Ο Θοδωρής Κοντάρας, γνωστός για τη συστηματική καταγραφή της λαογραφίας και της ιστορίας του ελληνισμού της Μικρασίας, γράφει για το πανάρχαιο έθιμο της βασιλόπιτας:
Το έθιμο παρασκευής της βασιλόπιτας, για το οποίο πολλά μυθώδη κι ανυπόστατα διαδίδονται και αναμασώνται διαρκώς τα τελευταία χρόνια (τάχα περί φορολογίας Ιουλιανού, επέμβασης του Αγ. Βασιλείου με το τέχνασμα της πίτας κλπ.), είναι πανάρχαιο και προχριστιανικό. Θυμίζει κάπως τις προσφορές προς τους νεκρούς, αλλά έχει κύριο σκοπό την καλοτυχία και την επιθυμία για πλουτισμό μέσα στο χρόνο.
Έτσι, σε πολλά αγροτικά χωριά (Μελί, Λυθρί, καραμπουρνιώτικα χωριά κ.ά), σύμφωνα με την αρχαία ελληνική αγροτική παράδοση, η βασιλόπιτα φτιαχνόταν ή σαν ψωμί (βασιλόψωμο), ή σαν πίτα-φαΐ (χορτοτυρόπιτα ή κρεατόπιτα), που περιέχει πάντα το πολυπόθητο νόμισμα για τον καλότυχο της χρονιάς, αλλά είναι και θρεπτική.
Η βασιλόπιτα ετοιμάζεται με πλούσια χάρτζα (υλικά) κι αλλού γίνεται σαν γλυκό, ενώ αλλού σαν ψωμί. Τη στόλιζαν με σφραγίδες δικέφαλων αϊτών ή σταυρών, με ξηρούς καρπούς (μύγδαλα ξέξασπρα και καρύδια ατόφια), την κούκκιζαν με σουσάμι ή ζάχαρη, της κάρφωναν καρεφούλια (ινδικά γαρίφαλα) κι έβαζαν απαραιτήτως μέσα χρυσό ή ασημένιο νόμισμα: μετζίτι (τούρκικο αργυρό νόμισμα), λουίζι ή ντούμπλα (γαλλικά κι αυστριακά νομίσματα), τουρνέσι ή δεκάτο (μεσαιωνικά ιταλογαλλικά νομίσματα), ακόμη και λίρα τούρκικια χρουσή ή φλουρί βυζαντινό κωσταντινάτο, που ήταν πολύ μεγάλης αξίας και το είχαν σαν οικογενειακό κειμήλιο.
Η γλυκιά πίτα είναι νεότερη αστική συνήθεια (της Πόλης, της Σμύρνης, της Αθήνας), που επικράτησε σήμερα σχεδόν παντού. Από επίδραση κωσταντινουπολίτικη, σε μερικά μέρη έφτιαχναν την πίτα-τσουρέκι, αλλά η γνήσια σμυρναίικια βασιλιόπιτα (ή βασιγιόπιτα στο σμυρναίικο ιδίωμα) είναι σκληρή σαν μπισκότο και φτιάχνεται όπως ακριβώς τα αϊτουδάκια ή βασιλοπιτάκια.
Η τελετή του κοψίματος της πίτας είναι μια σπουδαία συμβολική πράξη για τον νέο χρόνο.
Συνήθως η βασιλόπιτα κόβεται ανήμερα, πριν ή μετά το φαγητό, απ’ τον αρχηγό της οικογένειας, τον κιούρη του σπιτιού. Στην Αγιά-Παρασκευή όμως την έκοβαν μετά τα μεσάνυχτα της Καλής Βραδιάς, τόμου (μόλις) ήμπαινε ο χρόνος.
Τη σταύρωναν τρεις φορές με το μαχαίρι ή με σταυρό καμωμένο από κλαδάκια ελιάς. Τα κομμάτια κόβονται εξίσου, λέγονται μοίρες ή μερτικά και είναι, κατά σειρά, του Χριστού, του Άη-Βασίλη και του ξένου ή του φτωχού, του σπιτιού, των μελών της οικογένειας κατά ηλικία, των ζώων και των κτημάτων ακόμη, επειδή πρόκειται κυρίως για αγροτικούς πληθυσμούς που ζουν από την παραγωγή της γης.
Όποιος έβρισκε το νόμισμα θεωρούνταν ο γουρλής της χρονιάς και το φυλούσε στο ‘κονοστάσι, στο κεμέρι ή στον πορτομονέ του (πορτοφόλι). Φυσικά, όπως σε όλο τον ελληνικό κόσμο, η μοίρα είναι αυστηρά προσωπική και κανείς δεν αφιέρωνε ούτε πρόσφερε το κομμάτι του σε άλλον, όπως με απερίσκεπτο τρόπο κάνουν πρόσφατα διάφοροι όψιμοι θιασώτες της παράδοσης σε δήμους, σωματεία κλπ.
Στο Μελί η βασιλόπιτα είναι ψωμί στολισμένο με μύγδαλα και καρύδια, καθώς και με πολλά ανάγλυφα σκέδια καμωμένα με μιαν άπιαστη διαλυστήρα (καινούργια χτένα). Μέσα βάζουν το χρυσό τουρνέσι, ένα παμπάλαιο πατροπαράδοτο φλουρί. Ο κύρης του σπιτιού κόβει την πίτα με μαχαίρι, πάνω στο οποίο έχει δέσει με κόκκινη κλωστή σταυρό από κλωνάρια ελιάς, λέγοντας «Άγιε μου Βασίλη και Πρωτοβασίλη, στου καλόμοιρου την τύχη να βρεθεί και το τουρνέσι!» Οι Καραμπουρνιώτες τσομπάνηδες έκοβαν δυο πίτες, μια την ημέρα τ’ Αϊ-Βασιλειού στο σπίτι τους και μια την ημέρα τω Φωτώ στο μαντρί.
Η αλατσατιανή κι η τσεσμελίδικη βασιλόπιτα ζυμώνεται βασικά με αλεύρι, λάδι, ζάχαρη και κανέλα, και σφραγίζεται κι αυτή με δικέφαλο αετό, κατά την παλαιότατη βυζαντινή συνήθεια.
Στα Βουρλά και στο Σιβρισάρι η βασιλόπιτα είναι σμυρναίικια, σφραγισμένη σταυρωτά με αϊτούς που φέρουν καρεφούλια στα μάτια. Με ξέξασπρα μύγδαλα αναγράφεται το νέο έτος. Μέσα μπαίνει φλουρί αληθινό, μαλαματένιο ή ασημένιο, όχι ψευτόλιρα ή κάλπικος παράς, όπως σήμερα. Ο νοικοκύρης, μετά το σπάσιμο του ρουδιού, κόβει την πίτα, λέγοντας πρώτα «έλα, Χριστέ και Παναγιά!». Μετά τη μοιρασιά εύχεται «χρόνια πολλά, μπερεκέτια και καλά μαξούλια!». Τα κορίτσα του Βουρλά έβαζαν ένα κομματάκι της βασιλόπιτας στο προσκέφαλό τους, να δουν ποιόνανε θε’ να πάρουν. Οι Βουρλιώτες έκαναν πολύ μεγάλη πίτα και φυλούσαν τη μισή να την κόψουν τα Φώτα.