Αν κάποιος ήθελε να σε ζωγραφίσει, Παρθένε,
θα χρειαζόταν το φως των άστρων και όχι των χρωμάτων,
ώστε, σαν Πύλη του Φωτός, να σε ζωγράφιζε με φως.
Όμως τα ουράνια σώματα δεν υπακούουν στα λόγια των θνητών
με όσα μας εκχώρησαν οι νόμοι της ζωγραφικής κι η φύση
μ’ αυτά ο άνθρωπος θα σε ιστορήσει και θα σε ζωγραφίσει.
Κωνσταντίνος ο Ρόδιος, «Ποίημα στην εικόνα της Θεοτόκου»
(από την Παλατινή Ανθολογία XV, 17. Πηγή μετάφρασης: Π. Αγαπητός [επιμ.],
Εικών και λόγος. Έξι βυζαντινές περιγραφές έργων τέχνης, εκδ. Άγρα, Αθήνα 2006, σ. 79).
~
Η Παλατινή Ανθολογία, άλλως Ανθολογία Ελληνική, είναι η συλλογή έργων Ελλήνων ποιητών από τον 5ο π.Χ. έως και τον 10ο μ.Χ. αιώνα, εποχή που καταρτίστηκε από τον Κωνσταντίνο τον Ρόδιο, βασισμένη πάνω στην ανθολογία του δασκάλου του Κωνσταντίνου Κεφαλά.
Το μοναδικό αντίτυπο που σώζεται, βρίσκεται στη βιβλιοθήκη της Χαϊδελβέργης, στη νότια Γερμανία,1 γεγονός που υποδεικνύει πως το έργο δεν ήταν ευρέως διαδεδομένο και δεν γνώριζε ιδιαίτερη αναγνώριση. Αποτελείται από 15 βιβλία. Τριακόσια χρόνια αργότερα, ο λόγιος μοναχός Μάξιμος Πλανούδης συμπλήρωσε άλλα 390 επιγράμματα στα ήδη 3.700 που είχε συλλέξει ο Κωνσταντίνος ο Ρόδιος.
Βυζαντινή αναγέννηση
Την περίοδο που ο Κωνσταντίνος Ρόδιος «ανασυγκροτούσε», δηλαδή συνέλεγε υλικό και εμπλούτιζε την Παλατινή Ανθολογία, η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία με κέντρο την πρωτεύουσά της, την Κωνσταντινούπολη, ανασυγκροτούνταν και η ίδια. Το κράτος είχε ανακάμψει από μια σκοτεινή πνευματικά περίοδο, αυτή της Εικονομαχίας, όπου χιλιάδες ζωγραφικές απεικονίσεις άρτιας τεχνικής είχαν καταστραφεί.
Κατά τα έτη 726-843 ο εμφύλιος μαινόταν ανάμεσα στους Βυζαντινούς. Η Εικονομαχία ωστόσο δεν ήταν μόνο μια θρησκευτική διαμάχη, αλλά είχε εξελιχθεί σε πολιτικοκοινωνική έριδα. Δίχασε τους πολίτες σε εικονόφιλους ή εικονολάτρες (είναι προβληματικός χαρακτηρισμός γιατί η μόνη λατρεία που πρέπει να αποδίδουμε είναι στον Τριαδικό Θεό), και εικονομάχους ή εικονοκλάστες. Η βυζαντινή κοινωνία είχε αναμφίβολα ταλαιπωρηθεί από τη διαμάχη μεταξύ των δύο στρατοπέδων.
Με το θρίαμβο της εικονοφιλίας, το 843, δίνεται νέα ώθηση στα γράμματα και τις τέχνες, τα δύο συνεκτικά στοιχεία του πολιτισμού.
Η άνθηση των φιλολογικών σπουδών είχε σχέση κυρίως με την εδραίωση της Ορθοδοξίας, το πέρασμα από τη μεγαλογράμματη στη μικρογράμματη γραφή, και τέλος την επικράτηση της εικονοφιλίας έναντι της εικονομαχίας, δηλαδή την επικράτηση του ελληνικού εικονικού στοιχείου έναντι του ανατολικού ανεικονικού.
Η εκατονταετής διαμάχη με τους εικονοκλάστες επέβαλε στην Ορθόδοξη Εκκλησία την ανάγκη να εμβαθύνει στα στοιχεία του δόγματός της όσον αφορά τις εικόνες. Η επικράτηση της εικονοφιλίας σφραγίστηκε με την Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο το 787 στη Νίκαια της Βιθυνίας, και ξανασφραγίστηκε από την «Εν Αγία Σοφία» Σύνοδο το 879, υπό την αυτοκρατορία του Βασιλείου Α΄ του Μακεδόνα και την πατριαρχία του Φωτίου. Το αποτέλεσμα των συνόδων αυτών και ο θρίαμβος της εικονοφιλίας είχε βάση το γεγονός της Θείας ενανθρωπίσεως. Σύμφωνα με τον Ευδοκίμωφ, στην Παλαιά Διαθήκη το ακουόμενο κυριαρχεί πάνω στο ορώμενο (σε αντίθεση με την αρχαία ελληνική διδασκαλία).
Στους μεσοβυζαντινούς χρόνους το «άκουε Ισραήλ» μετατράπηκε σε «επάρατε τους οφθαλμούς και θεάσασθε».
Όσο ο Θεός αποκαλυπτόταν με τον Λόγο (Παλαιά Διαθήκη) θα ήταν ιεροσυλία να απεικονιστεί, όμως ο Λόγος (το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, δηλαδή ο Ιησούς Χριστός) ενανθρωπίστηκε, προσέλαβε την ανθρώπινη μορφή παρακινούμενος από την αγάπη Του για το δημιούργημά Του με σκοπό τη σωτηρία του. Η Θεία απεικόνιση είχε πλέον την ευλογία της επίσημης Εκκλησίας, και μνημειώδη έργα βυζαντινής ζωγραφικής και ψηφιδογραφίας μας παραδόθηκαν ως κληροδότημα και αποτελούν μαζί με τα έργα της γραμματείας έναν απαράμιλλο πολιτιστικό θησαυρό στην ιστορία του ελληνικού αλλά και ολόκληρου του ανθρώπινου γένους.
Η ωραιότητα των εικόνων της βυζαντινής τέχνης
Στο ποίημα του Κωνσταντίνου Ρόδιου προς την εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου αποτυπώνεται ο σεβασμός και η ειλικρινής αγάπη που έτρεφαν οι Βυζαντινοί –και ιδίως οι Κωνσταντινουπολίτες– προς το πρόσωπο της Μητέρας του Θεού. Η Παναγία γι’ αυτούς ήταν η Υπέρμαχος Στρατηγός, η Πολιούχος και η προστάτιδά τους εναντίον των εξ Ανατολών αλλά και των εκ Δυσμών κινδύνων!
Πολλές φορές η πόλη τους σώθηκε κατόπιν θαυματουργικής επεμβάσεώς Της μετά από παρακλήσεις τους.
Ο ποιητής ομολογεί πως εάν κάποιος ζωγράφος ήθελε να ζωγραφίσει την Παναγία, το πιο ιερό ανθρώπινο πρόσωπο, θα έπρεπε να την ζωγραφίσει με το άυλο φως μιας φυσικής πηγής όπως αυτό των άστρων, και όχι με τα υλικά επίγεια χρώματα. Γιατί το πρόσωπο της Παναγίας είναι η Πύλη του Φωτός, είναι «η επουράνια σκάλα μέσω της οποίας κατέβηκε ο Θεός στη γη αλλά και η γέφυρα που περνάει τους ανθρώπους από τη γη στον ουρανό» (Χαίρε, κλίμαξ επουράνιε δι’ ης κατέβη ο Θεός. Χαίρε, γέφυρα μετάγουσα τους εκ γης προς ουρανόν [Χαιρετισμοί της Παναγίας]).
Το πνευματικό κάλλος είναι το βασικό αισθητικό ιδεώδες της βυζαντινής ζωγραφικής. Η τέχνη της βυζαντινής ζωγραφικής και ψηφιδογραφίας δεν είναι μία ακόμα «υψηλή τέχνη», αλλά είναι η «Τέχνη του Υψηλού, του Υπερκόσμιου». Σύμφωνα με τους κανόνες της, τα αισθητά γίνονται νοητά έτσι ώστε ο υλικός κόσμος να υποταχθεί στον πνευματικό. Οι κανόνες της προοπτικής καταστρατηγούνται για να εστιάσει ο θεατής στο ουσιώδες, που δεν είναι το σώμα και οι τέλειες αναλογίες σύμφωνα με τη λογική του ακαδημαϊσμού, αλλά η ψυχή σύμφωνα με τη Θεία υπέρβαση της λογικής.
Ο ποιητής στη συνέχεια κάνει την παραδοχή πως ο άνθρωπος δεν έχει τη δυνατότητα να θέσει υπό την εξουσία του τα ουράνια σώματα έτσι ώστε να τον υπακούσουν και να ζωγραφίσουν με το φως τους, όπως θα ταίριαζε στο ιερό πρόσωπο της Παναγίας, γι’ αυτό θα χρησιμοποιήσει όλα αυτά τα μέσα που έχει στη διάθεσή του για να αποτυπώσει τη μορφή της αγαπημένης Θεοτόκου, που μεσιτεύει για τη σωτηρία όλων όσων την τιμούν, στον Υιό Της.
Αλεξία Π. Ιωαννίδου
MSc Διοίκηση Πολιτισμικών Μονάδων