Του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού «Κοντάκιο της Χριστού Γεννήσεως», με ακροστιχίδα «του ταπεινού Ρωμανού ύμνος». Διαβάστε το Μέρος Α’ και το Μέρος Β’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ιγ’. Κι αφού έτσι τους μίλησε η ολόλαμπρη Κυρά μας,
οι λύχνοι της Ανατολής, οι Μάγοι οι φωστήρες, αυτά της απαντήσανε:
«Θέλεις να μάθεις, το λοιπόν, πόθεν κρατά η σκούφια μας και από που κινήσαμε, για να ’ρθουμε εδώ σ’ εσάς σε τούτον δω τον τόπο;
»Έχεις ακούσει να μιλούν για των Χαλδαίων τα μέρη, κει που κανένας δεν θα πει, κει που κανείς δεν λέει πως ένας είν’ ο Κύριος, Θεός θεών υπάρχει;
»Για Βαβυλώνα άκουσες; Εκεί κανείς δεν ξέρει
»ποιος είν’ στ’ αλήθεια ο Ποιητής όλων όσων λατρεύουν.
»Από τα μέρη αυτά, λοιπόν, εμείς ξεσηκωθήκαμε σαν ήρθε να μας πάρει
»μακριά απ’ την τελετουργική φωτιά της περσικής θρησκείας, σπίθα ουράνια που έστειλε ο Γιος Σου για να δούμε.
»Πίσω αφήσαμ’ τη φωτιά που όλα τα κατατρώγει, να δούμε ουράνια φωτιά που όλα τ’ ανακουφίζει· δεν καίει, δροσίζει κι ευλογεί· νά! λάμπει εδώ μπροστά μας
»ο Προαιώνιος Θεός νιογέννητο μωράκι.
ιδ’. »Στύψε τη ματαιότητα και πάρε το ζουμί της, και πιες το σκέτο για να δεις τι είν’ στ’ αλήθεια ο κόσμος.
»Μα ποιος στ’ αλήθεια απ’ τους θνητούς υπάρχει ανάμεσά μας, αυτό το πράγμα να το δει, μέσα του να το βάλει;
»Ή με τους επιτήδειους θα ’σαι σ’ αυτόν τον κόσμο κι όλο θα καταγίνεσαι τον κόσμο να πλανεύεις, ή θα ’σαι από τα θύματα, θα ζεις μέσα στις πλάνες.
»Γι’ αυτό, Κόρη Παρθένε, σ’ το λέμε τώρα καθαρά μέσ’ από την καρδιά μας: χάρη στον γιο που γέννησες τώρα θα λυτρωθούμε,
»όχι απ’ την πλάνη μοναχά· κι από τις θλίψεις της ζωής τώρα θε να σωθούμε.
»Πόνους έχει ο άνθρωπος όπου στη γης κι αν είναι, τα ίδια όπου περάσαμε κι είδαμε τόσες χώρες…
»Έθνη τελείως άγνωστα και γλώσσες που τους ήχους της άλλος δεν έχει ακούσει.
»Τόσα είδαν τα μάτια μας, σε τούτην την πορεία καθώς τη γη διασχίζαμε και ψάχναμε τριγύρω,
»μπροστά το άστρο, πίσω εμείς, ζητώντας παθιασμένα να βρούμε πού γεννήθηκε
»ο Προαιώνιος Θεός νιογέννητο μωράκι.
ιε’. »Και μέχρι τώρα αυτό είχαμε, τ’ ουράνιο λυχνάρι,
»και ψάχναμε γυρίζοντας της Ιερουσαλήμ τα μέρη – όλον τον τόπο φάγαμε.
»Κατάλληλα εκπληρώσαμε μιας προφητείας τα λόγια.
»Κάπου σαν να ακούσαμε σε κάποια προφητεία ότι ο Θεός προειδοποιεί πως θα εξερευνήσει την Ιερουσαλήμ ολάκερη – την πόλη, λέει, ψάχνοντας φύλλο-φτερό θα κάνει.
»Έτσι κι εμείς γυρίζαμε, φώτιζε το λυχνάρι κι εμείς καλοκοιτάζαμε
»να βρούμε την παμμέγιστη ανόρθωση τ’ ανθρώπου.
»Μα τίποτα δεν βρήκαμε· σηκώθηκε και έφυγε
»η κιβωτός της πόλης, μαζί με όλα τα καλά που έφερνε μαζί της.
»Πάν’ τα παλιά… περάσανε και πίσω δεν γυρνάνε! Όλα τα ανανέωσε, τα καινουργιεύει όλα ο Θεός που ’ρθε στον κόσμο μας,
»ο Προαιώνιος Θεός νιογέννητο μωράκι».
ιϛ’. «Μάλιστα», η Μαρία απάντησε στους τρεις πιστούς τους Μάγους,
«αλήθεια μας το λέτε, πως όλη την Ιερουσαλήμ γυρίσατε οι τρεις σας,
»κι άφοβα περπατούσατε μέσα σ’ αυτήν την πόλη; Μα όλοι το έχουν μάθει πια: σκοτώνει τους προφήτες!
»Και πώς έτσι ανενόχλητοι γυρίζατε στους δρόμους της πόλης π’ όλους τους φθονεί και συμφορές τους φέρνει;
»Αμ’ τ’ άλλο το περίεργο; Εκείνου του Ηρώδη πώς του ξεφύγατε εσείς και μυρωδιά δεν πήρε;
»Αυτός και π’ αναπνέει, το άδικο εργάζεται. Δώσε του με την εισπνοή έναν ωραίο, ηθικό και ιερό κανόνα, και θα σου βγάλει εκπνοή με σκοτωμούς και φόνους».
Κι αυτοί έτσι Της μιλήσανε κι αυτά είναι που της είπαν: «Παρθένε κόρη,
»άκουσε: δεν είν’ πως δεν μας βρήκε· είν’ που τον ξεγελάσαμε, σ’ αυτά που μας ρωτούσε.
»Και πώς δεν θα μας έβρισκε; Αφού παντού γυρίζαμε, ρωτούσαμε τους πάντες μήπως »γνωρίζουνε το πού, τον τόπο μήπως ξέραν, όπου ήρθε και γεννήθηκε
»ο Προαιώνιος Θεός νιογέννητο μωράκι».
ιζ’. Κι όταν τα άκουσε αυτά η Κυρία Θεοτόκος,
αυτά τους αντιγύρισε και τους ρωτά και λέει: «Τι ακριβώς σας ρώτησε
»ο βασιλιάς ο Ηρώδης, και τι σας ρώτησαν μετά κι εκείνοι οι Φαρισαίοι;»
«Όπως καλά το είπες, ο Ηρώδης πρώτα άρχισε κι ύστερα οι άλλοι, τους έθνους Σου οι πρόκριτοι ανάκριση να κάνουν.
»Τον χρόνο π’ εμφανίστηκε στον ουρανό
»τ’ αστέρι θέλαν να εξακριβώσουνε, σε τούτο επιμείναν.
»Κι αφού πήραν απάντηση, ανίδεοι κι ανεπίδεκτοι μαθήσεως όπως είναι,
»δεν θέλησαν βαθύτερα να ψάξουν για να δούνε, τι ακριβώς σημαίνει αυτή η γνώση που γυρέψαν.
»Γιατί σε όσους Τον ποθούν και μ’ ενδιαφέρον ψάχνουν, ο Θεός τους φανερώνεται – το ’χει καλό συνήθειο. Όσοι θέλουν Τον βλέπουνε:
»ο Προαιώνιος Θεός νιογέννητο μωράκι.
ιη’. »Και έτσι οι ανόητοι, χαζούς μάς θεωρούσαν
»καθώς κι αυτό μας ρώτησαν: “Πότε κι από πού ήρθατε;
»”Και πώς άγνωστους δρόμους διασχίσατε και ήρθατε;”
»Σε τούτην την ερώτηση, μ’ ερώτηση απαντήσαμε· και τούτο τους ζητήσαμε να πουν, αφού το ξέρουν:
»“Εσείς παλιά πώς πήρατε δρόμους να πορευτείτε,
»”μέσα από τόση έρημο και φτάσατε δω πέρα;
»”Ποιος ήταν που οδήγησε κείνους κει που ήρθαν κάποτε από την Αίγυπτο;
»”Αυτός λοιπόν ο ίδιος, και των Χαλδαίων τα τέκνα, τα οδήγησε και τα ’φερε κοντά Του για να ’ρθούνε.
»”Παλιά με στήλη φωτεινή, τώρα με ένα αστέρι τον τόπο μας φανέρωσε που εκεί μας περιμένει
»”ο Προαιώνιος Θεός νιογέννητο μωράκι.