Έρχουνταν κι ανταμούντανε και κρούγνε μουστουνίας
Αυτόν το στίχο διαβάζουμε στο ποίημα «Ο αιχμάλωτον» (την ποντιακή παραλλαγή του ακριτικού τραγουδιού «Οι γιοι του Ανδρόνικου»), και ανατρέχοντας στο Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου, του Άνθιμου Παπαδόπουλου, βρίσκουμε τα εξής:
Η λέξη μούστα, με ρίζες στην τουρκική γλώσσα, είναι «ο γρόνθος, η πυγμή», άρα α) η γροθιά (κρούω μούστας = καταφέρω γροθιές), β) ποσότητα που χωράει στη χούφτα (έναν μούσταν ζουμάριν).
Για τη γροθιά μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε και τις λέξεις μουστέα, μουστίν (κρούω μουστία) και μουστουνέα (ή μουστουνία), ενώ το ρήμα γρονθοκοπώ είναι μουστουνιάζω.