Υπέρμετρα φαίνεται να αυξήθηκε το φορολογικό βάρος που σηκώνουν τα νοικοκυριά σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης με τίτλο «Η άνιση κατανομή του φορολογικού βάρους στα νοικοκυριά στην Ελλάδα», την οποία έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα το Ινστιτούτο Εργασίας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ).
Η μελέτη, η οποία εκπονήθηκε από την καθηγήτρια του τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΕΚΠΑ Γεωργία Καπλάνογλου, εξετάζει τη μεταβολή του φορολογικού βάρους των νοικοκυριών από το 2008 μέχρι το 2019, εστιάζοντας στον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων και στους έμμεσους φόρους και αξιοποιώντας βάσεις μικροδεδομένων από έρευνες οικογενειακών προϋπολογισμών της ΕΛΣΤΑΤ και δεδομένα της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) για το εισόδημα και τη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων. Συνδυαστικά, οι δύο αυτές κατηγορίες φόρων αποφέρουν πλέον πάνω από το 75% των συνολικών φορολογικών εσόδων του κράτους.
Όπως προκύπτει, την περίοδο αυτή η φορολογική επιβάρυνση αυξήθηκε σε όλα τα εισοδηματικά στρώματα, καθώς σημαντικές αυξήσεις των φορολογικών συντελεστών συμβάδισαν με μειώσεις των εισοδημάτων. Στην διάρκεια της κρίσης ο κύριος χαμένος ήταν η μεσαία τάξη, ενώ τα φτωχά νοικοκυριά περιέκοψαν δραματικά τις δαπάνες τους στερώντας έμμεσους φόρους από το κράτος.
Παράλληλα, οι μεταρρυθμίσεις που υιοθετήθηκαν στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης σήμαναν την ουσιαστική εγκατάλειψη της πολιτικής φορολογικών ελαφρύνσεων για τις οικογένειες με παιδιά.
Επίσης, το κύριο ερώτημα που τίθεται είναι ποιος θα σηκώσει το φορολογικό βάρος που απαιτείται για να χρηματοδοτηθούν οι δημόσιες δαπάνες.
Η μελέτη επιχείρησε ακριβώς να διαφωτίσει πλευρές της κατανομής του φορολογικού βάρους στην Ελλάδα. Όπως αναφέρθηκε, το ζήτημα είναι κρίσιμο ειδικά τα τελευταία χρόνια, κατά τα οποία η χώρα μας βίωσε μια βαθιά οικονομική κρίση, με τη φορολογική επιβάρυνση να αυξάνεται σε μεγάλο βαθμό, καθώς σημαντικές αυξήσεις των φορολογικών συντελεστών συμβάδισαν με μειώσεις των εισοδημάτων.
Στην περίπτωση των έμμεσων φόρων, οι εκτεταμένες και αλλεπάλληλες αυξήσεις των σχετικών συντελεστών τόσο του ΦΠΑ όσο και των ειδικών φόρων κατανάλωσης εκτόξευσαν τη φορολογική επιβάρυνση από 11,4% της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών, το 2008, σε 15,7%, το 2019.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι τα φτωχά νοικοκυριά μείωσαν αισθητά τις δαπάνες τους και για απαραίτητα αγαθά, όπως τα φάρμακα ή το πετρέλαιο θέρμανσης, αφήνοντας βασικές ανάγκες τους ακάλυπτες».
Ποιοι επηρεάστηκαν περισσότερο
Στη μελέτη επισημαίνεται ότι η συρρίκνωση της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών κατά 1/4 περίπου, κατά μέσο όρο, δεν ήταν ενιαία για όλα τα νοικοκυριά.
Όπως προκύπτει από τα ευρήματα της μελέτης, «ο κύριος χαμένος της οικονομικής κρίσης ήταν η μεσαία τάξη, καθώς το μερίδιό της στη δραματικά συρρικνούμενη συνολική κατανάλωση μειώθηκε. Την περίοδο 2008-2014, ενώ η κατανάλωση μειώθηκε για τα νοικοκυριά σε όλο το μήκος της κατανομής, η μεσαία τάξη έχασε και σε σχετικούς όρους, καθώς μερίδιο της κατανάλωσής της μετακινήθηκε στο πλουσιότερο 10%. Η περίοδος 2014-2019 αντέστρεψε τις τάσεις της προηγούμενης περιόδου, καθώς σηματοδότησε μια οριακή ανάκαμψη της συνολικής καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών, αλλά και μια μεταβολή στην κατανομή της προς όφελος τόσο των φτωχότερων ομάδων όσο και της μεσαίας τάξης.
Αυτή η αλλαγή τάσης δεν αρκεί, για να ανατρέψει τις εξελίξεις της περιόδου 2008-2014, οι οποίες κυριαρχούν στο σύνολο της περιόδου 2008-2019.
Για πρώτη φορά, τον Σεπτέμβριο του 2019, για το φτωχότερο 20% των νοικοκυριών, οι αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων επέφεραν μεγαλύτερη ποσοστιαία επιβάρυνση στις οικογενειακές δαπάνες συγκριτικά με την οικιακή ενέργεια.
Σύμφωνα με τη μελέτη, «τα φτωχότερα νοικοκυριά αντιμετωπίζουν αρκετά υψηλότερες ποσοστιαίες αυξήσεις στο κόστος ζωής τους. Τον Ιούνιο, για παράδειγμα, όταν καταγράφηκε ο υψηλότερος πληθωρισμός μέσα στο 2022, το φτωχότερο 10% των νοικοκυριών θα έπρεπε να αυξήσει τις συνολικές του δαπάνες κατά 15,5%, προκειμένου να διατηρήσει σταθερή την κατανάλωση τροφίμων και ενέργειας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για το πλουσιότερο 10% των νοικοκυριών είναι μόλις 6,4%.
Επιπρόσθετα, τα φτωχότερα νοικοκυριά έχουν μικρότερη ευχέρεια να μειώσουν άλλες κατηγορίες δαπανών, καθώς οι ανελαστικές δαπάνες (σε τρόφιμα, ενέργεια και υγεία) καλύπτουν πάνω από τα δύο τρίτα των συνολικών δαπανών τους.
Φοροδιαφυγή και τεχνολογία
Με βάση την έρευνα, «στην Ελλάδα, παρόλο που η φορολογική κλίμακα έχει όντως σχεδιαστεί με προοδευτικό τρόπο, στην πράξη η προοδευτικότητά της υπονομεύεται από το γεγονός ότι δεν υπάγονται σε αυτήν όλα τα εισοδήματα, επειδή είτε αυτά δεν δηλώνονται στις φορολογικές αρχές είτε ο ίδιος ο νόμος προβλέπει τη φορολόγησή τους σε ξεχωριστή κλίμακα (π.χ. τα ενοίκια) ή με ενιαίο αυτοτελή συντελεστή (π.χ. τα μερίσματα).
Αν μπορούσε να αντιμετωπιστεί η φοροδιαφυγή, το περιθώριο βελτίωσης του επιπέδου φορολογικής συμμόρφωσης στη χώρα μας είναι μεγάλο.
Ωστόσο, η επέκταση των ηλεκτρονικών πληρωμών και ο ψηφιακός μετασχηματισμός των φορολογικών ελέγχων δημιουργούν ένα εχθρικό περιβάλλον για το μέλλον της φοροδιαφυγής. Στον αντίποδα, ένας μικρός αριθμός φορολογουμένων πολύ υψηλού εισοδήματος, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα μπορεί να εκμεταλλευτεί προς όφελός του τις δυνατότητες που θα του δίνει η τεχνολογία.