Σε κάποια βραδιά μαγική στο Μισίρι, δηλαδή στην Αίγυπτο, τοποθέτησε η φαντασία του Βασίλη Τσιτσάνη τη συνάντηση με την Γκιουλμπαχάρ. Το τραγούδι του Τρικαλινού «μάστορα» που πρώτη ερμήνευσε η Ρένα Ντάλλια έβαλε στην αιωνιότητα της μουσικής τη γυναίκα με την εξωτική ομορφιά· είναι ένα από τα διαχρονικά ρεμπέτικα κομμάτια του συνθέτη ο οποίος γεννήθηκε στις 18 Ιανουαρίου 1915 και πέθανε την ημέρα των γενεθλίων του το 1984.
Αυτό όμως που ίσως να μην είναι τόσο γνωστό είναι ότι η Γκιουλμπαχάρ ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Κατά την επικρατέστερη εκδοχή μεγάλωσε στη Λιβερά της Τραπεζούντας του Πόντου σε ελληνική οικογένεια. Είχε το όνομα Μαρία και ήταν κόρη του ιερέα του χωριού.
Σύμφωνα με την παράδοση, ο σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας Βαγιαζήτ Β’ συνάντησε τη Μαρία όταν κατάκοπος έκατσε να ξεκουραστεί στη Λιβερά. Βρισκόταν με τη συνοδεία του στην πηγή του ναού του Αγίου Κωνσταντίνου και τότε την είδε να έρχεται με το κοπάδι της.
Λέγεται ότι το κάλλος της τον σαγήνευσε τόσο που της ζήτησε να του προσφέρει εκείνη νερό από το χρυσό κύπελλο που της έδωσε. Όμως η κοπέλα κρατούσε το κύπελλο αδέξια με αποτέλεσμα κάποια δάχτυλά της να είναι μέσα. Τότε ο σουλτάνος τής ζήτησε να αδειάσει και να ξαναγεμίσει το κύπελλο· τη δεύτερη φορά επέπλεαν φύλλα και χόρτα.
Καθότι διψασμένος, ήπιε έτσι και αλλιώς, ζητώντας από τη Μαρία να του φέρει και άλλο. Στην επίπληξη όμως που της έκανε πήρε την απάντηση ότι εκείνη επίτηδες καθυστέρησε να του δώσει το κύπελλο, διότι το νερό ήταν πολύ παγωμένο και εκείνος ιδρωμένος, και έπρεπε να τον προφυλάξει.
Πάντα κατά την παράδοση, ο σουλτάνος εντυπωσιάστηκε ακόμα περισσότερο και έτσι ζήτησε την άδεια του πατέρα της να την πάρει μαζί του στην Κωνσταντινούπολη. Η άφιξη της Μαρίας έγινε ως μέλος του χαρεμιού. Ήταν πλέον η 8η σύζυγος του Βαγιαζήτ Β’, ο οποίος την ονόμασε Γκιουλμπαχάρ (που σημαίνει λουλούδι της άνοιξης) Χατούν. Επίσης εμφανίζεται ως Αϊσέ Χατούν.
Αναφορά σε εκείνη την πρώτη συνάντηση υπάρχει και στο έργο του Στάθη Ευσταθιάδη Τα τραγούδια του ποντιακού λαού. Σε αυτό σημειώνεται ότι η πανέμορφη Λιβερίτισσα κατασυγκίνησε τον σουλτάνο τραγουδώντας τα χαρακτηριστικά ποντιακά βουκολικά τραγούδια της Ματσούκας. «Η μελωδία είναι γνωστή ως “το Ματουκάτ’κον η καϊτέ” ή “τ’ ομάλια η τραγωδία” που μόνο οι Ματσουκαίοι την αποδίδουν με πληρότητα από κάθε άποψη» γράφει.
Βέβαια, σε μια λιγότερο ρομαντική εκδοχή της ιστορίας θα μπορούσε κανείς βάσιμα να υποθέσει ότι η Μαρία ήταν θύμα αρπαγής και βίαιου εξισλαμισμού, καθώς οι γυναίκες του χαρεμιού, κυρίως χριστιανές και μερικές εβραίες, θεωρούνταν σχεδόν πάντα σκλάβες και δεν παντρεύονταν επίσημα τους σουλτάνους. (Ωστόσο, τα παιδιά τους αποκτούσαν δικαίωμα διαδοχής εάν ήταν αναγνωρισμένα.)
Με δεδομένο ότι πολλές πληροφορίες δεν μπορούν να διασταυρωθούν, έχει εκφραστεί και η άποψη ότι η νεαρή γυναίκα αιχμαλωτίστηκε κατά τη διάρκεια της Άλωσης της Τραπεζούντας και δόθηκε ως δώρο στον Βαγιαζήτ Β’.
Σε κάθε περίπτωση, η ζωή στην Κωνσταντινούπολη δεν θα πρέπει να θεωρείται ανέφελη για την Γκιουλμπαχάρ, καθώς εικάζεται ότι προκαλούσε το φθόνο των άλλων γυναικών του χαρεμιού. Έτσι ο σουλτάνος την έστειλε πίσω στη Λιβερά, για να μεγαλώσει εκεί τον γιο τους Σελίμ Α’, με όλες τις απολαβές και τις τιμές της συζύγου.
Τελικά, ο Σελίμ Α’ έγινε και ο ίδιος σουλτάνος από το 1512 έως το 1520, όμως η Γκιουλμπαχάρ είχε ήδη πεθάνει και έτσι δεν πήρε τον δεύτερο ισχυρότερο τίτλο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αυτόν της βαλιδέ σουλτάνας. Εγγονός της ήταν ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής.
Η Γκιουλμπαχάρ θεωρούνταν ευεργέτιδα της πατρίδας της, καθώς βοήθησε να διατηρηθούν τα προνόμια των Ελλήνων κατοίκων της Λιβεράς, ενώ για τους μουσουλμάνους στην Τραπεζούντα έφτιαξε ιμαρέτ που λειτούργησε ως ιεροσπουδαστήριο. Εκεί θάφτηκε το 1505· το πιθανότερο είναι ότι πέθανε σε ηλικία 51-52 ετών.
Στο μαυσωλείο που φτιάχτηκε το 1514 με εντολή του γιου της γράφτηκε το «Ρωμαία Δέσποινα» στα αραβικά και στα περσικά. Σήμερα το τέμενος που υπάρχει στην Τραπεζούντα εξακολουθεί να φέρει το όνομά της.