Με την κατάθεση του Μιχάλη Ξυπόλητου, φίλου του Παύλου Φύσσα, προχώρησε το δικαστήριο που δικάζει την εγκληματική οργάνωση Χρυσή Αυγή, καθώς ούτε στη σημερινή συνεδρίαση παρευρέθη στη δικαστική αίθουσα η σύντροφος του μουσικού, Χρύσα Τοσλούκου.
Με την έναρξη της συνεδρίασης η πρόεδρος διάβασε έγγραφο της αστυνομίας με το οποίο το δικαστήριο ενημερώθηκε ότι η σύντροφος του μουσικού δεν βρέθηκε στο σπίτι συγγενικού της προσώπου, σε επαρχιακή πόλη, όπου είχε γίνει επίδοση κλήσης, αλλά ούτε και στην Αττική.
Από την υπεράσπιση σχολιάστηκε η απουσία της μάρτυρα, με έναν εκ των συνηγόρων του καταδικασμένου αρχηγού της εγκληματικής οργάνωσης Νίκου Μιχαλολιάκου να αναφέρει ότι «είναι εμπαιγμός αυτό που συμβαίνει με τη μάρτυρα. Είναι θέμα ουσίας […] δεν μπορεί το 2023 να κρύβεται ουσιώδης μάρτυρας, όταν πταισματώδη παράβαση να έχει κάνει κάποιος, τον βρίσκουν. Είναι εμπαιγμός! Στις ειδικές ανακρίτριες δεν κλήθηκε καν η κ. Τοσλούκου», είπε σε έντονο τόνο ο συνήγορος.
Ο Μ. Ξυπόλητος εξιστόρησε στο δικαστήριο όσα έγιναν το βράδυ της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα, από τη στιγμή που ο ίδιος με άλλους έξι φίλους πήγαν από καφετέρια όπου κάθονταν στην καφετέρια «Κοράλλι» όπου ήταν ο μουσικός με τη φίλη του και ένα ακόμη άτομο, για να δουν όλοι μαζί τον ποδοσφαιρικό αγώνα.
Ο μάρτυρας δήλωσε πως η επίθεση που δέχθηκαν ήταν «πολιτική πράξη» από συντεταγμένη ομάδα χρυσαυγιτών. Μάλιστα όπως έχει καταθέσει, έχει αναγνωρίσει τρεις από τους κατηγορούμενους για τη δολοφονία του φίλου του, ως τα άτομα που βρίσκονταν μέσα στο «Κοράλλι», λίγο πριν αρχίσουν να συγκεντρώνονται έξω από το κατάστημα «άνθρωποι με ρόπαλα, με ξύλα μεγάλα».
Όπως κατέθεσε ο μάρτυρας, όταν σηκώθηκαν να φύγουν με το τέλος του αγώνα, είδαν άτομα να μαζεύονται έξω από το καφέ και γύρω από το χώρο όπου είχαν παρκάρει τα αυτοκίνητά τους. «Είδα κάτι άτομα με μαδέρια που χτυπούσαν με αυτά τον προφυλακτήρα ενός αυτοκινήτου» τόνισε, και συμπλήρωσε πως «υπήρχε μια περίεργη κίνηση» και πως ένιωσαν απειλή.
«Τότε βγαίνει ένας κύριος, μας παρουσιάστηκε σαν αστυνομικός [Δημήτρης Χατζησταμάτης] και μας λέει “παιδιά μη γίνει καμία φασαρία”. Του είπαμε πως θα είχαμε φύγει αν μπορούσαμε να πάρουμε τα αυτοκίνητά μας. Πήγε και σε αυτούς που είχαν μαζευτεί στα αυτοκίνητα. Γυρνάει και μας λέει “τα παιδιά είναι της γειτονιάς, λένε να φύγετε εσείς”. Απαντάει τότε ο Παύλος “κι εγώ της γειτονιάς είμαι”», περιέγραψε ο μάρτυρας, ο οποίος είπε πως μετά από 10 λεπτά αποφάσισαν να φύγουν.
Όταν πέρασαν για να φύγουν πεζή απέναντι, έφτασαν και δύο μηχανές της ΔΙΑΣ, όπως είπε ο μάρτυρας, ο οποίος τότε άκουσε «“ελάτε εδώ κότες, θα σας σφάξουμε”. Τότε ο Παύλος τους είπε “τρέχουμε τώρα, τρέχουμε”. Τέσσερα άτομα αρχίσαμε να τρέχουμε προς την ίδια κατεύθυνση. Μπήκαμε σε πιλοτές να κρυφτούμε. Ειδοποιήσαμε την αστυνομία. Υπήρχαν μηχανάκια που περνούσαν στα στενά ψάχνοντας και φωνάζοντας “κότες βγείτε έξω”», τόνισε ο μάρτυρας.
Ο Μιχάλης Ξυπόλητος κατέθεσε πως είδε το αυτοκίνητο του Ρουπακιά να περνά, και πίσω του παραταγμένες μηχανές «δικάβαλες» που έδειχναν να είναι μαζί του. «Δεν προσπέρασαν. Ήταν ομάδα», είπε.
Οι φίλοι του Παύλου Φύσσα κάλεσαν την αστυνομία, σύμφωνα με τον μάρτυρα. Όταν έφτασε το περιπολικό, πέρασαν χειροπέδες σε εκείνους και τους οδήγησαν στο ΑΤ Κερατσινίου όπου αφού τους έγδυσαν για σωματικό έλεγχο, τους έβαλαν στον ίδιο χώρο με τον Ρουπακιά, τον οποίο αρχικά πέρασαν για αστυνομικό. «Σε ένα γραφείο καθόταν ο Ρουπακιάς, τον περάσαμε για αστυνομικό. Του ζητήσαμε και άδεια μάλιστα να μιλήσουμε στα τηλέφωνα, και μας την έδωσε κιόλας. Μας ρωτούσε εάν έγινε διαπληκτισμός, εάν είμαστε πολιτικοποιημένοι, τι έγινε, γιατί μας έφεραν εδώ. Ήταν πολύ άνετος. Η μόνη στιγμή που αγχώθηκε ήταν όταν μιλήσαμε στο τηλέφωνο και μάθαμε για τον Παύλο. Τότε ζήτησε να τον μεταφέρουν» περιέγραψε ο μάρτυρας.
Όπως είπε ο φίλος του μουσικού, μέχρι να οδηγηθούν στο Τμήμα δεν ήξεραν για τον Παύλο. Ανέφερε μάλιστα πως άκουσαν από τον ασύρματο του περιπολικού ότι «κάποιος μαχαιρώθηκε» και ότι ζητούσαν ενισχύσεις. Σε ερωτήσεις, ο μάρτυρας είπε γι’ αυτήν τη σκηνή πως δεν ήξεραν ποιος ήταν ο μαχαιρωμένος, αλλά λογικά «θα ήταν δικός μας, αφού κανείς από εμάς δεν είχε μαχαίρι».
Εξεταζόμενος από την Έδρα, ο μάρτυρας είπε πως τα άτομα που είδε μέσα στην καφετέρια φορούσαν παντελόνια παραλλαγής και «φαίνονταν να έχουν τον ίδιο κώδικα». Τόνισε μάλιστα πως ένας από αυτούς φορούσε αμάνικο μπλουζάκι και φαινόταν τατουάζ που είχε στο χέρι με μαίανδρο.