφτασα στο σχολειό και μπήκα στην τάξη λαχανιασμένος και μουσκίδι.
— Άργησες, μου είπε ο δάσκαλος. Γιατί;
Χωρίς ν’ απαντήσω έβγαλα τον κατάλογο απ’ την τσέπη μου και του τον έδωσα.
— Μήπως τον άνοιξες;
— Όχι, κύριε.
— Είσαι βέβαιος;
— Μάλιστα, κύριε.
Βέβαιος κι ο δάσκαλός μας ότι έλεγα την αλήθεια −με ήξερε κι εκείνος για καλό παιδί− πήρε τον κατάλογο και τον άνοιξε, οπότε είδα το πρόσωπό του να παίρνει ξαφνικά μια έκφραση φρίκης! Κι όσο γύριζε τα φύλλα τόσο η φρίκη του μεγάλωνε και φώναξε απελπισμένος:
— Πω πω, τι μούκανες! Πω πω, τι μούκανες! Τι να σου πω τώρα, μωρέ; Βλάκα να σε πω; Ηλίθιο να σε πω; Ψεύτη να σε πω; Ζώον να σε πω;
Τι είχε συμβεί; Απλούστατα, όλος ο κατάλογος ήταν μουντζουρωμένος και βρεγμένος. Ονόματα και βαθμοί ήσαν γραμμένα με μολύβι της μελάνης και καθώς γύριζα εγώ τα φύλλα, μέσα στη λαχτάρα μου, είχα ξεχάσει τη βροχή που έπεφτε από πάνω!
Βαρύτατα με πλήγωσε το περιστατικό εκείνο, αλλά ευτυχώς ήσαν μπροστά οι ωραίες διακοπές και οι άγιες γιορτές, που πάντα παρηγοράνε τους ανθρώπους σ’ όλες τους τις δυστυχίες […].