Κορ’τζόπον είδεν όρωμαν με παλληκάρ’ κοιμάται
[Κορίτσι είδε όνειρο πως κοιμάται με παλικάρι]
κι όνταν σ’κούται αποπουρνού, κοιμάται μαναχέσσα,
[κι όταν το πρωί σηκώνεται βλέπει πως κοιμάται μόνη,]
σ’κούται ταβίζ’ τα στρώματα, ταβίζ’ τα μαξιλάρα,
[σηκώνεται και μαλώνει τα στρώματα, μαλώνει τα μαξιλάρια,]
ντ’ εποίκατε τον έταιρον, το νον το παλληκάριν;
[τι κάνατε τον φίλο μου, το νέο παλικάρι;]
~
Το ρήμα ταβίζω, σύμφωνα με τον Άνθιμο Παπαδόπουλο και το Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου, προέρχεται από τη λέξη ταβά (θηλ., από το τουρκ. dava), ή ταβγά ή ταβές (αρσ.), που σημαίνει δίκη πολιτικού δικαστηρίου.
Ταβίζω, συνεπώς, σημαίνει επιπλήττω, μαλώνω (εξού και το τραγούδι που παραθέσαμε), αλλά και ερίζω, φιλονικώ: Πολλά καιρόν ταβιγμέν’ έμ’νες, άμα ατώρα επαρουσέψαμε (πολύ καιρό μείναμε μαλωμένοι, αλλά τώρα συμφιλιωθήκαμε).