Ο Πόντιος λαογράφος Στάθης Ευσταθιάδης έχει χαρακτηριστεί από πολλούς «φάρος της ποντιακής λαογραφίας». Η αγάπη του για καθετί ποντιακό φάνηκε από πολύ μικρή ηλικία, όταν άρχισε να συλλέγει πληροφορίες για τον αγαπημένο του τόπο. Οι αφηγήσεις των γονιών του για τον ξεριζωμό του 1922, για τη ζωή γενικά των αλησμόνητων πατρίδων, τον ώθησαν στη μελέτη της ιστορίας και της λαογραφίας του ποντιακού ελληνισμού.
Με πολλά άρθρα σε περιοδικά και εφημερίδες, αλλά και με διαλέξεις, παρουσίαζε ποικίλες πτυχές από τη ζωή του ποντιακού ελληνισμού.
Το 1969 ίδρυσε το σωματείο «Φάρος Ποντίων», ενώ παράλληλα επιμελούνταν και παρουσίαζε στο ραδιόφωνο την εβδομαδιαία ποντιακή λαογραφική εκπομπή «Ποντιακοί αντίλαλοι», την οποία πολλοί ανακαλούν στη μνήμη τους με συγκίνηση, ακόμα και σήμερα. Στο πλάι του, τόσο στις εκπομπές όσο και στην έρευνα που διεξήγε για χρόνια, είχε πάντα την αδελφή του, Μαρία.
Το 1981 εξέδωσε τη μελέτη Τα τραγούδια του ποντιακού λαού – Πολύτιμο κεφάλαιο της λαογραφίας μας. Ο σπουδαίος Πόντιος εκδότης Τάσος Κυριακίδης έγραφε στον πρόλογο της πρώτης έκδοσης, μεταξύ άλλων: «Σαν εκδότης και ιδίως σαν άνθρωπος δοκιμάζω μια φοβερή ψυχική δόνηση με τούτη τη μελέτη. Ένας υπέροχος αγωνιστής του πνεύματος και της ζωής [σ.σ.: ο Στάθης Ευσταθιάδης] αποκαλύπτει το μεγαλείο της ποντιακής ψυχής –εκείνο που κρύβεται κάτω από τις νότες της μούσας της–, με τρόπο συγκλονιστικό. Είναι έρευνα επιστημονική, ιστορική, λαογραφική, ακόμη και ψυχολογική. Το λογοτεχνικό στοιχείο διαφαίνεται καθαρά στα κείμενα, κι ας μην επιδιώκεται τούτο από τον συγγραφέα».
Ως επίλογο στον τόμο αυτόν, τον γεμάτο παράδοση, ο Ευσταθιάδης επέλεξε να δημοσιεύσει τρία δικά του ποιήματα. Υπό τον γενικό τίτλο «Προσωπικές συγκινήσεις» ενέταξε τα ποιήματα «Κοσμοφωτοδότες (Θαυμασμός προς τον Ακρίτα)», «Φαμέλια (Γλυκιές οικογενειακές αναμνήσεις)» και «Ήλε μ’ (Ύμνος στη μάνα)».
Σαν ζεστό τρατάρισμα για την πρώτη μέρα του χειμώνα, επιλέξαμε τις γλυκιές οικογενειακές αναμνήσεις:
ΦΑΜΕΛΙΑ
Ο Χειμωγκόν εμέσαξεν χιονοκαπατεμένος,
ραχιά και ραχιοκέφαλα και τα παρχαρομύτια,
ασπροκουκουλοσκέπαγα και μαυροκαρδισμένα,
χωρίς τσοπάν’τς και πρόγατα και κωδωνί’ λαλίας,
χωρίς πουλί κελάηδεμαν και γαβαλί λαλίαν.
Τ’ αγιαζοφύσεμαν ξερόν, σωστόν ανασμοκόφτες,
κι ο ήλεν πυκναράευτος, ’ς σα λίβια τυλιμένος.
Η πλάσ’ στέκει ν’ αγέλαστος ’ς ση βαρυχειμωνίαν
κι απέσ’ ’ς σ’ οσπίτ’ τ’ εμέτερον, ανοιξεζνόν ημέρα!
Καντηλογλυκοφώτιστα θωρέας χαρεμένα
δεξιά-ζεβριά τ’ αδέλφια μου, φαμέλιας κλαδία.
Και ’ς σο παρακαμίν’ σουμά στρογγυλοκαθισμέντσα
η μάνα μ’ γερανόφορος και κατασωρεμέντσα,
αγνιάρ’ φαΐν εμάερεψεν, υλιστοτανωμένον,
το τανωμένον τη σιρβάν, κριθαροκορκοτένεν
με το βουτουροχάρατσον και τα σκουντουλοδέσμια.
Για το φαΐν το βραδιζνόν εσώστεψεν η ώρα
κι ο κύρη μ’ ο καλόκαρδον, ’ς σην ώραν ατ’ εκλώστεν.
Και ’ς σο τραπέζ’ ολόερα, ’ς σα χαμελοσκαμνόπα
εκάτσαμε να τρώγωμε φαΐν ευλογημένον.
Ας φοβερίζ’ ο χειμωγκόν κι ας κρύφκεται ν’ ο ήλεν,
ασή κυρού μ’ τ’ οσπίτ’ μακρά τα παγωσίας στέκνε.
Θεού χαρά ’ς σ’ εμέτερα με την εγάπ’ ’ς σα κάρδιας
και κατενόν ο νους εμουν, καμίαν ’κί κομπών’ μας.