Μου έκανε εντύπωση το άρθρο της Εστίας την προηγούμενη εβδομάδα, το οποίο μιλούσε για μυστικές επαφές Αθήνας-Άγκυρας και συνεκμετάλλευση στο Αιγαίο.
Το άρθρο έτυχε δυσμενούς υποδοχής από τους οπαδούς της κυβέρνησης και το απέδωσαν σε αντιπολιτευτικό μένος του συντάκτη του και μιας δεξιάς οπτικής στο κυβερνών κόμμα που αντιμετωπίζει κριτικά τον κ. Μητσοτάκη.
Είναι πράγματι έτσι;
Υπάρχει σωρεία ενδείξεων που τείνουν να ενισχύσουν τον ισχυρισμό του άρθρου. Το γεγονός ότι ο Κώστας Καραμανλής διαρρέει ότι δεν θα είναι υποψήφιος στις επόμενες εκλογές, αλλά και η προετοιμασία διαφόρων προσωπικοτήτων να διαφοροποιηθούν από τις κυοφορούμενες εξελίξεις δείχνουν πως μετά τις κάλπες θα υπάρξει κάποια δυναμική κινητικότητα στα ελληνοτουρκικά. Έφθασε η ώρα; Ωρίμασαν οι συνθήκες;
Κινητικότητα στα ελληνοτουρκικά έχουμε από την εποχή της δικτατορίας του 1967. Στο διαδίκτυο είναι αναρτημένη αφήγηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη (του πατρός) στον Αλέξη Παπαχελά στην οποία αναφέρεται στην προσπάθειά του να φύγει στο εξωτερικό επί δικτατορίας μέσω Τουρκίας. Καθώς διέμενε στο Hilton της Κωνσταντινούπολης αναμένοντας την επομένη να αναχωρήσει σε ευρωπαϊκή χώρα, δέχθηκε τηλεφώνημα από τον τότε υπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας Ιχσάν Σαμπρί Τσαγλαγιαγκίλ να ανέβει στο roof garden του ξενοδοχείου, να πάρουν ένα ουίσκι και να συζητήσουν.
Έχει ενδιαφέρον να παραθέσω τη συνέχεια, για να δείτε πόσο ευέλικτη είναι η τουρκική διπλωματία και πόσο εύκολα μπορεί να κάνει το άσπρο μαύρο. Ο Τσαγλαγιαγκίλ είπε στoν Μητσοτάκη πως θα μπορούσαν να συνομιλήσουν με τη δικτατορία και να πετύχουν περισσότερα σε σχέση με τις συνομιλίες με εκλεγμένη κυβέρνηση, αλλά θέλουν συμφωνία με κυβέρνηση που εκφράζει τον ελληνικό λαό. (Λίγο νωρίτερα στην Κεσσάνη πέτυχαν την απόσυρση της Μεραρχίας από την Κύπρο με συνομιλίες που είχαν με τον δικτάτορα Παπαδόπουλο.)
Μ’ αυτά και μ’ αυτά ο Μητσοτάκης είπε πως θα μπορούσαν ως προς την υφαλοκρηπίδα να πάρει η Ελλάδα το μεγαλύτερο μέρος και ένα μέρος να πάρει η Τουρκία.
Το θέμα δεν είναι ότι γίνονται συζητήσεις και υπάρχει δίαυλος επικοινωνίας ανάμεσα σε Αθήνα και Άγκυρα. Καλώς υπάρχει. Το θέμα είναι ότι ελληνοτουρκικές συζητήσεις γίνονται από τότε και από κάποια στιγμή και έπειτα –νομίζω μετά τα Ίμια– επισημοποιήθηκαν με τις γνωστές διερευνητικές επαφές.
Σ’ αυτές τις επαφές δεν γνωρίζουμε τι συζητείται. Αλλά οι διαρροές είναι ανησυχητικές.
Στην εξέλιξη αυτών των διμερών επαφών υπήρξαν και κάποιες τομές. Όπως το ανακοινωθέν της Μαδρίτης με το οποίο η Αθήνα αναγνώρισε ζωτικά συμφέροντα της Τουρκίας στο Αιγαίο – και η κυβέρνηση Σημίτη έβαλε φαρδιά πλατιά την υπογραφή της.
Ακόμη και οι Τούρκοι απορούν πώς από τη μια η Ελλάδα αποδέχεται τέτοιες συμφωνίες και από την άλλη τις αναιρεί επί του πρακτέου. Και ορισμένοι από την ελληνική πλευρά υποστηρίζουν πως η έννοια του ζωτικού συμφέροντος δεν υπάρχει κατοχυρωμένη στο διεθνές δίκαιο. Τι είναι το ζωτικό συμφέρον, αναρωτιούνται.
Για πολλά χρόνια το αθηναϊκό σύστημα ταλανίζει την ελληνική κοινή γνώμη με την εμμονή του στο Διεθνές Δίκαιο με βάση το οποίο πρέπει να επιλύονται οι διαφορές. Αλλά στη διεθνή σκηνή δεν υπάρχει μόνο το Διεθνές Δίκαιο. Υπάρχει και το ζωτικό συμφέρον ή το στρατηγικό συμφέρον. Αφορά κυρίως χώρες που έχουν τέτοια συμφέροντα και μπορούν να τα υποστηρίξουν. Η Ελλάδα δεν φαίνεται να έχει, και κυρίως δεν μπορεί να τα υποστηρίξει. Εδώ αδυνατεί να υποστηρίξει αποτελεσματικά τα κυριαρχικά δικαιώματα, ή ακόμη και την επέκταση των χωρικών της υδάτων, δικαίωμα που της δίνει το Δίκαιο της Θάλασσας. Θα διακηρύξει στρατηγικά συμφέροντα;
Στρατηγικό συμφέρον της Ελλάδας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η Μεγάλη Ιδέα. Αλλά μετά την ανεπιτυχή εκστρατεία όλοι οι πολιτικοί, ακόμη και σήμερα, ξορκίζουν τη σύλληψή της.
Με την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χώρα, ορθώς επιλέγει το Διεθνές Δίκαιο. Αλλά δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι το παγκόσμιο παιχνίδι ισχύος δεν διαδραματίζεται όπως το θέλει η Αθήνα.
Σε πρόσφατο άρθρο του στο War on the Rocks, ο Ράιαν Γινγέρας, καθηγητής στο Τμήμα Υποθέσεων Εθνικής Ασφάλειας στη Ναυτική Μεταπτυχιακή Σχολή των ΗΠΑ και ειδικός στην ιστορία της Τουρκίας, των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής αφού αναφέρεται ιστορικά στον διαμεσολαβητικό ρόλο των ΗΠΑ στη διαμάχη μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ως τις μέρες μας, θέτει το ερώτημα τι θα κάνουν σήμερα οι ΗΠΑ αν κληθούν να αποφασίσουν μεταξύ των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας και των στρατηγικών συμφερόντων της Τουρκίας.
Η συμπεριφορά της Τουρκίας μπορεί να ερμηνευθεί μόνο στη βάση αυτής της διατύπωσης. Η ηγεσία της δεν αναλώνεται σε αναφορές στο Διεθνές Δίκαιο, αν και όταν χρειάζεται προσπαθεί να διατυπώσει τη δική της άποψη (Διεθνές Δίκαιο αλά τούρκα), με υπόβαθρο πάντα τα στρατηγικά της συμφέροντα. Και όταν επικαλείται το μήκος των ακτογραμμών της και την παρουσία των ελληνικών νησιών μπροστά τους, ουσιαστικά θέλει να πει ότι δεν μπορεί κανείς να περιορίσει τα στρατηγικά της συμφέροντα. Το Δίκαιο για την Τουρκία έπεται των συμφερόντων.
Ο Αμερικανός καθηγητής που προαναφέρθηκε θέτει στο άρθρο του ορισμένα ζωτικής σημασίας ζητήματα, αφού προηγουμένως αναφέρεται στη βελτίωση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων και στην επιδείνωση των σχέσεων Ουάσινγκτον-Άγκυρας.
Τι θα κάνουν οι ΗΠΑ αν η Τουρκία ωθήσει τα πράγματα σε πολεμικό αδιέξοδο;
Η πρώτη επιλογή που αναφέρει είναι να πιέσουν την Ελλάδα να κάνει παραχωρήσεις. Στην αμερικανική αντίληψη η πίεση αυτή δεν βρίσκεται μακράν της διεθνούς πρακτικής. Ούτε και οι Αμερικανοί ομνύουν τόσο πολύ στο Διεθνές Δίκαιο. Ως υπερδύναμη γέρνουν περισσότερο στο συμφέρον απ’ ό,τι στο δίκαιο.
Η περίπτωση της Θάλασσας της Νότιας Κίνας, στην οποία η Κίνα συμπεριφέρεται όπως η Τουρκία στην καθ’ ημάς, είναι χαρακτηριστική. Στην μεν πρώτη περίπτωση η Ουάσινγκτον αντιδρά και απειλεί, στη δεύτερη, τη δική μας, αρκείται σε εξισορροπητικές παραινέσεις. Και σε εκκλήσεις στην Τουρκία να ακολουθήσει το δρόμο του διαλόγου, ως ΝΑΤΟϊκός σύμμαχος!
Στη δεύτερη περίπτωση οι ΗΠΑ δεν έχουν άλλη επιλογή από το να ενεργήσουν ως de facto εγγυητής της εδαφικής κυριαρχίας της Ελλάδας. Και εδώ ο Ράιαν Γινγέρας αναπτύσσει ένα ενδιαφέρον σκεπτικό το οποίο αξίζει να προσέξουν οι διαμορφωτές της εξωτερικής πολιτικής και άμυνας.
«Η υιοθέτηση αυτού του ρόλου», γράφει ο Αμερικανός καθηγητής, «ακόμη κι αν αποτρέπει την Άγκυρα βραχυπρόθεσμα, θέτει τους Αμερικανούς πολιτικούς στην αντιφατική θέση να πρέπει να σχεδιάσουν μια πιθανή στρατιωτική σύγκρουση με ένα συμμαχικό κράτος. Η απλή υπόδειξη ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες αναμένουν μια σύγκρουση με τον τουρκικό στρατό αναμφίβολα θα εγείρει ερωτήματα σχετικά με την ακεραιότητα της συμμαχίας του ΝΑΤΟ – πόσο μάλλον για το μέλλον της Τουρκίας ως εταίρου των ΗΠΑ.
»Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες υποχρεωθούν να υπερασπιστούν την Ελλάδα, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στην Ουάσινγκτον μπορεί να αναγκαστούν να κάνουν κάτι ακόμη πιο βαθύ: Να φανταστούν ξανά την Τουρκία ως άμεσο ανταγωνιστή ή αντίπαλο.
»[…] Ο σχεδιασμός ασφαλείας των ΗΠΑ, καθώς και η αμυντική στρατηγική του ΝΑΤΟ στο σύνολό της, εξαρτάται από την υποστήριξη της Τουρκίας ως συμμάχου τόσο στην Ευρώπη όσο και στη Μέση Ανατολή. Επομένως, η επανασύλληψη της Τουρκίας με ανταγωνιστικούς όρους θα είχε ως αποτέλεσμα μια ευρύτερη γεωστρατηγική επαναξιολόγηση για τους Αμερικανούς σχεδιαστές.
»Όπως μια επιθετική Ρωσία, μια πολεμική Τουρκία δυνητικά θέτει σε κίνδυνο την ελεύθερη ροή της κυκλοφορίας μέσω της Μαύρης Θάλασσας και της Μεσογείου.
»Η αντιμετώπιση αυτής της πιθανής απειλής θα οδηγούσε σε νέες αμυντικές δεσμεύσεις, όπως η επέκταση των δεσμών ασφαλείας με την Ελλάδα, την Κύπρο και την Αίγυπτο. Ενώ λίγοι στις Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να επιθυμούν να δουν αυτές τις αλλαγές να πραγματοποιούνται, οι περιστάσεις μπορεί να απαιτήσουν από την Ουάσινγκτον να αναγνωρίσει τις τουρκικές εχθροπραξίες ως αποσταθεροποιητική δύναμη στον κόσμο».
Εν κατακλείδι, επειδή το «παιχνίδι» ακόμη διαμορφώνεται, καλό είναι να μην βάζουμε το χέρι στο Ευαγγέλιο υποστηρίζοντας ως βεβαία την άποψη που μας ευχαριστεί και μας ευνοεί περισσότερο. Πόσο μάλλον τη στιγμή που το αμερικανικό 19FortyFive θεωρεί τη διαμάχη Ελλάδας-Τουρκίας ως μια από τις πέντε διαμάχες που μπορούν να εξελιχθούν σε Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο.