Του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού κοντάκιο «Εις τον άσωτον υιόν» με ακροστιχίδα: «δέησις και ταύτη η Ρωμανού». Διαβάστε το Μέρος Α’ και το Μέρος Β’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ια’. Οι Άγγελοι που παράστεκαν γύρ’ από το τραπέζι στο δείπνο για να διακονούν, τους βλέπαν
να ευφραίνονται κι όλους μαζί με μια φωνή αρμονικά να ψέλνουν.
Κι ήτανε τόσο ευτυχείς που κι οι Άγγελοι θαμάξαν· και πώς να το αντέξουνε μαζί τους να μην ψάλλουν;
Άνθρωποι κι Άγγελοι μαζί τι ύμνο, λέτε, ψέλναν; Ελάτε τώρα αν στέργετε κι εμείς ν’ αφουγκραστούμε:
«Άγιος είσαι Πατέρα μας που ευχαρίστως δέχτηκες με τόση καλοσύνη
»να θυσιάσεις τον καλό, τον πάναγνό Σου μόσχο για όλη την ανθρωπότητα.
»Μα Άγιος είν’ κι ο Γιος Σου
»που ως μόσχος σ’ όλα άψογος, θυσία έγινε για εμάς – το ήθελε κι ο Ίδιος.
»Γι’ αυτό, άνθρωπο που θα βαπτιστεί Αυτός θα τον αγιάσει,
»με δυνατό Μυστήριο, αυτό της κολυμβήθρας.
»Όμως –τριτώνει το καλό– Άγιο και το Πνεύμα που σ’ όσους Σε πιστεύουνε απλόχερα το δίνεις,
»ο των αιώνων Κύριος, των χρόνων ο Δεσπότης».
ιβ’. Ο άλλος, ο μεγάλος γιος δεν έμαθε καθόλου για όλα αυτά που γίνονταν,
γιατί ήταν έξω ολημερίς, δούλευε στα χωράφια.
Σαν γύρισε, όμως, άκουσε χαρές και πανηγύρια και ψαλμωδίες και φωνές.
Βρίσκει απ’ το προσωπικό έναν νιο και τον ρωτάει:
«Τι είν’ όλα αυτά π’ ακούγονται; Απάντα τώρα, σύντομα, χωρίς πολλές κουβέντες.
»Δεν βλέπω… αλλά αν ξέρω καλά τους ήχους να διαβάσω –αυτούς που μου ’ρχονται στ’ αυτιά–, θα έλεγα πως στήθηκε μεγάλο πανηγύρι.
»Πες μου, λοιπόν, τι γίνεται; Τι δρώμενα είν’ τούτα;
»Ποιος είν’ αυτός π’ αποτολμά μυστήρια που προορίζονται για μένα κατά βάση
»–αυτά λέω όπου μοιράζεται ολάκερος ο πλούτος π’ άφθονα ρέει σαν γίνεται μία θεία θυσία–
»έχει αρχινήσει να τελεί κι απλόχερα μοιράζει όλα τα πλούτια αφειδώς, χωρίς όμως εμένα;
»Μήπως μοιράζει απ’ την αρχή χαρίσματα και πάλι, Εκείνος που με γέννησε,
ο των αιώνων Κύριος, των χρόνων ο Δεσπότης;»
ιγ’. Κι ο παραγιός υπάκουσε κι ευθύς μεμιάς απάντησε σε ό,τι τον ρωτούσε:
«Ο αδερφός σου ο μικρός ξαν’ γύρισε κοντά μας.
»Ο Πατέρας σου τον δέχτηκε γιομάτος ευτυχία,
»κι όπως τον είδε να γυρνά και να ’χει την υγειά του,
»είπε να σφάξουν το μοσχάρ’ το πιο καλοθρεμμένο.
»Και δείπνο ετοιμάσανε και κάλεσε να καλοφάν όλ’ οι γνωστοί κι οι φίλοι».
Και σαν τα ακούει όλ’ αυτά,
μεμιάς τόσο που θύμωσε και γίνηκε μπαρούτι, ούτε να πάει
να τους δει στο δείπνο τους δεν θέλει – ας είναι, να το χαίρονται!
Και μ’ όλα αυτά που έγιναν τόσο που εξοργίστηκε, μίλησε ο θυμός του:
«Δεν πάω στο δείπνο, ούτε θα μπω· ούτε να ιδώ δεν θέλω αυτά όλα που ετοίμασε
»ο των αιώνων Κύριος, των χρόνων ο Δεσπότης».
ιδ’. Έτσι μας δίνει ο Χριστός έμπρακτο το παράδειγμα της ευσπλαχνίας που έχει,
και μας διδάσκει με αυτό πως τόσο νοιάζεται για εμάς, που μετρημό δεν έχει.
Αυτή του η επιείκεια ακόμα και τους δίκαιους μπορεί να εκνευρίσει· κι αν τύχει και παρασυρθούν, θα βγάλουνε και φθόνο.
Ελάτε τώρα το λοιπόν, να μελετήσουμε καλά ποια είναι η σωστή η στάση παράκλησης και προσευχής μπροστά σε κάτι τέτοιο·
παράδειγμα να πάρουμε απ’ τον καλό πατέρα που δύο έκανε τους γιους, μικρό μα και μεγάλο.
Αυτός είν’ ο Δημιουργός που όλα τα διαφεντεύει, και θέλει όλα τα πλάσματα που ’φτιαξε να σωθούνε.
Μα είναι απερίγραπτη κι αμέτρητη τελείως, η τόση
ευσπλαχνία Σου σ’ όλους που θες να σώσεις, φιλάνθρωπέ μου Κύριε!
Από τη μια δεν σταματάς τους δίκαιους να φροντίζεις,
αλλά κι από την άλλη, είναι και τους αμαρτωλούς που θες να συνεφέρεις.
Φυλάγεις και τον δίκαιο μα και τον άλλον σώζεις,
ο των αιώνων Κύριος, των χρόνων ο Δεσπότης.
ιε’. Άπλωσε ο πολυεύσπλαχνος το χέρι το δεξί Του και σήκωσε τον ένα γιο που ’ταν κάτω πεσμένος.
Μα και τον άλλον που έστεκε ορθός –δεν είχε πέσει– και κείνονα τον στήριζε στα πόδια του ολόρθο.
Τον έρμο αυτόν που έπεσε μ’ αγάπη τον σηκώνει,
αλλά κι αυτόν που έστεκε, με τίποτα δεν ήθελε να τον ιδεί να πέφτει.
Τον έναν που ήτανε φτωχός φροντίζει να πλουτίσει,
τον άλλον που ήταν πλούσιος φροντίζει μην φτωχαίνει· με μια κουβέντα, και τους δυο φροντίζει να τους σώσει.
Ελάτε όμως να δούμε, τι έλεγε στον πατέρα του
ο γιος του ο μεγάλος· με τι επιχειρήματα έλεγε πως δεν θέλει
να πάει στο δείπνο που έτοιμο στη σάλα ήταν στρωμένο,
καθώς των εξοργίσανε όσα ήταν καμωμένα.
Να δούμε κι ο πατέρας του τι στάση άραγε κράτησε· πώς τον παρακαλούσε
ο των αιώνων Κύριος, των χρόνων ο Δεσπότης.
ιϛ’. Με περισσή αγανάκτηση ο γιος προς τον πατέρα έτσι του απευθύνθηκε και τέτοια λόγια του ’πε:
«Πάει πια τόσος καιρός π’ ολημερίς δουλεύω, όλα σου τα θελήματα για να τα κάνω πράξη.
»Κι όσο πίσω κι αν πάω, τον εαυτό μου πάντοτε έτσι είν’ που τον θυμάμαι: να υπηρετεί πάντα πιστά όλες τις εντολές σου.
»Ψάξε αν θες και δεν θα βρεις, να έχω παρακούσει έστω και μια σου εντολή.
»Το ξέρεις, δεν χρειάζεται να το υπογραμμίσω, πως είναι αλήθεια όλ’ αυτά.
»Για όλους αυτούς τους κόπους μου κι όλον μου τον αγώνα, ποτέ δεν είπες μια φορά “μπράβο σου βρε παιδί μου! διάλεξε απ’ τα κοπάδια μας και πάρε ένα κατσίκι και ψήσ’ το με τους φίλους σου να φάτε, ότι τ’ αξίζεις”.
»Γυρίζω μες στις ερημιές – σέρνω κοντά μαζί μου πάντοτε και τη θλίψη μου.
»Στερήσεις; Τι δεν τράβηξα! Αν πεις και κακουχίες;
»Να λιώνω μες στους καύσωνες και μες στο καταχείμωνο να ξεπαγιάζω ο δόλιος,
»για να ’μαι, έλεγα, αρεστός· στις διαταγές σου αφέντη μ’, και να ’σαι πάντα δυνατός!
»Και ποια ήταν η ανταμοιβή; Ο άσωτος γιος σαν γύρισε, έδειξες την προτίμηση, έπεσες με τα μούτρα,
»ο των αιώνων Κύριος, των χρόνων ο Δεσπότης.